3,274,216
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> οργίζομαι, [[θυμώνω]]<br /><b>2.</b> <b>(σπάν.)</b> ταράζομαι, συγχύζομαι<br /><b>3.</b> (με γεν. προσ. ή πραγμ.) εξοργίζομαι εξαιτίας κάποιου<br /><b>4.</b> (με δοτ. προσ. και αιτ. πραγμ.) [[θυμώνω]] με κάποιον για [[κάτι]] («μή μοι [[τόδε]] χώεο», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τόσο ο [[φωνηεντισμός]] όσο και η σημ. του ρ. ( | |mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> οργίζομαι, [[θυμώνω]]<br /><b>2.</b> <b>(σπάν.)</b> ταράζομαι, συγχύζομαι<br /><b>3.</b> (με γεν. προσ. ή πραγμ.) εξοργίζομαι εξαιτίας κάποιου<br /><b>4.</b> (με δοτ. προσ. και αιτ. πραγμ.) [[θυμώνω]] με κάποιον για [[κάτι]] («μή μοι [[τόδε]] χώεο», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τόσο ο [[φωνηεντισμός]] όσο και η σημ. του ρ. ([[πρβλ]]. <i>χωόμενος</i> «συγχεόμενος», Αρίσταρχος) οδηγούν στη [[σύνδεση]] του με το ρ. <i>χέω</i>. Ο [[σχηματισμός]] του τ., εξάλλου, από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>χω</i>- της ρίζας του <i>χέω</i> θυμίζει ανάλογους μεταρρηματικούς σχηματισμούς, όπως λ.χ. [[πλέω]]: [[πλώω]], [[ῥώομαι]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |