3,272,956
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και [[χῶρι]] και σε <b>επιγρ.</b> [[χωρί]] Α<br />(ως καταχρ. [[πρόθεση]]) [[δίχως]], [[άνευ]] (α. «[[χωρίς]] [[θέρμη]] θερμάθηκε», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «[[χωρίς]] να θέλεις [[έξαφνα]] [[βαριά]] ν' αναστενάζεις», Βαλαωρ.<br />γ. «χωρὶς ποδοψήστρων τε καὶ τῶν ποικίλων κληδὼν ἀϋτέϊ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[χωρίς]] [[άλλο]]» — ανυπερθέτως, [[οπωσδήποτε]]<br />β) «[[χωρίς]] [[αμφιβολία]]» — αναμφίβολα, βεβαιότατα<br />γ) «[[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]]» — [[μάταια]], ανώφελα<br />δ) «[[χωρίς]] [[συζήτηση]]» — [[ασυζητητί]], με [[μεγάλη]] [[προθυμία]]<br />ε) «[[χωρίς]] [[μυαλό]]» — απερίσκεπτα<br />στ) «[[χωρίς]] λόγο» — αναίτια, [[δίχως]] να υπάρχει σοβαρή [[αιτία]] ή [[αφορμή]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>)<br /><b>1.</b> [[χωριστά]], [[χώρια]] («χωρὶς [[κέεται]] ὁ [[νεκρός]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με το <i>ἢ ὅτι</i>) [[εκτός]] από («Λυδοὶ δὲ νόμοισι παραπλησίοισι χρέωνται καὶ Ἕλληνες, χωρὶς ἢ ὅτι τὰ [[θήλεα]] [[τέκνα]] καταπορνεύουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (με γεν.) α) [[δίχως]] τη [[βοήθεια]] ή τη [[θέληση]] κάποιου («ὃς τήνδ' ἄτην χωρὶς Ζηνὸς κατακηλήσει;», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[μακριά]] από κάποιον («χωρὶς ᾤκισται θεῶν», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) ανεξάρτητα, [[εκτός]] τών άλλων («χωρὶς δὲ τοῦ φόρου ἥρπαζον περιελαύνοντες τοῦτο», <b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) με [[κάπως]] διαφορετικό τρόπο («χωρὶς μυρηρῶν τευχέων πνέουσ' [[ἐμοί]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> διαφορετικού είδους ή διαφορετικής ποιότητας («[[χωρίς]] το τ' εἰπεῖν πολλὰ καὶ τὰ καίρια» — [[άλλο]] το να λέει [[κανείς]] [[πολλά]] και [[άλλο]] το να λέει ό,τι [[είναι]] χρήσιμο, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> (με αρθρ.) τὸ [[χωρίς]]<br /><b>(φιλοσ.)</b> το διαιρετό («τὸ ἓνκαὶ [[χωρίς]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «χωρὶς αἰτιῶ» — [[δίχως]] αποδείξεις (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «χωρὶς ποιῶ» — [[διακρίνω]], [[ξεχωρίζω]] <b>(Ισοκρ.)</b><br />γ) «χωρὶς [[βλέπω]]» — [[αλληθωρίζω]] <b>(Τιμοκλ.)</b><br />δ) «χωρὶς [[τίθημι]]»<br />(σχετικά με χρήματα) [[βάζω]] στην [[άκρη]], [[αποταμιεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ., ως [[προς]] το [[θέμα]] της, συνδέεται με τα [[χώρα]] /[[χώρος]] και έχει σχηματιστεί με επιρρμ. κατάλ. -<i>ι</i>-<i>ς</i>, που ανάγεται πιθ. σε παλαιότερο τ. ονόματος ή επιθέτου ( | |mltxt=ΝΜΑ, και [[χῶρι]] και σε <b>επιγρ.</b> [[χωρί]] Α<br />(ως καταχρ. [[πρόθεση]]) [[δίχως]], [[άνευ]] (α. «[[χωρίς]] [[θέρμη]] θερμάθηκε», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «[[χωρίς]] να θέλεις [[έξαφνα]] [[βαριά]] ν' αναστενάζεις», Βαλαωρ.<br />γ. «χωρὶς ποδοψήστρων τε καὶ τῶν ποικίλων κληδὼν ἀϋτέϊ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[χωρίς]] [[άλλο]]» — ανυπερθέτως, [[οπωσδήποτε]]<br />β) «[[χωρίς]] [[αμφιβολία]]» — αναμφίβολα, βεβαιότατα<br />γ) «[[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]]» — [[μάταια]], ανώφελα<br />δ) «[[χωρίς]] [[συζήτηση]]» — [[ασυζητητί]], με [[μεγάλη]] [[προθυμία]]<br />ε) «[[χωρίς]] [[μυαλό]]» — απερίσκεπτα<br />στ) «[[χωρίς]] λόγο» — αναίτια, [[δίχως]] να υπάρχει σοβαρή [[αιτία]] ή [[αφορμή]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>)<br /><b>1.</b> [[χωριστά]], [[χώρια]] («χωρὶς [[κέεται]] ὁ [[νεκρός]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με το <i>ἢ ὅτι</i>) [[εκτός]] από («Λυδοὶ δὲ νόμοισι παραπλησίοισι χρέωνται καὶ Ἕλληνες, χωρὶς ἢ ὅτι τὰ [[θήλεα]] [[τέκνα]] καταπορνεύουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (με γεν.) α) [[δίχως]] τη [[βοήθεια]] ή τη [[θέληση]] κάποιου («ὃς τήνδ' ἄτην χωρὶς Ζηνὸς κατακηλήσει;», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[μακριά]] από κάποιον («χωρὶς ᾤκισται θεῶν», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) ανεξάρτητα, [[εκτός]] τών άλλων («χωρὶς δὲ τοῦ φόρου ἥρπαζον περιελαύνοντες τοῦτο», <b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) με [[κάπως]] διαφορετικό τρόπο («χωρὶς μυρηρῶν τευχέων πνέουσ' [[ἐμοί]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> διαφορετικού είδους ή διαφορετικής ποιότητας («[[χωρίς]] το τ' εἰπεῖν πολλὰ καὶ τὰ καίρια» — [[άλλο]] το να λέει [[κανείς]] [[πολλά]] και [[άλλο]] το να λέει ό,τι [[είναι]] χρήσιμο, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> (με αρθρ.) τὸ [[χωρίς]]<br /><b>(φιλοσ.)</b> το διαιρετό («τὸ ἓνκαὶ [[χωρίς]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «χωρὶς αἰτιῶ» — [[δίχως]] αποδείξεις (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «χωρὶς ποιῶ» — [[διακρίνω]], [[ξεχωρίζω]] <b>(Ισοκρ.)</b><br />γ) «χωρὶς [[βλέπω]]» — [[αλληθωρίζω]] <b>(Τιμοκλ.)</b><br />δ) «χωρὶς [[τίθημι]]»<br />(σχετικά με χρήματα) [[βάζω]] στην [[άκρη]], [[αποταμιεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ., ως [[προς]] το [[θέμα]] της, συνδέεται με τα [[χώρα]] /[[χώρος]] και έχει σχηματιστεί με επιρρμ. κατάλ. -<i>ι</i>-<i>ς</i>, που ανάγεται πιθ. σε παλαιότερο τ. ονόματος ή επιθέτου ([[πρβλ]]. <i>ἅλ</i>-<i>ις</i>, <i>μόλ</i>-<i>ις</i>, <i>μέχρ</i>-<i>ις</i>). Για τον τονισμό της λ. στη [[λήγουσα]] [[πρβλ]]. [[ἀμφίς]]. Για τη σημ., [[τέλος]], του τ., <b>βλ. λ.</b> [[χωρίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |