ἀρσενικόν: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρσενικόν]] και [[ἀρρενικόν]], το και [[ἀρρενική]], η (Α)<br />η κίτρινη [[σανδαράχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., ανατολικής προελεύσεως. Ο τ. ανάγεται στο περσ. <i>zarn</i><i>ī</i><i>q</i> «[[χρυσός]], αυτός που έχει το [[χρώμα]] του χρυσού» (<b>[[πρβλ]].</b> νεώτ. περσ.-αραβ. <i>zarn</i><i>ī</i><i>x</i>, <i>zarn</i><i>ī</i><i>q</i> «[[αρσενικό]]»). Στην Ελληνική εισήχθη μέσω της Σημιτικής (<b>[[πρβλ]].</b> συρ. <i>zarn</i><i>ī</i><i>ka</i> «[[αρσενικό]]»), [[αφού]] συσχετίστηκε παρετυμολογικά με τους τ. [[αρρενικός]], [[αρσενικός]]].
|mltxt=[[ἀρσενικόν]] και [[ἀρρενικόν]], το και [[ἀρρενική]], η (Α)<br />η κίτρινη [[σανδαράχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., ανατολικής προελεύσεως. Ο τ. ανάγεται στο περσ. <i>zarn</i><i>ī</i><i>q</i> «[[χρυσός]], αυτός που έχει το [[χρώμα]] του χρυσού» ([[πρβλ]]. νεώτ. περσ.-αραβ. <i>zarn</i><i>ī</i><i>x</i>, <i>zarn</i><i>ī</i><i>q</i> «[[αρσενικό]]»). Στην Ελληνική εισήχθη μέσω της Σημιτικής ([[πρβλ]]. συρ. <i>zarn</i><i>ī</i><i>ka</i> «[[αρσενικό]]»), [[αφού]] συσχετίστηκε παρετυμολογικά με τους τ. [[αρρενικός]], [[αρσενικός]]].
}}
}}
{{elru
{{elru