ἀκόλουθος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀκόλουθος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έρχεται [[μετά]] από [[κάτι]] [[άλλο]], [[κατοπινός]], [[επόμενος]]<br /><b>2.</b> αυτός που συμφωνεί με [[κάτι]] που προηγήθηκε, [[συνεπής]], [[σύμφωνος]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ακόλουθος]]<br />αυτός που ακολουθεί κάποιον ως [[υπηρέτης]], [[υφιστάμενος]] ή [[απλός]] [[συνοδός]]<br /><b>4.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ακολούθως</i><br />α) [[κατόπιν]], [[μετά]]<br />β) σύμφωνα με<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βαθμός]] της δημόσιας υπαλληλικής ιεραρχίας στο διπλωματικό [[σώμα]]<br />(αρχ. -μσν.) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀκόλουθον</i><br />[[λογική]] [[συμφωνία]] με [[κάτι]] που προηγήθηκε, [[ακολουθία]], [[αλληλουχία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἀκόλουθος]]<br /><b>1.</b> [[βαθμός]] του κατώτερου κλήρου στη Δυτική Εκκλησία, [[βοηθός]] ιερέα<br /><b>2.</b> ο [[αρχηγός]] της αυτοκρατορικής σωματοφυλακής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύμφωνος]], [[ταιριαστός]], [[αντίστοιχος]]<br /><b>2.</b> <b>(λογ.)</b> αυτός που συνεπάγεται λογικά, ο [[επακόλουθος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἀκόλουθοι</i><br />αυτοί που ακολουθούν το [[στράτευμα]]<br /><b>4.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀκολούθως</i><br />σύμφωνα με τους νόμους της φύσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> λ. με ευρεία [[χρήση]] τόσο στην αττική και στη μεταγενέστερη [[πεζογραφία]], όσο και στην [[ποίηση]] και [[μάλιστα]] στην [[κωμωδία]]. Ετυμολογικά η λ. [[είναι]] σύνθετη από το <i>ἀ</i>- το αθροιστικό και την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] θέματος της λ. [[κέλευθος]] «[[δρόμος]]» — η [[μετάπτωση]] του θέματος οφείλεται στη [[σύνθεση]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φρὴν</i>-[[ἄφρων]]). Επομένως [[ακόλουθος]] [[είναι]] «αυτός που βαδίζει στον ίδιο δρόμο, ο [[συνοδός]]», απ' όπου και η [[σημασία]] «[[σύμφωνος]], [[συνεπής]]» κατ' [[επέκταση]] δε και «ο [[κατοπινός]], ο [[επόμενος]]» άρα και «ο [[βοηθός]], ο [[υπηρέτης]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακολουθία]], [[ακολουθώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ανακόλουθος]], [[συνακόλουθος]], [[φιλακόλουθος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀκόλουθος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έρχεται [[μετά]] από [[κάτι]] [[άλλο]], [[κατοπινός]], [[επόμενος]]<br /><b>2.</b> αυτός που συμφωνεί με [[κάτι]] που προηγήθηκε, [[συνεπής]], [[σύμφωνος]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ακόλουθος]]<br />αυτός που ακολουθεί κάποιον ως [[υπηρέτης]], [[υφιστάμενος]] ή [[απλός]] [[συνοδός]]<br /><b>4.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ακολούθως</i><br />α) [[κατόπιν]], [[μετά]]<br />β) σύμφωνα με<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βαθμός]] της δημόσιας υπαλληλικής ιεραρχίας στο διπλωματικό [[σώμα]]<br />(αρχ. -μσν.) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀκόλουθον</i><br />[[λογική]] [[συμφωνία]] με [[κάτι]] που προηγήθηκε, [[ακολουθία]], [[αλληλουχία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἀκόλουθος]]<br /><b>1.</b> [[βαθμός]] του κατώτερου κλήρου στη Δυτική Εκκλησία, [[βοηθός]] ιερέα<br /><b>2.</b> ο [[αρχηγός]] της αυτοκρατορικής σωματοφυλακής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύμφωνος]], [[ταιριαστός]], [[αντίστοιχος]]<br /><b>2.</b> <b>(λογ.)</b> αυτός που συνεπάγεται λογικά, ο [[επακόλουθος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἀκόλουθοι</i><br />αυτοί που ακολουθούν το [[στράτευμα]]<br /><b>4.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀκολούθως</i><br />σύμφωνα με τους νόμους της φύσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> λ. με ευρεία [[χρήση]] τόσο στην αττική και στη μεταγενέστερη [[πεζογραφία]], όσο και στην [[ποίηση]] και [[μάλιστα]] στην [[κωμωδία]]. Ετυμολογικά η λ. [[είναι]] σύνθετη από το <i>ἀ</i>- το αθροιστικό και την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] θέματος της λ. [[κέλευθος]] «[[δρόμος]]» — η [[μετάπτωση]] του θέματος οφείλεται στη [[σύνθεση]] ([[πρβλ]]. <i>φρὴν</i>-[[ἄφρων]]). Επομένως [[ακόλουθος]] [[είναι]] «αυτός που βαδίζει στον ίδιο δρόμο, ο [[συνοδός]]», απ' όπου και η [[σημασία]] «[[σύμφωνος]], [[συνεπής]]» κατ' [[επέκταση]] δε και «ο [[κατοπινός]], ο [[επόμενος]]» άρα και «ο [[βοηθός]], ο [[υπηρέτης]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακολουθία]], [[ακολουθώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ανακόλουθος]], [[συνακόλουθος]], [[φιλακόλουθος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm