3,270,513
edits
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἀστακός]])<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] γενών και ειδών των Δεκάποδων Καρκινοειδών<br />κύρια χαρακτηριστικά τους [[είναι]] ο [[δύσκαμπτος]] και μεταμερισμένος [[εξωσκελετός]] τους, [[πέντε]] ζεύγη ποδιών (ένα έως δύο από τα οποία τροποποιούνται [[συχνά]] σε λαβίδες), ζεύγη κολυμβητικών ποδιών στην [[κοιλιά]] και πτερυγιόμορφη [[ουρά]]<br /><b>2.</b> επιστημονική [[ονομασία]] της καραβίδας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κόκκινος]] σαν [[αστακός]]» — για άνθρωπο που κοκκινίζει από [[οργή]] ή [[αμηχανία]]<br />β) «αρματωμένος σαν [[αστακός]]» — [[πάνοπλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[κοίλο]] [[μέρος]] του αφτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οστα</i>-<i>κός</i> (<i>οστά</i>), με προληπτική [[αφομοίωση]] το <i>ο</i>- σε <i>α</i>-, <span style="color: red;"><</span> <b>(ΙΕ.)</b> <i>osthn</i>-<i>qό</i>-<i>s</i>, αρχαίο παράγωγο σε -<i>κ</i> ερρίνου θεμ. σε -<i>n</i>, το οποίο απαντά στη γεν. <i>asthn</i>-<i>ah</i> του αρχ. ινδ. <i>άsthi</i> ( | |mltxt=ο (AM [[ἀστακός]])<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] γενών και ειδών των Δεκάποδων Καρκινοειδών<br />κύρια χαρακτηριστικά τους [[είναι]] ο [[δύσκαμπτος]] και μεταμερισμένος [[εξωσκελετός]] τους, [[πέντε]] ζεύγη ποδιών (ένα έως δύο από τα οποία τροποποιούνται [[συχνά]] σε λαβίδες), ζεύγη κολυμβητικών ποδιών στην [[κοιλιά]] και πτερυγιόμορφη [[ουρά]]<br /><b>2.</b> επιστημονική [[ονομασία]] της καραβίδας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κόκκινος]] σαν [[αστακός]]» — για άνθρωπο που κοκκινίζει από [[οργή]] ή [[αμηχανία]]<br />β) «αρματωμένος σαν [[αστακός]]» — [[πάνοπλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[κοίλο]] [[μέρος]] του αφτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οστα</i>-<i>κός</i> (<i>οστά</i>), με προληπτική [[αφομοίωση]] το <i>ο</i>- σε <i>α</i>-, <span style="color: red;"><</span> <b>(ΙΕ.)</b> <i>osthn</i>-<i>qό</i>-<i>s</i>, αρχαίο παράγωγο σε -<i>κ</i> ερρίνου θεμ. σε -<i>n</i>, το οποίο απαντά στη γεν. <i>asthn</i>-<i>ah</i> του αρχ. ινδ. <i>άsthi</i> ([[πρβλ]]. <i>οστούν</i>) [[καθώς]] και στο αρχ. ινδ. σύνθετο <i>an</i>-<i>astha</i>-<i>ka</i>- «[[χωρίς]] κόκαλα». Ο τ. συν δέεται σημασιολογικά με το μσν. ινδ. <i>atthi</i> -<i>taco</i> («[[κάβουρας]]») <span style="color: red;"><</span> <i>asthi</i>-<i>tvacas</i>- «αυτός που περιέχει [[γύρω]] από τα κόκαλα μεμβράνη». Τέλος, με τον όρο [[αστακός]] (αττ. [[οστακός]]) χαρακτηρίζεται το ζώο το γεμάτο κόκαλα ή το σκληρό όπως τα κόκαλα]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |