κοριτσίστικος: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(21)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε [[κορίτσι]] («κοριτσίστικη [[συμπεριφορά]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορίτσι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίστικος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αγορ</i>-<i>ίστικος</i>, <i>θεατριν</i>-<i>ίστικος</i>)].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε [[κορίτσι]] («κοριτσίστικη [[συμπεριφορά]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορίτσι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίστικος</i> ([[πρβλ]]. [[αγορίστικος]], [[θεατρινίστικος]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:37, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κορίτσι («κοριτσίστικη συμπεριφορά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορίτσι + κατάλ. -ίστικος (πρβλ. αγορίστικος, θεατρινίστικος)].