ιπποδρόμος: Difference between revisions

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱπποδρόμος]], ὁ (Α)<br />ελαφρό ιππικό («ἱπποδρόμοι ψιλοί», <b>Ηρόδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), [[πρβλ]]. <i>αρματο</i>-[[δρόμος]], <i>βοη</i>-[[δρόμος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο συνθ. ενεργητική [[σημασία]], εν αντιθέσει [[προς]] την «περιγραφική» [[σημασία]] του προπαροξύτονου [[ιππόδρομος]]].
|mltxt=[[ἱπποδρόμος]], ὁ (Α)<br />ελαφρό ιππικό («ἱπποδρόμοι ψιλοί», <b>Ηρόδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), [[πρβλ]]. [[αρματοδρόμος]], [[βοηδρόμος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο συνθ. ενεργητική [[σημασία]], εν αντιθέσει [[προς]] την «περιγραφική» [[σημασία]] του προπαροξύτονου [[ιππόδρομος]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:31, 24 August 2021

Greek Monolingual

ἱπποδρόμος, ὁ (Α)
ελαφρό ιππικό («ἱπποδρόμοι ψιλοί», Ηρόδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. αρματοδρόμος, βοηδρόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο συνθ. ενεργητική σημασία, εν αντιθέσει προς την «περιγραφική» σημασία του προπαροξύτονου ιππόδρομος].