συνόρασις: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
(6_9) |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1031.png Seite 1031]] ἡ, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1031.png Seite 1031]] ἡ, Übersicht, Einsicht, Clem. Al. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνόρᾱσις''': ἡ, = [[σύνοψις]], κατὰ ἐνόρασίν τε καὶ περιόρασιν καὶ συνόρασιν, περιεκτικὴν ὅρασιν, Κλήμ. Ἀλεξ. 821. | |lstext='''συνόρᾱσις''': ἡ, = [[σύνοψις]], κατὰ ἐνόρασίν τε καὶ περιόρασιν καὶ συνόρασιν, περιεκτικὴν ὅρασιν, Κλήμ. Ἀλεξ. 821. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [<i>συνορῶ</i> (Ι)]<br />το να βλέπει [[κανείς]] συγχρόνως περισσότερα από ένα πράγματα. | |||
}} | |||
{{esel | |||
|sltx=[[visión del conjunto]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:03, 7 November 2021
German (Pape)
[Seite 1031] ἡ, Übersicht, Einsicht, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
συνόρᾱσις: ἡ, = σύνοψις, κατὰ ἐνόρασίν τε καὶ περιόρασιν καὶ συνόρασιν, περιεκτικὴν ὅρασιν, Κλήμ. Ἀλεξ. 821.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, Α [συνορῶ (Ι)]
το να βλέπει κανείς συγχρόνως περισσότερα από ένα πράγματα.