3,274,873
edits
m (Text replacement - "a" to "a") |
m (Text replacement - " ," to ",") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σταθμός''': ὁ, παρ’ Ἀττ. μεθ’ ἑτερογεν. πληθ. σταθμά, Σοφ. Φιλ. 489, Ο. Τ. 1139, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 909, Ξεν. Ἱππ. 4, 3, κτλ.· ἀλλὰ σταθμοὶ ἀπαντᾷ οὐ μόνον παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ καὶ παρ’ Εὐρ. ἐν Ἀνδρ. 280, ἐν Ὀρ. 1474· (περὶ τῆς √ΣΤΑΘ ἴδε σταθερὸς ἐν τέλ.). Τόπος σταθερὸς πρὸς διαμονὴν ζῴων, Λατ. stabulum, στάβλος, [[μάνδρα]], «στάνη», [[ἱππόστασις]], τὸ δὲ ἰδιαίτερον [[εἶδος]] δηλοῦται ἐκ τῶν συμφραζομένων ἢ διὰ προσδιορισμοῦ, τὼ μὲν (οἱ δύο λέοντες) ἄρ’, ἁρπάζοντε βόας καὶ ἴφια μῆλα, σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον Ἰλ. Ε. 557· κατὰ σταθμοὺς δύεται [ὁ [[λέων]]] [[αὐτόθι]] 140, πρβλ. Μ. 304, Σ. 589· κατὰ στ. ποιμνήιον Β. 470· σταθμῷ ἐν οἰοπόλῳ Τ. 377· ἐπὶ χοίρων, Ὀδ. Ξ. 32, 504, κτλ.· ὁ στάβλος τοῦ γρυπὸς τοῦ Ὠκεανοῦ· παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Πρ. 396· ἐπὶ τῆς φωλεᾶς ἢ κοίτης ἐλάφου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 29, 4., 9. 5, 2· - ἐπὶ ἀνθρώπων, [[κατοικία]], [[διαμονή]], πρῶτον παρ’ Ἡσ., ἀπὸ σταθμῶν [Χείρωνος] Θεογ. 294, πρβλ. Πινδ. Ο. 5. 21· Ἀΐδα ὁ αὐτ. ἐν Ο. 10. 110· οὐρανοῦ ἐν Ι. 7 (6). 65, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 489, Εὐρ. Ρῆσ. 293. 2) [[κατάλυμα]] πρὸς διαμονὴν ὁδοιπόρων ἢ στρατιωτῶν, Λατ. statio, m…nsi , c…st…a, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 1, κ. ἀλλ. 3) ἐν Περσίᾳ, σταθμοὶ ἐκαλοῦντο τὰ ἐπὶ τῆς βασιλικῆς ὁδοῦ οἰκήματα, ἐν οἷς κατέλυεν ὁ βασιλεὺς ὁδοιπορῶν, σταθμοὶ βασιλήιοι Ἡρόδ. 5. 52., 6. 119, πρβλ. 7. 119, Πλουτ. Ἀρτοξ. 25· [[ὅθεν]] ἐν σχέσει πρὸς τὴν Περσικὴν χώραν [[εἶναι]] ἡ [[λέξις]] ἐν χρήσει ἐπὶ ἀποστάσεως σημαίνουσα γενικῶς μιᾶς ἡμέρας ὁδόν, μιᾶς ἡμέρας πορείαν ἰσοδυναμοῦσαν κατὰ [[μέσον]] ὅρον πρὸς 5 [[περίπου]] παρασάγγας ἢ 150 στάδια, [[ἐπειδὴ]] τὸ [[μῆκος]] τοῦ σταθμοῦ ἦτο μικρότερον ἢ μεγαλείτερον κατὰ τὴν φύσιν τοῦ ἐδάφους, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 53, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 10-20, καὶ Sturz Λεξ. Ξεν. 4) ὡς τὸ Λατ. statio, σταθμὸς πλοίων, Εὐρ. Ρῆσ. 43, Λυκόφρ. 290, 1371, ΙΙ. [[στῦλος]] [[ὄρθιος]] ἱστάμενος, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ.· [[ἐνίοτε]] λέγεται ἐπὶ τοῦ κυρίου στύλου τοῦ ὑποβαστάζοντος τὴν στέγην, παρὰ σταθμὸν [[τέγεος]] Ὀδ. Α. 333, Θ. 458, Σ. 209· παρὰ στ. μεγάροιο Ρ. 96, πρβλ. Χ. 20, 257· ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ι. Τ. 49· - [[ὡσαύτως]] λέγεται ἐπὶ τοῦ παραστάτου τῆς θύρας, Ὀδ. Δ. 838, Ρ. 340· καὶ ἐν τῷ πληθ. ὡς τὸ παραστάδες, ἀργύρεσι σταθμοὶ ἐν χαλκέῳ ἔστασαν οὐδῷ Ὀδ. Κ. 62, Ἰλ. Ξ. 167, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 1. 179, Σοφ. Ἠλ. 1331, Εὐρ. Ὀρ. 1474· βραδύτερον ἐπὶ τοιαύτης σημασίας ἐτίθετο ὁ πληθ. σταθμά, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 999, Ἀριστοφ. Ἀχ. 449· στ. θυράων Θεόκρ. 24. 14. ΙΙΙ. ([[ἵστημι]] Α. IV) ὁ [[ζυγός]], ἡ «ζυγαριά», «στατέρι», «καντάρι», γυνὴ ... σταθμὸν ἔχουσα Ἰλ. Μ. 434· ἱστᾶν σταθμῷ τι [[πρός]] τι, [[ζυγίζω]] τι [[πρός]] τι [[ἄλλο]], Ἡρόδ. 2. 65· ἄγειν ἐπὶ τὸν στ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1365· ἐμβὰς ἐς τὸν στ. [[αὐτόθι]] 1407· ἕλκειν σταθμόν, βαρύνω, «[[ζυγίζω]]» τόσον, Ἡρόδ. 1. 50, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 1. 2) βάρος, «δράμια», στ. σίτου Ἡρόδ. 2. 168· σταθμὸν ἔχειν [[τάλαντον]], ἔχω βάρος ταλάντου, ὁ αὐτ. 1. 14· διαφέρειν ἐν τῷ σταθμῷ Ἱππ. π. Ἀέρ. 280· ἀπολ. κατ’ αἰτ., ἀναθήματα ἴσα σταθμὸν τοῖς…, ἴσα κατὰ τὸ βάρος [[πρός]]…, Ἡρόδ. 1. 92· ἡμιπλίνθια σταθμὸν διτάλαντα, κατὰ τὸ βάρος ἴσα πρὸς δύο τάλαντα, [[αὐτόθι]] 50· σταθμὸν Βαβυλώνιον [[τάλαντον]], ἓν [[τάλαντον]], κατὰ τὸ Βαβυλωνιακὸν βάρος, ὁ αὐτ. 3. 89, πρβλ. Θουκ. 2. 13· [[μυρίος]] χρυσοῦ σταθμὸς Εὐρ. Βάκχ. 811· [[σταθμός]] τινος ἦν τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 30, 7· [[νόμισμα]] ... ὁρισθὲν μεγέθει ἢ σταθμῷ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 1. 9, 8· - ἐν τῷ πληθ., βάρη, «ζύγια», ἐφηῦρε ... σταθμῶν ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα Σοφ. Ἀποσπ. 379, πρβλ. Ψήφισμ. παρ’ Ἀνδοκ. 11. 25, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 10, κτλ.· μέτρα ... καὶ μέρη σταθμῶν Εὐρ. Φοίν. 541, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1040, Πλάτ. Νόμ. 757Β· μέτρα ... καὶ σταθμὰ [[αὐτόθι]] 746Ε. 3) βάρος ὡρισμένον καὶ [[ἐπίσημον]] πρὸς στάθμησιν τηρούμενον ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψιν τοῦ δημοσίου, «καντάρι», Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 38, κ. ἀλλ.· πρβλ. Böckh σ. 165, § 2, Ἡσύχ. | |lstext='''σταθμός''': ὁ, παρ’ Ἀττ. μεθ’ ἑτερογεν. πληθ. σταθμά, Σοφ. Φιλ. 489, Ο. Τ. 1139, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 909, Ξεν. Ἱππ. 4, 3, κτλ.· ἀλλὰ σταθμοὶ ἀπαντᾷ οὐ μόνον παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ καὶ παρ’ Εὐρ. ἐν Ἀνδρ. 280, ἐν Ὀρ. 1474· (περὶ τῆς √ΣΤΑΘ ἴδε σταθερὸς ἐν τέλ.). Τόπος σταθερὸς πρὸς διαμονὴν ζῴων, Λατ. stabulum, στάβλος, [[μάνδρα]], «στάνη», [[ἱππόστασις]], τὸ δὲ ἰδιαίτερον [[εἶδος]] δηλοῦται ἐκ τῶν συμφραζομένων ἢ διὰ προσδιορισμοῦ, τὼ μὲν (οἱ δύο λέοντες) ἄρ’, ἁρπάζοντε βόας καὶ ἴφια μῆλα, σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον Ἰλ. Ε. 557· κατὰ σταθμοὺς δύεται [ὁ [[λέων]]] [[αὐτόθι]] 140, πρβλ. Μ. 304, Σ. 589· κατὰ στ. ποιμνήιον Β. 470· σταθμῷ ἐν οἰοπόλῳ Τ. 377· ἐπὶ χοίρων, Ὀδ. Ξ. 32, 504, κτλ.· ὁ στάβλος τοῦ γρυπὸς τοῦ Ὠκεανοῦ· παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Πρ. 396· ἐπὶ τῆς φωλεᾶς ἢ κοίτης ἐλάφου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 29, 4., 9. 5, 2· - ἐπὶ ἀνθρώπων, [[κατοικία]], [[διαμονή]], πρῶτον παρ’ Ἡσ., ἀπὸ σταθμῶν [Χείρωνος] Θεογ. 294, πρβλ. Πινδ. Ο. 5. 21· Ἀΐδα ὁ αὐτ. ἐν Ο. 10. 110· οὐρανοῦ ἐν Ι. 7 (6). 65, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 489, Εὐρ. Ρῆσ. 293. 2) [[κατάλυμα]] πρὸς διαμονὴν ὁδοιπόρων ἢ στρατιωτῶν, Λατ. statio, m…nsi, c…st…a, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 1, κ. ἀλλ. 3) ἐν Περσίᾳ, σταθμοὶ ἐκαλοῦντο τὰ ἐπὶ τῆς βασιλικῆς ὁδοῦ οἰκήματα, ἐν οἷς κατέλυεν ὁ βασιλεὺς ὁδοιπορῶν, σταθμοὶ βασιλήιοι Ἡρόδ. 5. 52., 6. 119, πρβλ. 7. 119, Πλουτ. Ἀρτοξ. 25· [[ὅθεν]] ἐν σχέσει πρὸς τὴν Περσικὴν χώραν [[εἶναι]] ἡ [[λέξις]] ἐν χρήσει ἐπὶ ἀποστάσεως σημαίνουσα γενικῶς μιᾶς ἡμέρας ὁδόν, μιᾶς ἡμέρας πορείαν ἰσοδυναμοῦσαν κατὰ [[μέσον]] ὅρον πρὸς 5 [[περίπου]] παρασάγγας ἢ 150 στάδια, [[ἐπειδὴ]] τὸ [[μῆκος]] τοῦ σταθμοῦ ἦτο μικρότερον ἢ μεγαλείτερον κατὰ τὴν φύσιν τοῦ ἐδάφους, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 53, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 10-20, καὶ Sturz Λεξ. Ξεν. 4) ὡς τὸ Λατ. statio, σταθμὸς πλοίων, Εὐρ. Ρῆσ. 43, Λυκόφρ. 290, 1371, ΙΙ. [[στῦλος]] [[ὄρθιος]] ἱστάμενος, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ.· [[ἐνίοτε]] λέγεται ἐπὶ τοῦ κυρίου στύλου τοῦ ὑποβαστάζοντος τὴν στέγην, παρὰ σταθμὸν [[τέγεος]] Ὀδ. Α. 333, Θ. 458, Σ. 209· παρὰ στ. μεγάροιο Ρ. 96, πρβλ. Χ. 20, 257· ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ι. Τ. 49· - [[ὡσαύτως]] λέγεται ἐπὶ τοῦ παραστάτου τῆς θύρας, Ὀδ. Δ. 838, Ρ. 340· καὶ ἐν τῷ πληθ. ὡς τὸ παραστάδες, ἀργύρεσι σταθμοὶ ἐν χαλκέῳ ἔστασαν οὐδῷ Ὀδ. Κ. 62, Ἰλ. Ξ. 167, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 1. 179, Σοφ. Ἠλ. 1331, Εὐρ. Ὀρ. 1474· βραδύτερον ἐπὶ τοιαύτης σημασίας ἐτίθετο ὁ πληθ. σταθμά, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 999, Ἀριστοφ. Ἀχ. 449· στ. θυράων Θεόκρ. 24. 14. ΙΙΙ. ([[ἵστημι]] Α. IV) ὁ [[ζυγός]], ἡ «ζυγαριά», «στατέρι», «καντάρι», γυνὴ ... σταθμὸν ἔχουσα Ἰλ. Μ. 434· ἱστᾶν σταθμῷ τι [[πρός]] τι, [[ζυγίζω]] τι [[πρός]] τι [[ἄλλο]], Ἡρόδ. 2. 65· ἄγειν ἐπὶ τὸν στ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1365· ἐμβὰς ἐς τὸν στ. [[αὐτόθι]] 1407· ἕλκειν σταθμόν, βαρύνω, «[[ζυγίζω]]» τόσον, Ἡρόδ. 1. 50, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 1. 2) βάρος, «δράμια», στ. σίτου Ἡρόδ. 2. 168· σταθμὸν ἔχειν [[τάλαντον]], ἔχω βάρος ταλάντου, ὁ αὐτ. 1. 14· διαφέρειν ἐν τῷ σταθμῷ Ἱππ. π. Ἀέρ. 280· ἀπολ. κατ’ αἰτ., ἀναθήματα ἴσα σταθμὸν τοῖς…, ἴσα κατὰ τὸ βάρος [[πρός]]…, Ἡρόδ. 1. 92· ἡμιπλίνθια σταθμὸν διτάλαντα, κατὰ τὸ βάρος ἴσα πρὸς δύο τάλαντα, [[αὐτόθι]] 50· σταθμὸν Βαβυλώνιον [[τάλαντον]], ἓν [[τάλαντον]], κατὰ τὸ Βαβυλωνιακὸν βάρος, ὁ αὐτ. 3. 89, πρβλ. Θουκ. 2. 13· [[μυρίος]] χρυσοῦ σταθμὸς Εὐρ. Βάκχ. 811· [[σταθμός]] τινος ἦν τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 30, 7· [[νόμισμα]] ... ὁρισθὲν μεγέθει ἢ σταθμῷ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 1. 9, 8· - ἐν τῷ πληθ., βάρη, «ζύγια», ἐφηῦρε ... σταθμῶν ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα Σοφ. Ἀποσπ. 379, πρβλ. Ψήφισμ. παρ’ Ἀνδοκ. 11. 25, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 10, κτλ.· μέτρα ... καὶ μέρη σταθμῶν Εὐρ. Φοίν. 541, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1040, Πλάτ. Νόμ. 757Β· μέτρα ... καὶ σταθμὰ [[αὐτόθι]] 746Ε. 3) βάρος ὡρισμένον καὶ [[ἐπίσημον]] πρὸς στάθμησιν τηρούμενον ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψιν τοῦ δημοσίου, «καντάρι», Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 38, κ. ἀλλ.· πρβλ. Böckh σ. 165, § 2, Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |