σταθμός

From LSJ

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταθμός Medium diacritics: σταθμός Low diacritics: σταθμός Capitals: ΣΤΑΘΜΟΣ
Transliteration A: stathmós Transliteration B: stathmos Transliteration C: stathmos Beta Code: staqmo/s

English (LSJ)

σταθμοῦ, ὁ, in Trag., etc., with heterocl. pl. σταθμά, S.Ph.489, OT 1139, E.HF999, X.Eq.4.3, etc.; σταθμοί however occurs not only in Hom. (v. infr.), but in E.Andr.280, Or.1474 (both lyr.):—
A standing-place for animals, farmstead, steading, τὼ μὲν (the lions) ἄρ', ἁρπάζοντε βόας καὶ ἴφια μῆλα, σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον Il.5.557, cf. 12.304; κατὰ σταθμοὺς δύεται 5.140; κατὰ σ. ποιμνήϊον 2.470; σταθμῷ ἐν οἰοπόλῳ 19.377, cf. Hes.Th.294; sometimes including the human dwelling, Od.14.504; of a swineherd's steading, ib.32; of a sheepstation, Il.5.140, 18.589, cf. E.Rh.293; of the stable of the griffin of Oceanus, A.Pr.398; of a deer's lair, Arist.HA578b21, 611a20.
2 of men, dwelling, abode, Pi.O.5.10 (pl.), P.4.76 (pl.); Ἀΐδα Id.O.10 (ΙΙ).92; οὐρανοῦ Id.I.7(6).45; Εὐβοίας σταθμά S.Ph.489, cf. PCair.Zen.344.2 (iii B.C.), BGU1185.13 (i B.C.), etc.
3 quarters, lodgings for travellers or soldiers, Hdt.7.119, X.An.1.8.1, al., SIG880.15 (Pizus, iii A.D.), etc.; soldier's billet, PStrassb.92.4 (iii B.C.), etc.
4 quarter of a town, PRyl.102.8 (ii A.D.).
5 in Persia, of stations or stages on the royal road, where the king rested in travelling, σ. βασιλήϊοι Hdt.5.52, cf. 6.119, Plu.Art.25: hence in reference to Persia, of distances, a day's march (about 5 parasangs or 150 stades), X.An.1.2.10; posting-station in the desert, σ. καὶ φρούρια OGI701.13 (Egypt, ii A.D., pl.).
6 station for ships, E.Rh.43 (lyr.), Lyc. 290.
II upright standing-post, freq. in Hom.; sometimes of the bearing pillar of the roof, παρὰ σταθμὸν τέγεος Od.1.333, 8.458, 18.209; παρὰ σ. μεγάροιο 17.96, cf. 22.120,257: in plural, E.IT49; also doorpost, Od.4.838, 17.340: pl., ἀργύρεοι σ. ἐν χαλκέῳ ἕστασαν οὐδῷ 7.89, cf. 10.62, Il.14.167, Hdt.1.179, S.El.1331, E.Or.1474 (lyr.): later, pl. σταθμά in this sense, Id.HF999, Ar.Ach.449, IG22.1672.70, 173, 42(1).103.94 (Epid., iv B.C.); σ. θυράων Theoc.24.15: σταθμός alone, = threshold, door, LXX 4 Ki.12.9, al.
III (ἵστημι A. IV) balance, γυνὴ.. σταθμὸν ἔχουσα Il.12.434; ἱστᾶσι σταθμῷ πρὸς ἀργύριον τὰς τρίχας weigh them against silver, Hdt.2.65; ἐπὶ τὸν σ. ἀγαγεῖν Ar. Ra.1365; ἐς τὸν σ. ἐμβάς ib.1407; ἕλκειν σ. weigh so much, Hdt.1.50, cf. Eup.116.
2 weight, σίτου σ. Hdt.2.168; σ. ἔχοντες τριήκοντα τάλαντα Id.1.14; διαφέρειν ἐν τῷ σ. Hp.Aër.1: abs., in acc., ἀναθήματα ἴσα σταθμὸν τοῖσι..equal in weight to... Hdt.1.92; ἡμιπλίνθια σταθμὸν διτάλαντα two talents in or by weight, ib.50; Βαβυλώνιον σταθμὸν τάλαντον a talent, Babylonian weight, Id.3.89, cf. Th.2.13; ᾧ πλείω παρὰ τὸν σ. excess resulting from difference of standard, PCair.Zen.782 (a).141 (iii B.C.); μυρίος χρυσοῦ σ. E.Ba.812; σ. [θύννου] ἦν τάλαντα ιε' Arist.HA607b32; νόμισμα.. ὁρισθὲν μεγέθει καὶ σταθμῷ Id.Pol.1257a39.
3 fixed standard of health, Hp.VM 9, Steril.230.

German (Pape)

[Seite 928] ὁ (ἵστημι, vgl. στάθμη), bei den Attikern nicht selten mit dem heterogenischen plur. τὰ σταθμά, 1) ein aufrecht stehender Pfosten, Pfeiler, Ständer; bei Hom. bald von dem Hauptpfeiler, welcher die Decke eines Gemaches trägt, στῆ ῥα παρὰ σταθμὸν τέγεος, Od 1. 333. 8, 458 u. öfter. vgl. 17, 96, bald von den Thürpfosten, ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε, θόρας δ' ἐπέθηκε, 21, 45; θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσεν, Il. 14, 167. 339; ἀργύρεοι σταθμοὶ ἐν χαλκέῳ ἕστασαν οὐδῷ, Od. 7, 89; παρὰ σταθμοῖσιν ἐπ' οὐδοῦ, 10, 62, u. sonst; Soph. El. 1323 εἰ σταθμοῖσι τοῖσδε μὴ 'κύρουν ἐγὼ πάλαι φυλάσσων, Schol. ἐν ταῖς παραστάσιν; Eur. σταθμοὺς μοχλοῖσιν ἐκβαλόντες, Or. 1474; ἄπελθε λαΐνων σταθμῶν, Ar. Ach. 424; πύλαι χάλκεαι πᾶσαι καὶ σταθμοί τε καὶ ὑπέρθυρα, Her. 1, 179; σταθμὰ θυράων, Theocr. 24, 15, u. sonst einzeln bei Sp. – 2) Standort, z. B. der Schiffe, Eur. Rhes. 43; bes. Stand, der Ort, wo Menschen od. Hausthiere stehen u. sich aufhalten, Stall; bei Hom. durchgängig von ländlichen Wohnungen, Gehöft, wo bes. an Viehställe zu denken, κατὰ σταθμὸν ποιμνήϊον Il. 2, 470, μυῖαι σταθμῷ ἔνι 16, 642, u. öfter; vgl. noch σταθμὸν δὲ κύνες καὶ βώτορες ἄνδρες ῥύατ' ὄπισθε μένοντες, Od. 17, 200; in Gleichnissen der Löwe erwähnt, der in solch Gehöft einbricht, um Vieh zu rauben; Il. 18, 589 ist verbunden (οἰῶν) σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς, im plur., wie Hes Th. 444. So auch Pind. Πέλοπος παρ' εὐηράτων σταθμῶν, Ol. 5, 10; übh. Wohnung, Hes. Th. 294; εἰς Ἀΐδα σταθμόν, Pind. Ol. 11, 92; ἐς οὐρανοῦ σταθμούς, I. 6, 45; σταθμοῖς ἐν οἰκείοισι, Aesch. Prom. 396; λέγοιμ' ἂν ἄνδρα τόνδε τῶν σταθμῶν κύνα, Ag. 870; χειμῶνα τἀμά τ' εἰς ἔπαυλ' ἐγὼ ἤλαυνον, οὗτός τ' εἰς τὰ Λαΐου σταθμά, Soph. O. R. 1139; eigtl., Stall, ἐν σταθμοῖσιν ἱππικοῖς, Eur. Or. 1449, vgl. Andr. 280. – Bes. Standquartier, Nachtquartier für Reisende od. Soldaten auf dem Marsche. – Im persischen Reiche hießen σταθμοί die Orte, wo der König auf seinen Reisen einzukehren u. zu übernachten pflegte, eine Art Etappen oder Stationen, βασιλήϊοι σταθμοί, Her. 2, 152. 6, 119; dah. in Beschreibung persischer Gegenden als Bestimmung der Entfernung, eine Tagereise, ein Tagemarsch, gew. eine Strecke von fünf Parasangen, oft bei Xen. An., z. B. 1, 2, 5; doch hing es jedesmal vom Feldherrn ab, wie lang er die σταθμοί machen wollte, vgl. 2, 2, 12. – 3) das Gewicht, womit man wägt, ἤτε σταθμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσα, Il. 12, 434; das Gewicht, das ein Körper wiegt, die Schwere, ἡμιπλίνθια σταθμὸν διτάλαντα, Her. 1, 50. 92; ὀπτοῦ σίτου σταθμός, 2, 168; auch die Wage, ἱστᾶσι σταθμῷ πρὸς ἀργύριον τὰς τρίχας, 2, 65; in dieser Bdtg plur. immer σταθμά; Seph. ἐφεῦρε σταθ μῶν, ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα, Irg. 379; μύριον δοὺς χρυσοῦ σταθμόν, Eur. Bacch. 810; μέρη σταθμῶν ἰσότης ἔταξε, Phoen. 544; ἐπὶ τὸν σταθμὸν γὰρ αὐτὸν ἀγαγεὶν βούλομαι, Ar. Ran. 1361; Wagschale, 1403; τὸ ἄγαλμα ἔχει τεσσαράκοντα τάλαντα σταθμὸν χρυσίοο, 40 Talente Goldes an Gewicht, Thuc. 2, 13; τοῦ βαρυτέρου καὶ κουφοτέρου σταθμοῦ, Plat. Charm. 166 b, u. öfter; τὸν ῤυθμὸν τοῦ θώρακος πότερον τῷ μέτρῳ ἢ σταθμῷ ἐπιδεικνύων τιμᾷς, Xen. Mem. 3, 10, 10; νόμοις δὲ χρῆσθαι τοῖς Σόλωνος καὶ μέτροις καὶ σταθμοῖς, Andoc. 1, 83, wie Pol. 2, 37, 10; übtr. οὐκ ἴσον ἄγει σταθμὸν μνησικακία καὶ φίλου χάρις, Plut. de am. mult. p. 297.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. lieu où l'on s'arrête, d'où
1 lieu où couchent les animaux, étable, écurie;
2 bâtiment d'une ferme, métairie, bergerie, etc.
3 habitation, résidence, demeure ; en gén. lieu où l'on se tient, place, poste;
4 campement, lieu de halte pendant la nuit ; en gén. étape, halte de soldats, journée de marche, dans l'Anabase, d'ord. trajet de cinq parasanges, qqf de trois à huit;
5 en Perse garnison, cantonnement;
II. poteau, pilier, montant, particul. :
1 pilier principal d'une maison, pilier qui soutient le toit;
2 jambage de porte, poteau servant de jambage;
III. balance ; poids, particul. :
1 poids pour peser;
2 poids, pesanteur d'un corps.
Étymologie: R. Σταθ de Στα ; cf. ἵστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταθμός, σταθμοῦ, ὁ [ἵστημι] plur. heterocl. n. σταθμά. stal, ook met de woning van de herder erbij hoeve:; σταθμῷ ἐν οἰοπόλῳ in een eenzame hoeve Il. 19.377; κατὰ σταθμὸν ποιμνήιον verspreid door een veestal Il. 2.470; ἐν σταθμοῖσι ἱππικοῖσι in een paardenstal Eur. Or. 1448; uitbr. woonplaats, verblijfplaats; halteplaats, m. n. milit. nachtkwartier, kwartier; in Perzië station (op de koninklijke weg); afstand tussen twee halteplaatsen, vandaar dagmars. steunpilaar (van dak):; σ. τέγεος steunpilaar van het dak Od. 1.333; deurpost:. ἀργύρεοι van zilver Od. 7.89; παρὰ σταθμοῖσιν ἐπ’ οὐδοῦ bij de deurposten op de drempel Od. 10.62; σ. θυράων posten van de deur Theocr. Id. 24.15. weegschaal, balans:; ἱστᾶσι σταθμῷ πρὸς ἀργύριον τὰς τρίχας (zij) wegen in een balans de haren af tegen zilver Hdt. 2.65.4; gewicht:; σταθμὸν ἔχοντες τριήκοντα τάλαντα met een gewicht van dertig talenten Hdt. 1.14.2; acc. σταθμόν in gewicht:. Βαβυλώνιον σταθμὸν τάλαντον een talent volgens de Babylonische maat Hdt. 3.89.

Russian (Dvoretsky)

σταθμός: ὁ (pl. тж. τὰ σταθμά)
1 логово (sc. τοῦ λέοντος Hom.; τῶν ἐλάφων Arst.);
2 стойло, хлев (sc. ὀΐων Hom.; σταθμοὶ ἱππικοί Eur.);
3 жилье, жилище (ἀνθρώπων Hom.): τὰ Χαλκώδοντος Εὐβοίας σταθμά Soph. Эвбейские владения Халкодонта;
4 место стоянки, воен. расположение: ὁ σ. ἔνθα ἔμελλε καταλύειν Xen. место, где (Кир) должен был расположиться лагерем;
5 (в Персии) (царская) стоянка, станция, этапный пункт (διὰ Λυδίης καὶ Φρυγίης σταθμοὶ τείνοντες εἴκοσί εἰσι Her.);
6 (в Персии), расстояние между стоянками, этап, переход (от 5 до 10 парасангов) Xen.;
7 морская стоянка (νεῶν σταθμά Eur.);
8 столб, подпора (τέγεος Hom.);
9 (дверной), косяк (σταθμὰ θυράων Theocr.), pl. тж. дверь, ворота Hom., Her., Soph., Eur., Arph.;
10 весы Hom., Arst.: ἱστάναι τι σταθμῷ πρὸς ἀργύριον Her. взвешивать что-л. по отношению к серебру;
11 вес: σταθμὸν ἔχειν или ἕλκειν τάλαντον Her. весить один талант; μυρίον χρυσοῦ σταθμὸν δοῦναι Eur. уплатить огромную цену.

English (Autenrieth)

(ἵστημι): any standingplace or thing that stands, hence stall, pen, or fold for animals, also the shepherd's lodge, Il. 2.470, Il. 19.377, Od. 17.20; so post, door-post, Il. 14.167, Od. 4.838; weight for the balance, Il. 12.434 .—σταθμόνδε, to the stall, homeward, Od. 9.451.

English (Slater)

σταθμός (σταθμόν; σταθμούς, σταθμῶν.) s. & pl., dwelling ἵκων δ' Οἰνομάου καὶ Πέλοπος παῤ εὐηράτων σταθμῶν (O. 5.10) ὅταν εἰς Ἀίδα σταθμὸν ἀνὴρ ἵκηται (O. 10.92) αἰπεινῶν ἀπὸ σταθμῶν (P. 4.76) ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν Ζηνός (I. 7.45) πάνδοξον Αἰολάδα σταθμὸν υἱοῦ τε Παγώνδα ὑμνήσω Παρθ. 2. . ]ες σταθμοῦ[ P. Oxy. 2445, fr. 5.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
τόπος στάθμευσης
νεοελλ.
1. ορισμένο μέρος όπου σταθμεύουν διερχόμενα οχήματα για να αποβιβάσουν ή να παραλάβουν επιβάτες ή εμπορεύματα (α. «σταθμός λεωφορείων» — στεγασμένος, συνήθως, χώρος άφιξης και αναχώρησης λεωφορείων, μέσα στον οποίο γίνεται η αποβίβαση και επιβίβαση επιβατών καθώς και η φόρτωση και εκφόρτωση τών αποσκευών τους
β. «σιδηροδρομικός σταθμός» — συγκρότημα κτηρίων και εγκαταστάσεων δίπλα σε σιδηροδρομική γραμμή στο οποίο σταθμεύουν οι αμαξοστοιχίες για την επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών και τη φόρτωση και εκφόρτωση εμπορευμάτων)
2. κτήριο όπου υπάρχουν εγκαταστάσεις υπηρεσίας ή οργανισμού (α. «σταθμός της ΔΕΗ» β. «σταθμός της Δασικής Υπηρεσίας»)
3. αξιοσημείωτο γεγονός, χρονικό ορόσημο («το Πολυτεχνείο και ο αγώνας του υπήρξε σταθμός στη νεώτερη ιστορία μας»)
4. βιολ. α) η ακριβής θέση ενός οργανισμού ή ενός είδους σε έναν βιότοπο
β) τοποθεσία στη θάλασσα ή στην ξηρά όπου έγιναν παρατηρήσεις, μετρήσεις ή συλλογή στοιχείων και οργανισμών
γ) καθορισμένη περιοχή με ομοιόμορφες συνθήκες φυσικού περιβάλλοντος και βλάστησης
5. φρ. α) «σταθμοί αυτόματης μετάδοσης εικόνων»
(μετεωρ.) δίκτυο πολλών εκατοντάδων εγκαταστάσεων οι οποίες λαμβάνουν και καταγράφουν τα δεδομένα για την πρόγνωση του καιρού που εκπέμπονται από τους μετεωρολογικούς δορυφόρους και είναι τοποθετημένες στις περισσότερες χώρες του κόσμου
β) «βλητικός σταθμός»
ναυτ. περιοχή στην ξηρά ή στη θάλασσα η οποία χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της αρχικής και της παραμένουσας ταχύτητας τών βλημάτων τών πυροβόλων
γ) «σταθμός διαταγών»
ναυτ. θάλαμος πολεμικού πλοίου, ο οποίος βρίσκεται χαμηλά και σε προστατευμένη θέση και στον οποίο συγκεντρώνονται τα στοιχεία τών αποστάσεων και διοπτεύσεων του στόχου, όπως αυτά προσδιορίζονται με σκοπεύσεις ή με ραντάρ
δ) «ηλεκτρικός σταθμός»
τεχνολ. σύνολο εγκαταστάσεων με τις οποίες μια μορφή ενέργειας μετατρέπεται σε ηλεκτρική ενέργεια για την εξυπηρέτηση τών τοπικών ή ευρύτερων ενεργειακών αναγκών μιας περιοχής ή μιας ολόκληρης χώρας
ε) «ραδιοφωνικός σταθμός»
(ραδιοηλ.) το σύνολο τών εγκαταστάσεων και μηχανημάτων, καθώς και του προσωπικού που διασφαλίζει τη μετάδοση ραδιοφωνικών εκπομπών, αλλ. ραδιοσταθμός
στ) «τηλεοπτικός σταθμός»
(ραδιοηλ.) το σύνολο τών εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και του προσωπικού με τη συνδρομή τών οποίων πραγματοποιείται η μετάδοση τηλεοπτικών προγραμμάτων
ζ) «τερματικοί σταθμοί»
τεχνολ. σταθμοί πέραν τών οποίων δεν συνεχίζεται η πορεία τών αμαξοστοιχιών
η) «σταθμοί αφετηρίας»
τεχνολ. άλλη ονομασία για τους τερματικούς σταθμούς
θ) «σταθμοί διελεύσεως»
τεχνολ. σταθμοί τους οποίους διασχίζουν οι αμαξοστοιχίες και συνεχίζουν την πορεία τους
ι) «σταθμοί διαλογής»
τεχνολ. σταθμοί που υποδέχονται εμπορικές αμαξοστοιχίες από πολλές κατευθύνσεις για διάλυση τών συρμών και ανασύνθεση νέων αμαξοστοιχιών προς άλλους σταθμούς
ια) «αστυνομικός σταθμός» — αστυνομική υπηρεσία μικρής περιφέρειας καθώς και το οίκημα στο οποίο στεγάζεται
ιβ) «σταθμός παρατηρήσεων»
i) (γεωδ.) γεωδαιτική στάση, στην οποία εκτελούνται παρατηρήσεις υψίστης ακριβείας
ii) στρ. το σημείο του εδάφους σε πεδίο μάχης το οποίο προορίζεται να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις από τον ίδιο τον ηγήτορα
ιγ) «ατομικός σταθμός» ή «πυρηνικός σταθμός» — συγκρότημα που περιλαμβάνει αντιδραστήρα, ατμοστροβίλους, εναλλακτήρες και εγκαταστάσεις μετασχηματιστών, λειτουργεί με πυρηνικά καύσιμα και παράγει ηλεκτρική ενέργεια
ιδ) «θερμικός σταθμός»
(ηλεκτρ.) σταθμός όπου η ηλεκτρική ενέργεια παράγεται από τη θερμική ενέργεια καύσης στερεών, υγρών ή αέριων καυσίμων
ιε) «υδροηλεκτρικός σταθμός» — συγκρότημα έργων και εγκαταστάσεων όπου η δυναμική ενέργεια του νερού μετατρέπεται σε κινητική με την παρεμβολή υδροστροβίλων σε υδατόπτωση και, τέλος, σε ηλεκτρική στους ακροδέκτες γεννητριών
ιστ) «ηλιοθερμικός σταθμός»
(ηλεκτρ.) σταθμός παραγωγής όπου ο ατμός που είναι αναγκαίος για την κίνηση του ζεύγους στρόβιλος-γεννήτρια προέρχεται από ηλιακή θέρμανση νερού με τη βοήθεια ειδικών κατόπτρων
ιζ) «γεωθερμικός σταθμός» — σταθμός όπου ο ατμός παρέχεται από το εσωτερικό του γήινου φλοιού
ιη) «αιολικός σταθμός»
(ηλεκτρ.) σταθμός όπου το ζεύγος στρόβιλος-γεννήτρια στρέφεται μέσω ειδικών φτερωτών με τη βοήθεια του ανέμου
ιθ) «παλιρροϊκός σταθμός»
(ηλεκτρ.) σταθμός όπου χρησιμοποιείται η ισχυρή παλιρροϊκή κίνηση για τη μετατροπή της κινητικής ενέργειας του νερού σε ηλεκτρική
κ) «σταθμός βάσης»
τεχνολ. σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σε συνεχή λειτουργία
κα) «σταθμός αιχμής»
τεχνολ. σταθμός που λειτουργεί μόνο σε ώρες ή εποχές αυξημένης ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας
κβ) «σταθμός ασυρμάτου»
(επικοιν.) ραδιοηλεκτρική εγκατάσταση για τηλεπικοινωνιακές ανάγκες
κγ) «αναμεταβιβαστικός σταθμός»
(επικοιν.) σταθμός ασυρμάτου που λαμβάνει από ορισμένη κατεύθυνση την εξασθενημένη ακτινοβολία μακρινού πομπού και επαναπέμπει προς άλλη κατεύθυνση ενισχυμένη ακτινοβολία για την εξασφάλιση ραδιοηλεκτρικής ζεύξης
κδ) «ανεπίβλεπτος σταθμός» (επικοιν.) αναμεταβιβαστικός σταθμός ασυρμάτου με τις απαραίτητες διατάξεις και τα αναγκαία όργανα ώστε να λειτουργεί με την επέμβαση του προσωπικού επίβλεψης από απόσταση
κε) «κινητός σταθμός»
(επικοιν.) ραδιοηλεκτρικός σταθμός εγκατεστημένος σε αεροπλάνο ή πλοίο
κστ) «σταθμός αναχορηγίας»
στρ. η θέση όπου συγκεντρώνονται κατά τη μάχη τα πυρομαχικά τα οποία στέλνονται από το κέντρο ανεφοδιασμού για να κατανεμηθούν στις μονάδες που βρίσκονται στις γραμμές μάχης
κζ) «σταθμός ανταπόκρισης»
στρ. σημείο τοποθέτησης ομάδας αγγελιαφόρων για τη διαβίβαση διαταγών ή αναφορών τις οποίες φέρνουν άλλοι αγγελιαφόροι
κη) «σταθμός διαβιβάσεων»
στρ. το σύνολο του προσωπικού και τών μηχανημάτων για την αποστολή και λήψη τηλεγραφημάτων
κθ) «σταθμός διοίκησης»
στρ. η θέση όπου είναι εγκατεστημένη η διοίκηση μιας μονάδας στη διάρκεια τών επιχειρήσεων
λ) «σταθμός επίδεσης»
στρ. η θέση όπου παραμένει ο γιατρός της μονάδας και όπου συγκεντρώνονται οι τραυματίες της μάχης
μσν.
συνολικό ποσό
αρχ.
1. οίκημα για στάθμευση και κατάλυμα οδοιπόρων και στρατιωτών («πλησίον ἦν σταθμὸς ἔνθα ἔμελλε καταλύειν», Ξεν.)
2. στάβλος, μάντρα, στάνη («ἁρπάζοντε βόας καὶ ἴφια μῆλα, σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον», Ομ. Ιλ.)
3. φωλιά άγριου ζώου ή πουλιού (α. «εἴθισται δ' ἄγειν τοὺς νεβροὺς ἐπὶ τοὺς σταθμούς», Αριστοτ.
β. «ἄσμινος δὲ τἂν σταθμοῖς ἐν οἰκείοισι κάμψειε γόνυ», Αισχύλ.)
4. κατοικία, ενδιαίτημα ανθρώπων (α. «Οἰνομάου καὶ Πέλοπος ἀπ' εὐκράτων σταθμῶν», Πίνδ.
β. «σταθμοὶ περιμήκεες ἀγροιώταις», Θεόκρ.)
5. λιμάνι ανεφοδιασμού και επισκευής πλοίων
6. πορεία μιας ημέρας που ισοδυναμούσε με 180 στάδια ή 5 παρασάγγες, δηλαδή 27-32 χιλιόμετρα («ἐντεῦθεν ἐξελαύνει σταθμοὺς δύο, παρασάγγας δέκα εἰς Πέλτας», Ξεν.)
7. όρθιος στύλος και κυρίως αυτός που υποβαστάζει τη στέγη («στῆ ῥα παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῑο», Ομ. Οδ.)
8. ο παραστάτης της θύρας («ὧς εἰπών σταθμοῖο παρὰ κληΐδα λιάσθη», Ομ. Οδ.)
9. το κατώφλι της θύρας
10. ο ζυγός, η ζυγαριά
11. μονάδα βάρους
12. μέσος όρος
13. φρ. «σταθμοί βασιλήιοι» — οικήματα κτισμένα κατά μήκος της βασιλικής οδού στα οποία κατέλυε ο βασιλιάς τών Περσών όταν ταξίδευε (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στᾰ του ἵστημι + επίθημα -θμός (πρβλ. αριθμός, πορθμός, ρυθμός). Η λ. σταθμός στην αρχ. χρησιμοποιείται με τρεις βασικές σημ.: α) με τη σημ. «ζυγός, ζυγαριά» (πρβλ. σταθμά, σταθμικός, σταθμίζω) και, σύμφωνα με αυτήν τη σημ., θα μπορούσε να θεωρηθεί συνώνυμο του στάθμη
β) με τη σημ. «όρθιος στύλος, κολόνα, παραστάτης της θύρας» (πρβλ. σταθμόνες)
και γ) με τη σημ. «τόπος για να σταθμεύσει κανείς, στάβλος, φωλιά, κατοικία» (πρβλ. σταθμεύω). Η ποικιλία σημασιών της λ. σταθμός μαρτυρείται ήδη από τη Μυκηναϊκή στον τ. tatomo (που αντιστοιχεί πιθανότατα στη λ. σταθμός) με σημ. «στάβλος, μάντρα για ζώα, παραστάτης της θύρας», αλλά και «ζυγός, ζυγαριά». Η ποικιλία, τέλος, τών σημ. απαντά και στα συνθ. σε -σταθμος, από τα οποία άλλα έχουν την σημ. τών σταθμίζω, ζυγίζω (πρβλ. ισό-σταθμος, αντί-σταθμος, σύ-σταθμος) και άλλα του εγκαθίσταμαι, διαμένω, σταθμεύω (πρβλ. επίσταθμος, βούσταθμος, ναύσταθμος)].

Greek Monotonic

σταθμός: ὁ, πληθ. σταθμοί, αλλά στην Αττ. επίσης σταθμὰ (στῆναι
I. 1. κατάλυμα που προορίζεται για την παραμονή ζώων, Λατ. stabulum, στάβλος, στάνη, μαντρί, σε Ομήρ. Ιλ.· χοιροστάσιο, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ανθρώπους, κατοικία, τόπος διαμονής, σε Ησίοδ., Σοφ.
2. παραπήγματα, καταλύματα για ταξιδιώτες ή στρατιώτες, Λατ. statio, σε Ξεν.
3. στην Περσία, σταθμοί ονομάζονταν οικήματα κατά μήκος της βασιλικής οδού, όπου αναπαυόταν ο βασιλιάς κατά τις περιοδείες του, σε Ηρόδ.· απ' όπου, διαδρομή ή πορεία που διαρκεί μία ημέρα, που ισοδυναμούσε περίπου με πέντε παρασάγγες ή δεκαπέντε μίλια, στον ίδ., σε Ξεν.
4. όπως το Λατ. statio, σταθμός για τα πλοία, ναύσταθμος, σε Ευρ.
II. ο όρθιος στύλος, δοκάρι που υποβαστάζει τη στέγη, κολόνα, σε Ομήρ. Οδ.· παραστάδα της πόρτας, ιδίως στον πληθ., σε Όμηρ., Αττ.
III. 1. ζυγαριά, σε Αριστοφ., Ομήρ. Ιλ.· ἱστᾶσι σταθμῷ τι πρός τι, ζυγίζω κάτι σε σχέση με κάτι άλλο, σε Ηρόδ.
2. βάρος, βαρίδι, ζύγι· σταθμὸν ἔχειν τάλαντον, ζυγίζω ένα τάλαντο, σε Ηρόδ.· απόλ. σε αιτ., ἴσασταθμόν, ισοδύναμα ως προς το βάρος, στο ίδ.· ἡμιπλίνθια σταθμὸν διτάλαντα, κατά το βάρος ίσοι με δύο τάλαντα, στον ίδ.· στον πληθ., ζύγια, βάρη, σε Ευρ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

σταθμός: ὁ, παρ’ Ἀττ. μεθ’ ἑτερογεν. πληθ. σταθμά, Σοφ. Φιλ. 489, Ο. Τ. 1139, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 909, Ξεν. Ἱππ. 4, 3, κτλ.· ἀλλὰ σταθμοὶ ἀπαντᾷ οὐ μόνον παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ καὶ παρ’ Εὐρ. ἐν Ἀνδρ. 280, ἐν Ὀρ. 1474· (περὶ τῆς √ΣΤΑΘ ἴδε σταθερὸς ἐν τέλ.). Τόπος σταθερὸς πρὸς διαμονὴν ζῴων, Λατ. stabulum, στάβλος, μάνδρα, «στάνη», ἱππόστασις, τὸ δὲ ἰδιαίτερον εἶδος δηλοῦται ἐκ τῶν συμφραζομένων ἢ διὰ προσδιορισμοῦ, τὼ μὲν (οἱ δύο λέοντες) ἄρ’, ἁρπάζοντε βόας καὶ ἴφια μῆλα, σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον Ἰλ. Ε. 557· κατὰ σταθμοὺς δύεται [ὁ λέων] αὐτόθι 140, πρβλ. Μ. 304, Σ. 589· κατὰ στ. ποιμνήιον Β. 470· σταθμῷ ἐν οἰοπόλῳ Τ. 377· ἐπὶ χοίρων, Ὀδ. Ξ. 32, 504, κτλ.· ὁ στάβλος τοῦ γρυπὸς τοῦ Ὠκεανοῦ· παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Πρ. 396· ἐπὶ τῆς φωλεᾶς ἢ κοίτης ἐλάφου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 29, 4., 9. 5, 2· - ἐπὶ ἀνθρώπων, κατοικία, διαμονή, πρῶτον παρ’ Ἡσ., ἀπὸ σταθμῶν [Χείρωνος] Θεογ. 294, πρβλ. Πινδ. Ο. 5. 21· Ἀΐδα ὁ αὐτ. ἐν Ο. 10. 110· οὐρανοῦ ἐν Ι. 7 (6). 65, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 489, Εὐρ. Ρῆσ. 293. 2) κατάλυμα πρὸς διαμονὴν ὁδοιπόρων ἢ στρατιωτῶν, Λατ. statio, m…nsi, c…st…a, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 1, κ. ἀλλ. 3) ἐν Περσίᾳ, σταθμοὶ ἐκαλοῦντο τὰ ἐπὶ τῆς βασιλικῆς ὁδοῦ οἰκήματα, ἐν οἷς κατέλυεν ὁ βασιλεὺς ὁδοιπορῶν, σταθμοὶ βασιλήιοι Ἡρόδ. 5. 52., 6. 119, πρβλ. 7. 119, Πλουτ. Ἀρτοξ. 25· ὅθεν ἐν σχέσει πρὸς τὴν Περσικὴν χώραν εἶναιλέξις ἐν χρήσει ἐπὶ ἀποστάσεως σημαίνουσα γενικῶς μιᾶς ἡμέρας ὁδόν, μιᾶς ἡμέρας πορείαν ἰσοδυναμοῦσαν κατὰ μέσον ὅρον πρὸς 5 περίπου παρασάγγας ἢ 150 στάδια, ἐπειδὴ τὸ μῆκος τοῦ σταθμοῦ ἦτο μικρότερον ἢ μεγαλείτερον κατὰ τὴν φύσιν τοῦ ἐδάφους, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 53, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 10-20, καὶ Sturz Λεξ. Ξεν. 4) ὡς τὸ Λατ. statio, σταθμὸς πλοίων, Εὐρ. Ρῆσ. 43, Λυκόφρ. 290, 1371, ΙΙ. στῦλος ὄρθιος ἱστάμενος, συχν. παρ’ Ὁμ.· ἐνίοτε λέγεται ἐπὶ τοῦ κυρίου στύλου τοῦ ὑποβαστάζοντος τὴν στέγην, παρὰ σταθμὸν τέγεος Ὀδ. Α. 333, Θ. 458, Σ. 209· παρὰ στ. μεγάροιο Ρ. 96, πρβλ. Χ. 20, 257· ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ι. Τ. 49· - ὡσαύτως λέγεται ἐπὶ τοῦ παραστάτου τῆς θύρας, Ὀδ. Δ. 838, Ρ. 340· καὶ ἐν τῷ πληθ. ὡς τὸ παραστάδες, ἀργύρεσι σταθμοὶ ἐν χαλκέῳ ἔστασαν οὐδῷ Ὀδ. Κ. 62, Ἰλ. Ξ. 167, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 1. 179, Σοφ. Ἠλ. 1331, Εὐρ. Ὀρ. 1474· βραδύτερον ἐπὶ τοιαύτης σημασίας ἐτίθετο ὁ πληθ. σταθμά, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 999, Ἀριστοφ. Ἀχ. 449· στ. θυράων Θεόκρ. 24. 14. ΙΙΙ. (ἵστημι Α. IV) ὁ ζυγός, ἡ «ζυγαριά», «στατέρι», «καντάρι», γυνὴ ... σταθμὸν ἔχουσα Ἰλ. Μ. 434· ἱστᾶν σταθμῷ τι πρός τι, ζυγίζω τι πρός τι ἄλλο, Ἡρόδ. 2. 65· ἄγειν ἐπὶ τὸν στ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1365· ἐμβὰς ἐς τὸν στ. αὐτόθι 1407· ἕλκειν σταθμόν, βαρύνω, «ζυγίζω» τόσον, Ἡρόδ. 1. 50, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 1. 2) βάρος, «δράμια», στ. σίτου Ἡρόδ. 2. 168· σταθμὸν ἔχειν τάλαντον, ἔχω βάρος ταλάντου, ὁ αὐτ. 1. 14· διαφέρειν ἐν τῷ σταθμῷ Ἱππ. π. Ἀέρ. 280· ἀπολ. κατ’ αἰτ., ἀναθήματα ἴσα σταθμὸν τοῖς…, ἴσα κατὰ τὸ βάρος πρός…, Ἡρόδ. 1. 92· ἡμιπλίνθια σταθμὸν διτάλαντα, κατὰ τὸ βάρος ἴσα πρὸς δύο τάλαντα, αὐτόθι 50· σταθμὸν Βαβυλώνιον τάλαντον, ἓν τάλαντον, κατὰ τὸ Βαβυλωνιακὸν βάρος, ὁ αὐτ. 3. 89, πρβλ. Θουκ. 2. 13· μυρίος χρυσοῦ σταθμὸς Εὐρ. Βάκχ. 811· σταθμός τινος ἦν τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 30, 7· νόμισμα ... ὁρισθὲν μεγέθει ἢ σταθμῷ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 1. 9, 8· - ἐν τῷ πληθ., βάρη, «ζύγια», ἐφηῦρε ... σταθμῶν ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα Σοφ. Ἀποσπ. 379, πρβλ. Ψήφισμ. παρ’ Ἀνδοκ. 11. 25, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 10, κτλ.· μέτρα ... καὶ μέρη σταθμῶν Εὐρ. Φοίν. 541, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1040, Πλάτ. Νόμ. 757Β· μέτρα ... καὶ σταθμὰ αὐτόθι 746Ε. 3) βάρος ὡρισμένον καὶ ἐπίσημον πρὸς στάθμησιν τηρούμενον ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψιν τοῦ δημοσίου, «καντάρι», Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 38, κ. ἀλλ.· πρβλ. Böckh σ. 165, § 2, Ἡσύχ.

Middle Liddell

σταθμός, σταθμοῦ, ὁ, στῆναι
I. a standing place for animals, Lat. stabulum, a stable, fold, Il.: a stye, Od.: of men, a dwelling, abode, Hes., Soph.
2. quarters, lodgings for travellers or soldiers, Lat. statio, Xen.
3. in Persia, σταθμοί were stations on the royal road, where the king rested, Hdt.: hence a day's journey, day's march, averaging about 5 parasangs or 15 miles, Hdt., Xen.
4. like Lat. statio, a station for ships, Eur.
II. an upright post, the bearing pillar of the roof, Od.: a door-post, especially in plural, Hom., Attic
III. the balance, Ar., Il.; ἱστᾶν σταθμῷ τι πρός τι to weigh one thing against another, Hdt.
2. weight, σταθμὸν ἔχειν τάλαντον to weigh a talent, Hdt.; absol. in acc., ἴσα σταθμόν equal in weight, Hdt.; ἡμιπλίνθια σταθμὸν διτάλαντα two talents in or by weight, Hdt.:—in pl. weights, Eur., etc.

English (Woodhouse)

fold, pillar, stable, door post, fold for sheep, on a journey, pair of scales, stage on a journey

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

dwelling

Arabic: مَنْزِل‎, سَكَن‎; Moroccan Arabic: سكنة‎; Azerbaijani: mənzil, ev; Basque: bizileku, bizitoki; Belarusian: жыллё; Bengali: মকান, মঞ্জিল; Bulgarian: жилище; Catalan: habitatge, vivenda; Central Sierra Miwok: ˀu·ču-; Chinese Mandarin: 住宅, 住所; Czech: obydlí; Danish: bolig, bopæl; Dutch: woning, woonst; Esperanto: loĝejo; Finnish: asunto, asumus; French: domicile, habitation; Galician: eido, vivenda, moranza, moradía, soxorno, lar; German: Wohnsitz, Wohnung, Behausung, Wohnstätte; Gothic: 𐌱𐌰𐌿𐌰𐌹𐌽𐍃; Ancient Greek: ἀναστροφή, δίαιτα, δῶ, δῶμα, ἕδος, ἕδρα, ἕδρανον, ἐμβιωτήριον, ἐνδιαιτητήριον, ἐνοίκιον, ἑστία, ἤθη, θεράπνη, κατοικία, οἴκημα, οἴκησις, οἰκητήριον, οἰκία, οἶκος, σκήνωμα, σταθμός, στέγα, στέγη; Hebrew: דירה‎, דיור‎, מגורים‎, שכן‎; Hungarian: lakás, lakóhely, otthon, lak; Ido: lojeyo; Italian: abitazione, residenza, dimora; Japanese: 居留, 住居, 住宅; Korean: 주거, 주택, 거류; Latin: domicilium; Low German: Wahnung, Wahnen, Wahnsitt; Macedonian: живеалиште; Manchu: ᠪᠣᠣ; Maori: tuohunga; Middle English: dwellynge, herberwe; Norman: d'meuthe; Old Norse: bo, bú; Old Turkic: 𐰋‎; Orok: дуку; Pashto: کور‎, خونه‎; Plautdietsch: Wonunk; Polish: mieszkanie; Portuguese: domicílio, moradia; Romanian: locuință, domiciliu; Russian: жилище, жильё; Scottish Gaelic: còmhnaidh; Slovak: obydlie; Slovene: bivališče, domovanje; Spanish: domicilio, morada, residencia, casa; Swedish: bostad, boning; Thai: ชุมรุม, ทำเนียบ, เวสน์; Turkish: ev, konut; Ugaritic: 𐎎𐎌𐎋𐎐𐎚; Ukrainian: житло, помешкання; Vietnamese: chổ ở; Walloon: dimorance, lodjisse

stable

Arabic: حَظِيرَة, اِسْطَبْل; Egyptian Arabic: زريبة; Hijazi Arabic: إسطبل; Armenian: ախոռ; Asturian: establu; Belarusian: канюшня, стайня, хлеў; Bulgarian: конюшня; Catalan: estable; Chinese Mandarin: 馬厩/马厩, 馬圈/马圈, 馬房/马房, 馬棚/马棚, 馬牢/马牢; Crimean Tatar: aran, dam, ahır; Czech: stáj, konírna, maštal; Danish: stald; Dutch: stal; Esperanto: stalo; Estonian: tall; Finnish: navetta; French: étable, écurie; Friulian: stale; Galician: corte, cortello; Georgian: თავლა, საჯინიბო; German: Stall, Pferdestall; Greek: στάβλος; Ancient Greek: ἀλογοτροφεῖον, ζῳοστάσιον, ἱπποκοινάριον, ἱπποστασία, ἱπποστάσιον, ἱππόστασις, ἱπποτροφεῖον, ἱπποτρόφιον, ἱπποφόρβιον, ἱππών, στάβλον, στάσις, στάσις ἵππων; Icelandic: gripahús, fjós; Ido: kavaleyo; Indonesian: kandang, istal; Irish: stábla; Italian: stalla, scuderia; Japanese: 馬小屋, 厩舎; Korean: 마구간(馬廏間), 축사(畜舍); Latin: stabulum; Latvian: stallis; Macedonian: коњушница, стаја; Malay: kandang; Maori: tēpara; Middle Korean: 멀험; Norwegian Bokmål: stall; Occitan: estable; Old English: steall; Persian: اصطبل; Plautdietsch: Staul; Polish: stajnia; Portuguese: estábulo; Romanian: staul, grajd; Romansch: uigl, nuegl, stalla, stala; Russian: конюшня, хлев, стойло; Sanskrit: पस्त्य, गोत्र, गोष्ठ; Scottish Gaelic: stàball; Serbo-Croatian Cyrillic: ста̏ја, шта̏ла, стајница, коњу̀ша̄рница; Roman: stȁja, štȁla, stájnica, konjùšārnica; Sicilian: stadda; Slovak: stajňa, maštaľ; Slovene: hlev; Spanish: establo, cuadra, caballeriza; Swahili: imarika; Swedish: stall; Tagalog: kuwadra; Tatar: ат абзары; Telugu: కొట్టము; Turkish: ahır; Udmurt: вал гид, гид; Ukrainian: стайня, кінниця, конюшня, хлів, кошара, саж; Venetian: stała, stala, scudarìa; Vilamovian: śtoł; Volapük: lecek; Walloon: ståve