3,273,735
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κομπάζω''': μέλλ. -άσω, = [[κομπέω]], ὡς καὶ νῦν, καυχῶμαι, μεγαλαυχῶ, Αἰσχύλ. Θήβ. 436, Ἀγ. 1671, κτλ.· κ. μέγα Εὐρ. Ἱππ. 978· κ. ἐπί τινι, ὁμιλῶ κομπαστικῶς [[ἐναντίον]] τινός, Αἰσχύλ. Θήβ. 480· ― μετ’ αἰτ., κ. λόγον, ὁμιλῶ μεγάλους λόγους, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1400, κτλ.· κ. [[γέρας]], καυχῶμαι διὰ τὴν θέσιν μου, τὸ ὑπούργημά μου, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 209· οὐ πατρῴαν τὴν τέχνην ἐκόμπασας Σοφ. ἐν Ἠλ. 1500· μέγα τι κ. ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1122· ― μετ’ ἀπαρ., καυχῶμαι ὅτι..., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1130, Εὐρ. Βάκχ. 340· κ. ὡς..., Ξεν. Οἰκ. 10. 3. ― Παθ., [[γίνομαι]] ἀντικείμενον καυχήσεως, φημίζομαι, οὕνεκ’ ὄλβου Εὐρ. | |lstext='''κομπάζω''': μέλλ. -άσω, = [[κομπέω]], ὡς καὶ νῦν, καυχῶμαι, μεγαλαυχῶ, Αἰσχύλ. Θήβ. 436, Ἀγ. 1671, κτλ.· κ. μέγα Εὐρ. Ἱππ. 978· κ. ἐπί τινι, ὁμιλῶ κομπαστικῶς [[ἐναντίον]] τινός, Αἰσχύλ. Θήβ. 480· ― μετ’ αἰτ., κ. λόγον, ὁμιλῶ μεγάλους λόγους, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1400, κτλ.· κ. [[γέρας]], καυχῶμαι διὰ τὴν θέσιν μου, τὸ ὑπούργημά μου, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 209· οὐ πατρῴαν τὴν τέχνην ἐκόμπασας Σοφ. ἐν Ἠλ. 1500· μέγα τι κ. ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1122· ― μετ’ ἀπαρ., καυχῶμαι ὅτι..., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1130, Εὐρ. Βάκχ. 340· κ. ὡς..., Ξεν. Οἰκ. 10. 3. ― Παθ., [[γίνομαι]] ἀντικείμενον καυχήσεως, φημίζομαι, οὕνεκ’ ὄλβου Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 64· [[φόβος]]... κομπάζεται, θρυλεῖται, Αἰσχύλ. Θήβ. 500· τίνος δὲ… [[παῖς]] πατρὸς κομπάζεται; τίνος πατρὸς υἱὸς λέγεται ὅτι [[εἶναι]]; Εὐρ. Ἄλκ. 497, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 64. ― ὡς τὸ [[κομπέω]], σπάνιον παρὰ πεζολόγοις, Λυσ. 105. 2., 107. 27, Ξεν. Συμπ. 4. 19, Οἰκ. ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |