καυσώ: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=καυσῶ, -όω (Α)<br />[[καύσος]]<br /><b>1.</b> [[θερμαίνω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καυσοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) καίγομαι με πολύ [[μεγάλη]] [[θερμότητα]] («στοιχεῑα δὲ καυσούμενα λυθήσονται», ΚΔ)<br />β) [[υποφέρω]] από τον διαλείποντα πυρετό καύσο.
|mltxt=[[καυσῶ]], [[καυσόω]] (Α)<br />[[καύσος]]<br /><b>1.</b> [[θερμαίνω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[καυσοῦμαι]], [[καυσόομαι]]<br />α) καίγομαι με πολύ [[μεγάλη]] [[θερμότητα]] («στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσονται», ΚΔ)<br />β) [[υποφέρω]] από τον διαλείποντα πυρετό καύσο.
}}
}}

Latest revision as of 20:06, 29 January 2022

Greek Monolingual

καυσῶ, καυσόω (Α)
καύσος
1. θερμαίνω
2. παθ. καυσοῦμαι, καυσόομαι
α) καίγομαι με πολύ μεγάλη θερμότητα («στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσονται», ΚΔ)
β) υποφέρω από τον διαλείποντα πυρετό καύσο.