3,274,789
edits
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεπτός''': -ή, -όν, ([[λέπω]]) ἐκλελεπισμένος, «ξεφλουδισμένος», [[ῥίμφα]] τε λέπτ’ ἐγένοντο, ἐπὶ κριθῆς ἡλωνισμένης, Ἰλ. Υ. 497· σπάνιον ἐν τῇ κυριολεκτικῇ σημασίᾳ, πρβλ. [[λεπτύνω]] Ι. 2. 2) «[[λεπτός]]», [[μικρός]], ἐκ μικροτάτων μορίων ἀποτελούμενος, κονίη Ψ. 506· [[κόνις]] Σοφ. Ἀντ. 256· [[τέφρα]] Ἀριστοφ. Νεφ. 177· λεπτοῖς ἁλσὶ Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 3. 5· | |lstext='''λεπτός''': -ή, -όν, ([[λέπω]]) ἐκλελεπισμένος, «ξεφλουδισμένος», [[ῥίμφα]] τε λέπτ’ ἐγένοντο, ἐπὶ κριθῆς ἡλωνισμένης, Ἰλ. Υ. 497· σπάνιον ἐν τῇ κυριολεκτικῇ σημασίᾳ, πρβλ. [[λεπτύνω]] Ι. 2. 2) «[[λεπτός]]», [[μικρός]], ἐκ μικροτάτων μορίων ἀποτελούμενος, κονίη Ψ. 506· [[κόνις]] Σοφ. Ἀντ. 256· [[τέφρα]] Ἀριστοφ. Νεφ. 177· λεπτοῖς ἁλσὶ Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 3. 5· συχν. παρ’ Ἱππ., πρβλ. Foës. Oecon. 3) [[λεπτός]], συχν. παρ’ Ὁμ., κατὰ τὰ πλεῖστον ἐπὶ ἐνδυμάτων καὶ τῶν ὁμοίων, ὀθόναι Ἰλ. Σ. 595· πέπλοι, [[φᾶρος]] Ὀδ. Η. 97., Κ. 544· ἀράχνια Θ. 280· [[μήρινθος]] Ἰλ. Ψ. 854· [[προσέτι]], λεπτότατος χαλκὸς Υ. 275· ῥινὸς βοὸς [[αὐτόθι]] 276· χαλκὸς καὶ δόνακες Πινδ. Π. 12. 44· - οὕτω καὶ ἐν Εὐρ. Μηδ. 949· Θουκ. 2. 49, κτλ.· λεπτὰ τὰ [[πρῴραθεν]] ἔχειν, ἐπὶ πλοίων, ἔχω τὰ κατὰ τὴν πρῷραν μέρη λεπτὰ καὶ ἀσθενῆ, Θουκ. 7. 36. 4) ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἰσχνός]], [[ἀδύνατος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[παχύς]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 784· ἐγὼ δὲ λεπτὴ κἀσθενὴς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 839· σοφιστῶν λεπτῶν, ἀσίτων Ἀντιφ. ἐν «Κλεοφάνει» 1. 4· οὕτω, λ. χεὶρ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 495· [[στῆθος]] Ἀριστοφ. Νεφ. 1017· [[τράχηλος]] Ξεν. Κύρ. 5. 30· λεπτὸς τοῖν σκελοῖν Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 2· λ. ὑπὸ μεριμνῶν Πλάτ. Ἀντερασταὶ 134Β· ἐπὶ ζῴων, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 11· - [[ὡσαύτως]] [[ἰσχνός]], [[ἀδύνατος]], [[δάκτυλος]] Πλάτ. Πολ. 523D· ἀπολήγειν εἰς λ., ἐπὶ τῶν δακτύλων ἀνδριάντος ἢ ἀγάλματος, Λουκ. Εἰκόνες 6. 5) ἐπὶ διαστήματος ὡς τὸ λεπτὴ δ’ [[εἰσίθμη]], στενὴ [[εἴσοδος]] (εἰς λιμένα), Ὀδ. Ζ. 264· ἐπὶ λεπτόν, εἰς στενήν, λεπτὴν γραμμήν, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 46, Πολύβ. 3. 115. 6. 6) [[καθόλου]], [[μικρός]], [[λεπτός]], λεπτὴ [[μῆτις]] Ἰλ. Κ. 226., Ψ. 590· ἐλπὶς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1244, πρβλ. [[ὀχέω]] ΙΙ. 3· [[ἀσφάλεια]] Δημ. 1472. 14· λ. ἴχνη, ὀλίγα, ἀμυδρὰ ἴχνη, Ξεν. Κυν. 5, 5· [[λεπτὸν]] [[οὖας]], ἐπὶ τοῦ ὠτὸς μικροῦ παιδίου, Σιμων. 37. 14· τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, μικρὰ κτήνη, δηλ. πρόβατα καὶ αἶγες, κοινῶς «γιδοπρόβατα», Ἡρόδ. 8. 137· λ. πλοῖα, μικρά, ὁ αὐτ. 7. 36· ἄκραι λ., μικρὰ ἀκρωτήρια, ὁ αὐτ. 8. 107· λ. κλιμάκια Ἀριστοφ. Εἰρ. 69· τὸ λεπτότατον τοῦ χαλκοῦ νομίσματος Πλουτ. Κικ. 29· [[ἀργύριον]] Ρόδιον λ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2693e. 11, f. 1· ἴδε [[λεπτὸν]] ΙΙ· - Ἐπίρρ., λεπτῶς ζῆν, πτωχῶς, πενιχρῶς, Μένανδ. ἐν Μονοστίχ. 682. 7) ἐλαφρὸς, [[κοῦφος]], [[μικρός]], λεπταῖς ὑπαὶ κώνωπος... ῥιπαῖσι Αἰσχύλ. Ἀγ. 892· λ. πνοαί, ἐλαφρὰ [[αὔρα]], Εὐρ. Ι. Α. 813· λεπταῖς ἐπὶ ῥοπαῖσι, ἐπὶ μικρᾶς τροπῆς τῆς τύχης, Σοφ. Ἀποσπ. 499. 8) ἐπὶ μεγέθους ἢ ποιότητος, λ. πυρίδια, σμικρά, ὀλίγα, Ἀριστοφ. Λυσ. 1207· λ. κύλικες Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 5· ― οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Θεόκρ. 3. 21. 9) ἐπὶ ὑγρῶν, [[λεπτός]], Ἱππ. 412. 36· λεπτὰ ἀνεμέειν ὁ αὐτ. 169Β· λ. [[οἶνος]], ἐλαφρὸς [[οἶνος]], Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 18. 10) κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ [[λεπτομερής]], συγκείμενος ἐξ ὀλίγων ἢ λεπτῶν μερῶν, ὅσῳ λεπτότερον ἀὴρ ὕδατος Ἀριστ. Φυσ. 4. 8, 9, πρβλ. π. Οὐρ. 3. 5, 3, κ. ἀλλ. ΙΙ. μεταφ. [[λεπτός]], [[ἱκανός]], εὐφυής, [[ἀκριβής]], [[νοῦς]] Εὐρ. Μήδ. 529· λεπτότεροι μῦθοι [[αὐτόθι]] 1081· λεπτότατοι λῆροι Ἀριστοφ. Νεφ. 359· λ. μηχανᾶσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 445· λ. λογιστὴς ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 318· λ. καὶ ἀκριβὴς Ἀντιφῶν 124. 13· ἐς τὰς τέχνας παχέες, οὐ λεπτοὶ Ἱππ. 295. 25· λόγοι λεπτοί... τρέφουσ’ ἐκείνους Ἄλεξ. ἐν «Ταραντίνοις» 1. 8· πρβλ. [[λεπτολόγος]]· ― [[οὕτως]] ἐπίρρ., λεπτῶς μεριμνᾶν Πλάτ. Πολ. 607C· λ. καὶ πυκνῶς ἐξετάζειν Ἄμφις ἐν «Φιλαδέλφοις» 1. 5· συγκρ. λεπτοτέρως, Ἀναξανδρ. ἐν «Ὁπλομάχῳ» 2· ― [[ὡσαύτως]], κατὰ λεπτόν, ἐν λεπτομερείᾳ, εὐφυῶς, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 18, 2, Φρύν. ἐν Α. Β. 48. 16, Φώτ. ἐν λ. [[νιφετός]]· πρβλ. [[καταλεπτολογέω]]· ― τὰ κατὰ λεπτόν, τὸ [[ὄνομα]] ποιημάτων τινῶν τοῦ Ἀράτου, [[ἴσως]] = elegantiae, Arati Vita σ. 55 Westerm., Στράβ. 486. 2) ἔχων λεπτὰ αἰσθήματα, [[εὐαίσθητος]], Schäf. εἰς Διον. π. Συνθήκ. σ. 246. 3) σπανίως ἐπὶ τῆς φωνῆς, [[λεπτός]], [[ἡδύς]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 7, Λυκόφρ. 687· οὐδ. ὡς ἐπίρρ., [[λεπτὸν]] ἀμφιτιττυβίζειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 235· ἐπὶ ἤχου, Ἀνθ. Π. 11. 352· πρβλ. [[λεπταλέος]]. 4) ἐπὶ ὀσμῆς, Πλάτ. Τίμ. 66Ε. 5) ἐπὶ προσώπων, οἱ λεπτοί, οἱ πένητες, Πολύβ. 25. 8. 3. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |