3,274,917
edits
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλίγος''': [ῐ], -η, -ον, Ταραντῖν. [[ὀλίος]], ὃ ἴδε: (ἴδε ἐν τέλ.): - ἐπὶ ἀριθμοῦ ἢ ποσότητος, [[ὀλίγος]], [[σπάνιος]], [[μικρός]], ἀντίθετ. τῷ [[πολύς]], | |lstext='''ὀλίγος''': [ῐ], -η, -ον, Ταραντῖν. [[ὀλίος]], ὃ ἴδε: (ἴδε ἐν τέλ.): - ἐπὶ ἀριθμοῦ ἢ ποσότητος, [[ὀλίγος]], [[σπάνιος]], [[μικρός]], ἀντίθετ. τῷ [[πολύς]], συχν. παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Ἀττ., ἀλλὰ σπάνιον παρὰ τοῖς Τραγ.· ὀλίγα κακὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 330· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τόπου ἢ διαστήματος, Ἰλ. Κ. 161, κτλ.· καὶ ἐπὶ χρόνου, Τ. 157., Ψ. 418, Πίνδ., κτλ.· ἐν βραχεῖ τε κὠλίγῳ χρόνῳ Σοφ. Ἀποσπ. 572. - Ἐν ταῖς ὀλιγαρχίαις οἱ ἔχοντες τὴν ἀρχὴν ἐκαλοῦντο οἱ ὀλίγοι, Θουκ. 6. 38., 8. 9, κτλ.· ἡ ὑπὸ τῶν ὀλ. [[δυναστεία]], αἱ διὰ τῶν ὀλ. δυναστεῖαι Πλάτ. Πολιτικ. 291D, Δημ. 1396. 21· [[οὕτως]], ἑνὸς καὶ πλήθους τὸ ὀλ. [[μέσον]] Πλάτ. Πολιτικ. 303Α. 2) μετ’ ἀπαρ., ὀλίγους ... στρατιῇ τῇ Μήδων συμβαλέειν Ἡρόδ. 6. 109. πρβλ. 7. 207· μὴ ... αἱ σφέτεραι [[δέκα]] [[νῆες]] ὀλίγαι ἀμύνειν ὦσιν Θουκ. 1. 50. ΙΙ. ἐπὶ μεγέθους, [[ὀλίγος]], [[μικρός]], ἀντίθετ. τῷ [[μέγας]], Ἰλ. Ξ. 376, Ὀδ. Κ. 94, κλ.· ὀλίγῃ ὀπί, μετὰ μικρᾶς, ἀσθενοῦς φωνῆς, Ξ. 492· [[ὀλίγος]] [[κῶρος]], μικρὸς [[παῖς]], Θεόκρ. 1. 47· ἡ [[σημασία]] αὕτη [[εἶναι]] πολλῷ ἧττον κοινὴ τῆς πρώτης καὶ [[εἶναι]] [[σπανία]] ἐν τῇ πεζογραφίᾳ, Valck. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 530. 2) [[ἐνίοτε]] ἔχει σημασίαν κειμένην μεταξὺ τῆς τοῦ μεγέθους καὶ τῆς ποσότητος, ὀλ. [[ἄχθος]] Ἰλ. Μ. 452· [[δόσις]] Ὀδ. Ζ. 208· ὀλ. ἢ οὐδὲν Πλάτ. Ἀπολ. 23Δ· οὐδὲν ἢ ὀλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 5, 7. 3) ἐπὶ βαθμοῦ, ὀλ. καὶ [[μέγας]], μικροῦ καὶ μεγάλου βαθμοῦ, Καλλῖν. 1. 17. ΙΙΙ. Ὁ Ὅμ. ἔχει [[συχνάκις]] τὸ οὐδ. ὀλίγον, ὡς ἐπίρρ., μετὰ ῥημάτων, ὀλίγον παρακλίνας Ἰλ. Ψ. 424, πρβλ. Λ. 52· φροντίσας Εὐρ. Κύκλ. 163· προελθὼν Πλάτ. Πρωτ. 339D· [[οὕτως]] οὐδ. πληθυντ., ἠκροβολίσαντο ὀλίγα Θουκ. 3. 73. 2) μετὰ συγκρ. ἐπιθ., ὀλίγον προγενέστερος Ἰλ. Ψ. 789· ὀλ. ἧσσον Ὀδ. Ο. 364 στιβαρώτερος οὐκ ὀλ. περ Θ. 187· φέρτερος οὐκ ὀλ. περ Ἰλ. Τ. 217· οὕτω, ὀλ. τι πρότερον Ἡρόδ. 4. 81, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 262Β, κτλ.· ὀλ. [[ὕστερον]] ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 454Β, κτλ.· ἀλλὰ ὀλίγῳ [[εἶναι]] κοινότερον μετὰ συγκρ. παρὰ πεζογράφοις, Ἡρόδ. 4. 79., 7. 113, Πλάτ. Γοργ. 460C, Πολ. 327, κτλ. IV. Ἰδιαίτεραι φράσεις: 1) ὀλίγου [[δεῖν]], σχεδὸν (ἴδε ἐν λ. δεῖ ΙΙ), ὀλίγου ἐδέησε καταλαβεῖν, ὀλίγον μόνον ἔλειψε νὰ καταλάβῃ, Ἡροδ. 7. 10. 3· - [[ἐντεῦθεν]] μόνον ὀλίγου, [[σχεδόν]], παρ’ ὀλίγον, ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο Ὀδ. Ξ. 37, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 348, 381, Νεφ. 722, Λυσίας 141. 15, Πλάτ. Πρωτ. 361C, Δημ. 448. 24, κτλ.· ὀλίγου (ἢ ὀλίγῳ) ἐς χιλίους, σχεδὸν 1000, Θουκ. 4. 124· ὀλίγου ἦλθον [[ἑλεῖν]] (ἴδε κατωτ. 8) Παυσ. 1. 13, 6, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 184 κἑξ. 2) δι’ ὀλίγου (δηλ. χώρου), εἰς ὀλίγην ἀπόστασιν, Αἰσχύλ. Θήβ. 762, Εὐρ. Φοίν. 1098, Θουκ. 2. 89., 3. 21· - [[ὡσαύτως]], δι’ ὀλίγου (δηλ. χρόνου), ἐντὸς ὀλίγου χρόνου, αἰφνιδίως, ὁ αὐτ. 2. 85, 6. 11, κτλ.· - [[ἀλλά]], β) δι’ ὀλίγων, μὲ ὀλίγας λέξεις, Λατ. paucis, Πλάτ. Φίληβ. 31D, κτλ.· ἴδε κατωτ. VI. 2. 3) ἐν ὀλίγῳ (δηλ. χώρῳ, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 70), ἐντὸς μικροῦ διαστήματος, ἐντὸς μικρᾶς περιοχῆς, ἐν ὀλ. στρατοπεδευομένοις Θουκ. 4. 26, πρβλ. 96· εἰς ταὐτὸ πάντα ... ἀθροίσαντα ἐν ὀλ. Δημ. 33. 18· - [[ὡσαύτως]], ἐν ὀλίγῳ (δηλ. χρόνῳ), ἐντὸς ὀλίγου χρόνου, Πινδ. Π. 8. 131· ἀλλὰ καί, [[ταχέως]], ἐν τάχει, [[ἔγνων]] καὶ περὶ ποιητῶν ἐν ὀλ. τοῦτο Πλάτ. Ἀπολ. 22Β· ὁμοία [[εἶναι]] ἡ [[ἔννοια]] τοῦ ἐν ὀλίγῳ, ἐν ταῖς Πράξ. Ἀποστ. κϛ΄, 28. β) ἐν ὀλίγοις, εἷς μεταξὺ ὀλίγων, δηλ. εἰς ὑπερβολήν, [[σφόδρα]], ποταμὸς [[μέγας]] ἐν ὀλ. Ἡρόδ. 4. 52· ἐν ὀλίγοισι Περσέων ... ἀνὴρ [[δόκιμος]] ὁ αὐτ. 9. 41· [[συχνάκις]] παρὰ τοῖς μεταγενεστ., Ἡλιόδ. 3. 1, Πλουτ. Πομπ. 10, ἴδε Hemst. εἰς Λουκ. π. Ἐνυπν. 2· οὕτω, σὺν ὀλίγοις, ἴδε κατωτ. 9. 4) ἐξ ὀλίγου = δι’ ὀλίγου, ἐπὶ χρόνου, ἐξ ὀλίγου καὶ δι’ ὀργῆς Θουκ. 2. 11, πρβλ. 61., 4. 108, κτλ. 5) ἐς ὀλίγον, ὡς τὸ παρ’ ὀλίγον, παρὰ μικρόν, μικροῦ [[δεῖν]] …, ἐς ὀλίγον ἀφίκετο τοῦ νικηθῆναι ὁ αὐτ. 4. 129. 6) ἐπ’ ὀλίγον, «δι’ ὀλίγον καιρόν», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 5, 1, Ἡρῳδιαν., κτλ. 7) κατ’ ὀλίγον, «ὀλίγον κατ’ ὀλίγον», Θουκ. 1. 69, Πλάτ. Τίμ. 85D, Λουκ. Τίμ. 4, κτλ.· ἀλλὰ τὸ ἐπίθετ. [[συχνάκις]] λαμβάνει τὸ γένος καὶ τὸν ἀριθμὸν τοῦ οὐσιαστικοῦ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, κατ’ ὀλίγους Ἡρόδ. 2. 93., 8. 113· οὗτοι κατ’ ὀλίγους γιγνόμενοι ἐμάχοντο, ὀλίγοι [[ἑκάστοτε]], κατὰ μικρὰς ὁμάδας, ὁ αὐτ. 9. 102, πρβλ. Θουκ. 4. 10, Πλάτ. Θεαίτ. 197D. 8) μετ’ ὀλίγον τούτων, ὀλίγον μετὰ [[ταῦτα]] …, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 2. 9) παρ’ ὀλίγον, ὡς τὸ ὀλίγου, «ὀλίγον ἔλειψε να …», [[σχεδόν]], Εὐρ. Ι. Τ. 872· παρ’ ὀλίγον ἦλθε τοῦ μὴ ἐκπεσεῖν Πολύβ. 2. 55, 4, πρβλ. 18. 29, 12· - [[ἀλλά]], β) παρ’ ὀλίγον ποιοῦμαι, θεωρῶ ὡς μικρᾶς σημασίας καὶ ὀλίγης προσοχῆς ἄξιον, ἴδε παρὰ Γ. Ι. 5. β. 10) σὺν ὀλίγοις = ἐν ὀλίγοις, Πλουτ. Γάλβ. 3· ἴδε ἀνωτ. IV. 3. β. V. Τὸ Ἐπίρρ. [[ὀλίγως]], [[εἶναι]] σπάνιον, καὶ ἀντ’ [[αὐτοῦ]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ ὀλίγον ἢ ὀλίγῳ, οὐκ [[ὀλίγως]] Ἀνθ. Π. 12. 205. VI. Βαθμοὶ παραθέσεως: 1) τὸ συγκριτικὸν συνήθως ἀναπληροῦται διὰ τοῦ [[μείων]], [[ἥσσων]] ἢ [[ἐλάσσων]]· ὁ [[τύπος]] [[ὀλίζων]], ον, γεν. ονος, ἐσχηματισμένος κατὰ τὸ μείζων, ([[μέγας]]), ἐν χρήσει ἀείποτε ἐπὶ σμικρότητος ἀπαντᾷ [[μάλιστα]] παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρίνοις ποιηταῖς, Καλλ. εἰς Δία 71, Νικ. Θηρ. 372, Ἀνθ. Π. 9. 521· ἀλλ’ ἀνεγνώσθη ἤδη, τοῖσι ... ὀλείζοσι (οὕτω) μυστηρίοις ἐν παλαιᾷ τινι Ἀττ. ἐπιγραφῇ, (Ἐπιγρ. Βρετ. Μουσ. 2Β. 34), πρβλ. [[ὀλείζων]]· καὶ τὸ σύνθετ. ὑπολίζοντες ἀπαντᾶ ἐν Ἰλ. Σ. 519 ἀντὶ τοῦ ὀλίζωνες, ἐν Νικ. Θ. 123, ὁ Bentl. ἀναγινώσκει [[ὀλιζότερος]], ὡς ἐν Ἀλεξιφ. 479, Ὀππ. Κυν. 3. 65, 394· - ὁ ὁμαλὸς [[τύπος]] ὀλιγώτερος πρῶτον παρὰ τῷ Αἰλ. π. Ζ. 2. 42., 6. 51. 2) Ὑπερθ. [[ὀλίγιστος]], -η, -ον, (ἐσχηματισμένον κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὰ κάκιστος, [[φίλιστος]], κτλ.), ἀείποτε ἐπὶ ἀριθμοῦ ἢ ποσότητος, Ἰλ. Τ. 223, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 721· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀττ., ὡς Ἀριστοφ. Βάτρ. 115, Πλ. 628, Πλάτ. Πολ. 473Β, κ. ἀλλ. - ὀλιγίστου, ὑπερθ. τοῦ ὀλίγου, (πρβλ. IV. 1), «παρὰ μικρόν», Φώτ. Ἡσύχ.· - ὀλίγιστον ἢ τὸ ὀλίγιστον, ὡς Ἐπίρρ., Λατ. minime, Πλάτ. Πολ. 587Β, Παρμ. 149Α· ὡς ὀλίγιστα Γοργ. 510Ε, Νόμ. 953Α· οὕτω, δι’ ὀλιγίστων ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 351D· (Πρὸς τὰ ὀλίγος, ὀλίζων (δηλ. ὀλιγίων), ὀλιγοστός, ὀλιγάκις, πρβλ. Σανσκρ. liś, liś-yê (parvus fio), leś-as (ἐπίθετ. parvus, paucus)· Ἀρχ. Πρωσσ. lik-rets, (ὀλίγον)· ἄρα τὸ ὀ- [[εἶναι]] εὐφων., καὶ ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει λιζὸν ([[γραπτέον]] λίζον) = ἔλαττον, λιζῶνες, λίζονες;) = ἐλάττονες. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |