πράσον: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πράσον:''' (ᾰ) τό бот. порей или лук-порей Batr., Arph., Arst.
|elrutext='''πράσον:''' (ᾰ) τό бот. порей или лук-порей Batr., Arph., Arst.
}}
{{grml
|mltxt=το / [[πράσον]], ΝΑ<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] του, [[κατά]] τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], διετούς ποώδους φυτού Αllium porrum, που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[λιλιίδες]] και χρησιμοποιείται στη [[μαγειρική]] και του οποίου ο [[χυμός]] [[είναι]] [[διουρητικός]] ενώ το μαλακτικό [[σιρόπι]] του [[είναι]] αντιβηχικό [[φάρμακο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τον έπιασαν στα πράσα» — τον έπιασαν επ' αυτοφόρω τη [[στιγμή]] που έκανε [[κάτι]] ([[συνήθως]] [[κακό]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> θαλάσσιο [[φυτό]] που απαντά στη Μεσόγειο και στον Ατλαντικό<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «φύλλῳ πράσου τὸ τῶν ἐρώντων συνδέεται [[βαλάντιον]]» — το [[βαλάντιο]], η [[τσέπη]], τών ερωτιάρηδων συνδέεται με ένα [[πρασόφυλλο]] (Κωμ. Αδέσπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]] πρόκειται για [[δάνειο]] μεσογειακής προέλευσης, παράλληλο με το λατ. <i>porrum</i> «[[πράσο]]». Η [[αναγωγή]] του ελλ. [[πράσον]] και του λατ. <i>porrum</i> σε ΙΕ τ. <i>prsom</i> προσκρούει σε μορφολογικά προβλήματα, όπως [[είναι]] η [[διατήρηση]] του ενδοφωνηεντικού -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[δασύς]] και λατ. <i>[[densus]]</i>)].
}}
}}
{{etym
{{etym