περιελίσσω: Difference between revisions

m
Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ"
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[τυλίγω]] [[κάτι]] [[γύρω]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[περιβάλλω]], [[τυλίγω]] με λεπτή [[δετηρία]] [[άλλο]] χοντρότερο [[σχοινί]], κν. [[πατερνάρω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περιελισσόμενα φυτά» — τα αναρριχώμενα φυτά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> περιστρέφομαι, κουλουριάζομαι [[γύρω]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κατασκευάζω]] [[γύρω]] [[γύρω]], [[κατασκευάζω]] [[ολόγυρα]] («διαδρομὰς ἰχθυοτρόφους τοῖς οἰκητηρίοις περιελίσσοντος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[στράτευμα]]) [[κάνω]] [[μεταβολή]]<br /><b>4.</b> (για οδηγό) [[βαδίζω]] ελικοειδώς («μηδὲν υγιὲς στρέφειν καὶ περιελίττειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιελίσσομαι</i><br />[[τυλίγω]] [[κάτι]] [[γύρω]] από τον εαυτό μου ή τυλίγομαι [[γύρω]] από [[κάτι]] (α. «ἱμάντας περιελίττονται», <b>Πλάτ.</b><br />β. «περιελιχθέντα περὶ τὴν γῆν [[ὥσπερ]] οἱ ὄφεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[τυλίγω]] και [[καλύπτω]] [[γύρω]] [[γύρω]] (α. «περιδεῑ καὶ περιελίττει τοῖς ἀραχνίοις» <b>Αριστοτ.</b>)<br />β. «ἐπιτίθεται καὶ περιελίττεται καὶ τοῖς μοίζοσι ζῷοις», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἑλίσσω]] / <i>εἰλίσσω</i> «[[περιστρέφω]], [[κυλίω]]»].
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[τυλίγω]] [[κάτι]] [[γύρω]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[περιβάλλω]], [[τυλίγω]] με λεπτή [[δετηρία]] [[άλλο]] χοντρότερο [[σχοινί]], κν. [[πατερνάρω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περιελισσόμενα φυτά» — τα αναρριχώμενα φυτά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> περιστρέφομαι, κουλουριάζομαι [[γύρω]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κατασκευάζω]] [[γύρω]] [[γύρω]], [[κατασκευάζω]] [[ολόγυρα]] («διαδρομὰς ἰχθυοτρόφους τοῖς οἰκητηρίοις περιελίσσοντος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[στράτευμα]]) [[κάνω]] [[μεταβολή]]<br /><b>4.</b> (για οδηγό) [[βαδίζω]] ελικοειδώς («μηδὲν υγιὲς στρέφειν καὶ περιελίττειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιελίσσομαι</i><br />[[τυλίγω]] [[κάτι]] [[γύρω]] από τον εαυτό μου ή τυλίγομαι [[γύρω]] από [[κάτι]] (α. «ἱμάντας περιελίττονται», <b>Πλάτ.</b><br />β. «περιελιχθέντα περὶ τὴν γῆν [[ὥσπερ]] οἱ ὄφεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[τυλίγω]] και [[καλύπτω]] [[γύρω]] [[γύρω]] (α. «περιδεῖ καὶ περιελίττει τοῖς ἀραχνίοις» <b>Αριστοτ.</b>)<br />β. «ἐπιτίθεται καὶ περιελίττεται καὶ τοῖς μοίζοσι ζῷοις», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἑλίσσω]] / <i>εἰλίσσω</i> «[[περιστρέφω]], [[κυλίω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm