συσκευάζω: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syskevazo
|Transliteration C=syskevazo
|Beta Code=suskeua/zw
|Beta Code=suskeua/zw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">make ready by putting together, pack up</b> baggage for another, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.4.25</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[help in preparing]], τὸ δεῖπνον νῷν <span class="bibl">Ar. <span class="title">V.</span>1251</span>:—Pass., συνεσκευασμένα παρασκευάσματα <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>11.19</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> in bad sense, [[contrive]], [[concert]], [[get up]], <span class="bibl">D.24.206</span>:—Pass., Id.18. 144, <span class="bibl">19.76</span>; <b class="b3">ἅπαντα εἰς ἓν ψήφισμα</b> ib.54; σ. λοιδορίας ψευδεῖς κατά τινων <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Lyc.</span>9</span>; τοιαῦτα κατά τινος <span class="bibl">Hdn.3.12.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Med., with pf. [[συνεσκεύασμαι]], <b class="b2">pack up one's own baggage, pack up</b>, <span class="bibl">Th.7.74</span>, <span class="bibl">X. <span class="title">Cyr.</span>5.3.16</span>, etc.; σ. ὡς εἰς στρατείαν <span class="bibl">Id.<span class="title">HG</span>3.4.11</span>; <b class="b3">εἰς τὸ ἀπιέναι</b> ib. <span class="bibl">5.2.28</span>; πρὸς τὴν φυγήν <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>4</span>: especially in aor. part. or pf. Med., <b class="b2">all packed up, in marching order, ready for a start</b>, παρεῖναι συνεσκευασμένος <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.2.3</span>; <b class="b3">πορεύεσθαι συσκευασάμενοι</b> ib.<span class="bibl">6.2.3</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span> 765.11</span> (ii B.C.), etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. acc., οἷον στρωματόδεσμον συσκευάσασθαι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>175e</span>; <b class="b3">συσκευασάμενος τὰ ἑαυτοῦ ἐνθένδε</b> [[with all]] his goods [[packed up and brought]] thence, <span class="bibl">Lys.31.9</span>, cf. <span class="bibl">Lycurg.17</span>, <span class="bibl">Din.1.80</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>1.11</span>, etc.; [[prepare]], [[make ready]], τὴν πορείαν <span class="bibl">Id.<span class="title">Cyr.</span>8.5.1</span>; τὸν ὄνον <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>4.359.6</span> (iii B.C.). </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> in bad sense, like Act. (<span class="bibl">1.2b</span>), [[contrive]], [[organize]], τόλμαν καὶ κραυγὴν καὶ ψευδεῖς αἰτίας καὶ συκοφαντίαν καὶ ἀναισχυντίαν . . συνεσκευασμένοι <span class="bibl">D.25.9</span>; φαρμακείαν κατά τινος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Art.</span>18</span>; ἐπί τινα <span class="bibl">Luc.<span class="title">Pisc.</span>25</span>; εἰς ἡδονὴν σ. τὸν βίον <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Ma.</span>11</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[arrange]] or <b class="b2">organize for one's own interests, seize control of</b>, τὴν Ἑλλάδα <span class="bibl">D.19.303</span>; σ. πάντας ἀνθρώπους ἐφ' ἡμᾶς <span class="bibl">Id.8.5</span>; Ἔρως πέφυκε συσκευάζεσθαι ἄνθρωπον <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>5.1.16</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[make ready by putting together]], [[pack up]] [[baggage]] for another, X.Cyr.1.4.25.<br><span class="bld">2</span> [[help in preparing]], τὸ δεῖπνον νῷν Ar. V.1251:—Pass., συνεσκευασμένα παρασκευάσματα X.Oec.11.19.<br><span class="bld">b</span> in bad sense, [[contrive]], [[concert]], [[get up]], D.24.206:—Pass., Id.18. 144, 19.76; [[ἅπαντα εἰς ἓν ψήφισμα]] ib.54; σ. λοιδορίας ψευδεῖς κατά τινων Hyp.Lyc.9; τοιαῦτα κατά τινος Hdn.3.12.4.<br><span class="bld">II</span> Med., with pf. [[συνεσκεύασμαι]], [[pack up one's own baggage]], [[pack up]], Th.7.74, X. Cyr.5.3.16, etc.; σ. ὡς εἰς στρατείαν Id.HG3.4.11; [[εἰς τὸ ἀπιέναι]] ib. 5.2.28; πρὸς τὴν φυγήν Luc.Tim.4: especially in aor. part. or pf. Med., [[all packed up]], [[in marching order]], [[ready for a start]], παρεῖναι συνεσκευασμένος X.Cyr.3.2.3; [[πορεύεσθαι συσκευασάμενοι]] ib.6.2.3, cf. PTeb. 765.11 (ii B.C.), etc.<br><span class="bld">2</span> c. acc., οἷον στρωματόδεσμον συσκευάσασθαι Pl.Tht.175e; [[συσκευασάμενος τὰ ἑαυτοῦ ἐνθένδε]] = [[with all his goods packed up and brought thence]], Lys.31.9, cf. Lycurg.17, Din.1.80, X.Smp.1.11, etc.; [[prepare]], [[make ready]], τὴν πορείαν Id.Cyr.8.5.1; τὸν ὄνον PSI4.359.6 (iii B.C.).<br><span class="bld">b</span> in bad sense, like Act. (1.2b), [[contrive]], [[organize]], τόλμαν καὶ κραυγὴν καὶ ψευδεῖς αἰτίας καὶ συκοφαντίαν καὶ ἀναισχυντίαν . . συνεσκευασμένοι D.25.9; φαρμακείαν κατά τινος Plu.Art.18; ἐπί τινα Luc.Pisc.25; εἰς ἡδονὴν σ. τὸν βίον Plu.Cat.Ma.11.<br><span class="bld">3</span> [[arrange for one's own interests]] or [[organize for one's own interests]], [[seize control of]], τὴν Ἑλλάδα D.19.303; σ. πάντας ἀνθρώπους ἐφ' ἡμᾶς Id.8.5; Ἔρως πέφυκε συσκευάζεσθαι ἄνθρωπον X.Cyr.5.1.16.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συσκευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τοποθετώ]] μαζί και [[ετοιμάζω]] τα πράγματα, [[δένω]] τις αποσκευές και τις [[ετοιμάζω]] για λογαριασμό κάποιου άλλου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[βοηθώ]] στην [[παρασκευή]], [[παρασκευάζω]] από κοινού, <i>τὸ δεῖπνόν τινι</i>, σε Αριστοφ.· με αρνητική [[σημασία]], [[μηχανεύομαι]], [[μηχανορραφώ]], [[συνωμοτώ]], [[ραδιουργώ]], [[επινοώ]], [[σχεδιάζω]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ.,<br /><b class="num">1.</b> με Παθ. παρακ. <i>συσκεύασμαι</i>, [[ετοιμάζω]] τις αποσκευές μου, [[ετοιμάζω]] τα πράγματά μου για να αναχωρήσω, Λατ. convasare, vasa colligere, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· στη μτχ. Μέσ. αορ. αʹ και Παθ. παρακ., είμαι καθόλα [[έτοιμος]], είμαι σε [[κατάσταση]] αναχώρησης, είμαι [[έτοιμος]] να πορευθώ αποχωρώντας, να ξεκινήσω την [[πορεία]] [[μετά]] την αναχώρησή μου, σε Ξεν.· επίσης με αιτ., συνεσκευασμένος τὰ [[ἑαυτοῦ]] [[ἐνθάδε]], έχοντας όλα τα πράγματά του συσκευασμένα και μεταφερμένα εδώ, σε Λυσ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]], [[μηχανορραφώ]], [[σχεδιάζω]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[φέρνω]] μαζί στο ίδιο [[σημείο]], [[εξοικονομώ]] και [[συσσωρεύω]] με προσωπική μου [[ωφέλεια]] ή [[συμφέρον]]· [[συσκευάζω]] χρήματα, σε Λυκούργ.<br /><b class="num">4.</b> [[διευθετώ]] τα πράγματα σύμφωνα με το [[συμφέρον]] μου, [[προδιαθέτω]], [[προετοιμάζω]] το [[έδαφος]], σε Δημ.
|lsmtext='''συσκευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τοποθετώ]] μαζί και [[ετοιμάζω]] τα πράγματα, [[δένω]] τις αποσκευές και τις [[ετοιμάζω]] για λογαριασμό κάποιου άλλου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[βοηθώ]] στην [[παρασκευή]], [[παρασκευάζω]] από κοινού, <i>τὸ δεῖπνόν τινι</i>, σε Αριστοφ.· με αρνητική [[σημασία]], [[μηχανεύομαι]], [[μηχανορραφώ]], [[συνωμοτώ]], [[ραδιουργώ]], [[επινοώ]], [[σχεδιάζω]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ.,<br /><b class="num">1.</b> με Παθ. παρακ. <i>συσκεύασμαι</i>, [[ετοιμάζω]] τις αποσκευές μου, [[ετοιμάζω]] τα πράγματά μου για να αναχωρήσω, Λατ. convasare, vasa colligere, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· στη μτχ. Μέσ. αορ. αʹ και Παθ. παρακ., είμαι καθόλα [[έτοιμος]], είμαι σε [[κατάσταση]] αναχώρησης, είμαι [[έτοιμος]] να πορευθώ αποχωρώντας, να ξεκινήσω την [[πορεία]] [[μετά]] την αναχώρησή μου, σε Ξεν.· επίσης με αιτ., συνεσκευασμένος τὰ [[ἑαυτοῦ]] [[ἐνθάδε]], έχοντας όλα τα πράγματά του συσκευασμένα και μεταφερμένα εδώ, σε Λυσ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]], [[μηχανορραφώ]], [[σχεδιάζω]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[φέρνω]] μαζί στο ίδιο [[σημείο]], [[εξοικονομώ]] και [[συσσωρεύω]] με προσωπική μου [[ωφέλεια]] ή [[συμφέρον]]· [[συσκευάζω]] χρήματα, σε Λυκούργ.<br /><b class="num">4.</b> [[διευθετώ]] τα πράγματα σύμφωνα με το [[συμφέρον]] μου, [[προδιαθέτω]], [[προετοιμάζω]] το [[έδαφος]], σε Δημ.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συσκευάζω ook ξυσκευάζω [σύν, σκευάζω] act. (reisbenodigdheden) bijeenpakken:. ἄλλα σ. πολλά vele andere dingen bijeenpakken Xen. Cyr. 1.4.25. mee voorbereiden:. σ. δεῖπνον een maaltijd helpen voorbereiden Aristoph. Ve. 1251. med. voorbereiden, met acc..; τὴν πορείαν de reis voorbereiden Xen. Cyr. 8.5.1; abs. zich voor een reis gereed maken:; σ. εἰς τὸ ἀπιέναι zich gereed maken om te vertrekken Xen. Hell. 5.2.28; ptc. perf.: συνεσκευασμένος reisvaardig, bepakt en bezakt; Xen. Cyr. 3.2.3; overdr. beramen:; τοῦτο πᾶν ἐφ ’ ἡμᾶς συσκευασάμενος dat alles tegen ons beraamd hebbend Luc. 28.25; voor zich winnen:. τὴν Ἑλλάδα Griekenland voor zich winnen Dem. 19.303.
|elnltext=συσκευάζω ook ξυσκευάζω [σύν, σκευάζω] act. (reisbenodigdheden) bijeenpakken:. ἄλλα σ. πολλά vele andere dingen bijeenpakken Xen. Cyr. 1.4.25. mee voorbereiden:. σ. δεῖπνον een maaltijd helpen voorbereiden Aristoph. Ve. 1251. med. voorbereiden, met acc..; τὴν πορείαν de reis voorbereiden Xen. Cyr. 8.5.1; abs. zich voor een reis gereed maken:; σ. εἰς τὸ ἀπιέναι zich gereed maken om te vertrekken Xen. Hell. 5.2.28; ptc. perf.: συνεσκευασμένος reisvaardig, bepakt en bezakt; Xen. Cyr. 3.2.3; overdr. beramen:; τοῦτο πᾶν ἐφ ’ ἡμᾶς συσκευασάμενος dat alles tegen ons beraamd hebbend Luc. 28.25; voor zich winnen:. τὴν Ἑλλάδα Griekenland voor zich winnen Dem. 19.303.
}}
}}
{{elru
{{elru