συσκευάζω
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
English (LSJ)
A make ready by putting together, pack up baggage for another, X.Cyr.1.4.25.
2 help in preparing, τὸ δεῖπνον νῷν Ar. V.1251:—Pass., συνεσκευασμένα παρασκευάσματα X.Oec.11.19.
b in bad sense, contrive, concert, get up, D.24.206:—Pass., Id.18. 144, 19.76; ἅπαντα εἰς ἓν ψήφισμα ib.54; σ. λοιδορίας ψευδεῖς κατά τινων Hyp.Lyc.9; τοιαῦτα κατά τινος Hdn.3.12.4.
II Med., with pf. συνεσκεύασμαι, pack up one's own baggage, pack up, Th.7.74, X. Cyr.5.3.16, etc.; σ. ὡς εἰς στρατείαν Id.HG3.4.11; εἰς τὸ ἀπιέναι ib. 5.2.28; πρὸς τὴν φυγήν Luc.Tim.4: especially in aor. part. or pf. Med., all packed up, in marching order, ready for a start, παρεῖναι συνεσκευασμένος X.Cyr.3.2.3; πορεύεσθαι συσκευασάμενοι ib.6.2.3, cf. PTeb. 765.11 (ii B.C.), etc.
2 c. acc., οἷον στρωματόδεσμον συσκευάσασθαι Pl.Tht.175e; συσκευασάμενος τὰ ἑαυτοῦ ἐνθένδε = with all his goods packed up and brought thence, Lys.31.9, cf. Lycurg.17, Din.1.80, X.Smp.1.11, etc.; prepare, make ready, τὴν πορείαν Id.Cyr.8.5.1; τὸν ὄνον PSI4.359.6 (iii B.C.).
b in bad sense, like Act. (1.2b), contrive, organize, τόλμαν καὶ κραυγὴν καὶ ψευδεῖς αἰτίας καὶ συκοφαντίαν καὶ ἀναισχυντίαν . . συνεσκευασμένοι D.25.9; φαρμακείαν κατά τινος Plu.Art.18; ἐπί τινα Luc.Pisc.25; εἰς ἡδονὴν σ. τὸν βίον Plu.Cat.Ma.11.
3 arrange for one's own interests or organize for one's own interests, seize control of, τὴν Ἑλλάδα D.19.303; σ. πάντας ἀνθρώπους ἐφ' ἡμᾶς Id.8.5; Ἔρως πέφυκε συσκευάζεσθαι ἄνθρωπον X.Cyr.5.1.16.
German (Pape)
[Seite 1042] zusammenpacken, bes. zur Abreise zurechtlegen, rüsten, Xen. Cyr. 1, 4, 25; überh. zusammenbringen, zurecht machen, zu- od. vorbereiten, τὸ δεῖπνον, Ar. Vesp. 1251; bes. auch Listen u. Ränke ersinnen, πράγματα συσκευάσαι, Händel anstiften, Dem. 24, 206; τινὶ τὴν βασιλείαν, D. Hal. 3, 35, Einem die Herrschaft verschaffen. – Med. sein Gerät zusammenpacken und sich so zur Abreise fertig machen, ein- od. aufpacken, vasa colligere, οἷον στρωματόδεσμον μὴ ἐπιστάμενος συσκευάσασθαι, Plat. Theat. 175 e; Xen. Cyr. 3, 1, 43; συνεσκευασμένος, reisefertig, 3, 2, 3; ὅπλα καὶ σκεύη, Hell. 2, 4, 4; τὴν πορείαν, sich zur Reise rüsten, Cyr. 8, 5, 1; auch Lebensmittel und andere Reisebedürfnisse zusammenbringen, Thuc. 7, 74; vgl. Xen. Cyr. 5, 5, 35, wo es dem voranstehenden τὰ ἐπιτήδεια λαμβάνειν entspricht; ὄψα συσκ., 6, 1, 31; τὰ ἐν τῇ οἰκίᾳ, ausräumen und wegschaffen, Dem. 9, 35. – Überh. für sich zusammenbringen, gewinnen, annehmen, mit List auf seine Seite bringen, Dem. 19, 303; εἰς ἑαυτὸν τὴν πόλιν, Plut. Phoc. 32 Caes. 21; auch von der Liebe, συσκ. τὸν ἄνθρωπον, Xen. Cyr. 5, 1, 15. – Auch wie das act., listig anstiften, στεφάνου καὶ ἐπαίνου κατηγορίαν συνεσκευασμένος, Dem. 18, 279, vgl. 25, 9; φαρμακείαν, Plut. Artax. 18.
French (Bailly abrégé)
1 faire des approvisionnements pour qqn;
2 équiper, munir ; fig. concerter, machiner, acc.;
Moy. συσκευάζομαι;
I. intr. préparer ses bagages, faire ses paquets, se préparer à partir : εἰς στρατείαν XÉN faire ses préparatifs pour une expédition ; abs. au part. ao. συσκευασάμενος ou pf. συνεσκευασμένος tout prêt;
II. tr. 1 préparer pour soi : πορείαν XÉN se préparer à partir ; fig. σ. τὸν βίον εἰς ἡδονήν PLUT disposer sa vie pour le plaisir;
2 fig. préparer dans son intérêt, disposer en sa faveur ; s'emparer de, acc.;
3 en mauv. part concerter, machiner.
Étymologie: σύν, σκευάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συσκευάζω ook ξυσκευάζω [σύν, σκευάζω] act. (reisbenodigdheden) bijeenpakken:. ἄλλα σ. πολλά vele andere dingen bijeenpakken Xen. Cyr. 1.4.25. mee voorbereiden:. σ. δεῖπνον een maaltijd helpen voorbereiden Aristoph. Ve. 1251. med. voorbereiden, met acc..; τὴν πορείαν de reis voorbereiden Xen. Cyr. 8.5.1; abs. zich voor een reis gereed maken:; σ. εἰς τὸ ἀπιέναι zich gereed maken om te vertrekken Xen. Hell. 5.2.28; ptc. perf.: συνεσκευασμένος reisvaardig, bepakt en bezakt; Xen. Cyr. 3.2.3; overdr. beramen:; τοῦτο πᾶν ἐφ’ ἡμᾶς συσκευασάμενος dat alles tegen ons beraamd hebbend Luc. 28.25; voor zich winnen:. τὴν Ἑλλάδα Griekenland voor zich winnen Dem. 19.303.
Russian (Dvoretsky)
συσκευάζω:
1 тж. med. снаряжать, приготовлять (τι Xen.): τὸ δεῖπνον σ. τινί Arph. помогать приготовить кому-л. съестные припасы (в дорогу); σ. τινὰ ὅπλοις Diod. снабжать кого-л. оружием; τὰ πρὸς τὴν ὑγίειαν συνεσκευασμένα παρασκευάσματα Xen. здоровый образ жизни; συσκευάζεσθαι τὰ ἐπιτήδεια Xen. запасаться продовольствием; συσκευάζεσθαι τὴν πορείαν Xen. готовиться к отъезду; συσκευάζεσθαι τὸν βίον εἰς ἡδονήν Plut. обставлять свою жизнь удовольствиями; συσκευάσασθαι στρωματόδεσμον Plat. уложить свой дорожный мешок;
2 med. готовиться, снаряжаться, собираться (εἰς στρατείαν Xen.; πρὸς τὴν φυγήν Luc.): συσκευασάμενος τὰ ἑαυτοῦ Lys. собрав свои пожитки; ξυσκευάσασθαι ὅτι χρησιμώτατα Thuc. запастись самым необходимым;
3 тж. med. готовить, устраивать, подстраивать: ἡλίκα πράγματα συσκευάσας Dem. прибегнув к скольким уловкам; πᾶν ἐπί τινα συσκευάσασθαι Luc. пустить в ход все средства против кого-л.; πᾶσα ἀπάτη συνεσκευάσθη Dem. все виды обмана были пущены в ход; συσκευάσασθαι καὶ ψευδεῖς αἰτίας καὶ συκοφαντίαν Dem. состряпать ложные и клеветнические обвинения; συσκευάσασθαι τὴν φαρμακείαν κατά τινος Plut. поднести яд кому-л.;
4 med. склонять, располагать (πάντας ἀνθρώπους ἐπί τινα Dem.; τινὰ εἰς ἑαυτόν Plut.): συσκεάζεσθαι τὴν Πελοπόννησον Dem. привлекать на свою сторону Пелопоннес.
Greek (Liddell-Scott)
συσκευάζω: μέλλ. -άσω, βάλλω ὁμοῦ καὶ ἑτοιμάζω τὰ πράγματα, δένω τὰς ἀποσκευὰς καὶ τὰς ἑτοιμάζω δι’ ἄλλον τινά, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 25. 2) ἀπὸ κοινοῦ ἑτοιμάζω, τὸ δεῖπνόν τινι Ἀριστοφ. Σφ. 1251. ― Παθητ., συνεσκευασμένα παρασκευάσματα Ξεν. Οἰκ. 11. 19. β) ἐπὶ κακῆς σημασίας, μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, σχεδιάζω, Δημ. 764. 7, πρβλ. 275. 24., 365. 5· ἅπαντα εἰς ἓν ψήφισμα ὁ αὐτ. 358. 14· σ. λοιδορίας Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 7· σ. τινὶ τὴν βασιλείαν Διον. Ἁλ. 3. 35. ΙΙ. Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ. συνεσκεύασμαι, ἑτοιμάζω τὰ πράγματά μου, τὰς ἀποσκευάς μου πρὸς ἀναχώρησιν, Λατ. convasate, vasa colligere, Θουκ. 7. 74, Ξεν., κλπ.· σ. ὡς εἰς στρατείαν Ξεν. Ἑλλ. 3, 4, 11· εἰς τὸ ἀπιέναι αὐτόθι 5. 2, 28· πρὸς τὴν φυγὴν Λουκ. Τίμ. 4· μάλιστα κατὰ μετοχ. μέσ. ἀορ. α΄ ἢ παθ. πρκμ., ἐν τάξει πορείας, ἕτοιμος πρὸς ἀναχώρησιν, παρεῖναι συνεσκευασμένος Ξεν. Κύρ. 3. 2, 3· πορεύεσθαι συσκευασάμενοι αὐτόθι 6. 2, 3, κτλ. 2) μετ’ αἰτ., οἷον στρωμματόδεσμον συσκευάσασθαι Πλάτ. Θεαίτ. 175Ε· συνεσκευασμένος τὰ ἑαυτοῦ ἐνθάδε, ἔχων πάντα τὰ πράγματά του παρεσκευασμένα ἢ δεδεμένα ὁμοῦ καὶ κεκομισμένα ἐνταῦθα, Λυσί. 187. 28. πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 32, Ξεν. ἐν Κύρ. 5. 3, 16, κλπ.· ― ἑτοιμάζω, παρασκευάζω, τὴν πορείαν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 5, 1· σῖτον, ἐπιτήδεια ὁ αὐτ. β) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὸ ἐνεργ. (Ι. β), μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, παρασκευάζω, τόλμαν καὶ κραυγὴν καὶ ψευδεῖς αἰτίας καὶ συκοφαντίαν καὶ ἀναισχυντίαν. συνεσκευασμένον Δημ. 772. 11· τι κατά τινος Πλουτ. Ἀρτοξ. 18· ἐπί τινα Λουκ. Ἁλιεὺς 25. 3) φέρω ὁμοῦ εἰς τὸ αὐτό, οἰκονομῶ καὶ συλλέγω πρὸς ἰδίαν μου ὠφέλειαν ἢ πρὸς ἴδιόν μου συμφέρον, σ. χρήματα Λυκοῦργ. 149. 44, πρβλ. Δείναρχ. 100. 25· ὡσαύτως, σ. τὸν βίον εἰς ἡδονήν Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 11. 4) διευθετῶ πρὸς τὸ ἴδιόν μου συμφέρον, παρασκευάζω, προδιαθέτω, τὴν Ἑλλάδα Δημ. 438. 14· συσκευάζεται πάντας ἀνθρώπους πρὸς ἡμᾶς ὁ αὐτ. 91. 9· καὶ ἐπὶ ἔρωτος, ἴσως γὰρ θᾶττον ἀπῆλθες ἢ ἐν ὅσῳ χρόνῳ ὁ ἔρως πέφυκε συσκευάζεσθαι ἄνθρωπον Ξεν. Κύρ. 5. 1, 16.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σκευάζω
νεοελλ.
1. τακτοποιώ διάφορα αντικείμενα σε κιβώτια ή δέματα για μεταφορά, αμπαλάρω
2. κάνω τη συσκευασία τυποποιημένου προϊόντος
3. παρασκευάζω φαρμακευτικό μίγμα
μσν.-αρχ.
1. τοποθετώ μαζί και ετοιμάζω διάφορα πράγματα («ἵππους δοὺς καὶ ἄλλα συσκευάσας πολλά», Ξεν.)
2. (ενεργ. και μέσ.) μηχανεύομαι, επινοώ, σχεδιάζω («τόλμαν καὶ κραυγὴν καὶ ψευδεῖς αἰτίας καὶ συκοφαντίαν καὶ ἀναισχυντίαν... συνεσκευασμένοι», Δημοσθ.)
3. μέσ. συσκευάζομαι
κάνω κάποιον συνεργάτη μου ή ομόφρονα σε κάτι κακό («οὕς μὲν δεδιξάμενοι τῶν πολιτῶν, οὕς δὲ συσκευασάμενοι χάρισι καὶ δωροδοκίαις», Πλούτ.)
αρχ.
1. παρασκευάζω ή συναθροίζω από κοινού, βοηθώ στην προετοιμασία («παῑ παῖ, τὸ δεῖπνον, Χρυσέ, συσκεύαζε νῷν», Αριστοφ.)
2. προετοιμάζω, προπαρασκευάζω («συνεσκευάζετο τὴν εἰς Πέρσας πορείαν», Ξεν.)
3. μέσ. α) (με παθ. παρακμ.) ετοιμάζω τις αποσκευές μου για αναχώρηση
β) (στην μτχ. μέσ. αορ. ή παρακμ.) είμαι έτοιμος για αναχώρηση
γ) οικονομώ, συλλέγω ή διευθετώ για δική μου χρήση ή για το συμφέρον μου.
Greek Monotonic
συσκευάζω: μέλ. -άσω,
I. 1. τοποθετώ μαζί και ετοιμάζω τα πράγματα, δένω τις αποσκευές και τις ετοιμάζω για λογαριασμό κάποιου άλλου, σε Ξεν.
2. βοηθώ στην παρασκευή, παρασκευάζω από κοινού, τὸ δεῖπνόν τινι, σε Αριστοφ.· με αρνητική σημασία, μηχανεύομαι, μηχανορραφώ, συνωμοτώ, ραδιουργώ, επινοώ, σχεδιάζω, σε Δημ.
II. Μέσ.,
1. με Παθ. παρακ. συσκεύασμαι, ετοιμάζω τις αποσκευές μου, ετοιμάζω τα πράγματά μου για να αναχωρήσω, Λατ. convasare, vasa colligere, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· στη μτχ. Μέσ. αορ. αʹ και Παθ. παρακ., είμαι καθόλα έτοιμος, είμαι σε κατάσταση αναχώρησης, είμαι έτοιμος να πορευθώ αποχωρώντας, να ξεκινήσω την πορεία μετά την αναχώρησή μου, σε Ξεν.· επίσης με αιτ., συνεσκευασμένος τὰ ἑαυτοῦ ἐνθάδε, έχοντας όλα τα πράγματά του συσκευασμένα και μεταφερμένα εδώ, σε Λυσ.
2. με αρνητική σημασία, μηχανεύομαι, επινοώ, μηχανορραφώ, σχεδιάζω, σε Δημ.
3. φέρνω μαζί στο ίδιο σημείο, εξοικονομώ και συσσωρεύω με προσωπική μου ωφέλεια ή συμφέρον· συσκευάζω χρήματα, σε Λυκούργ.
4. διευθετώ τα πράγματα σύμφωνα με το συμφέρον μου, προδιαθέτω, προετοιμάζω το έδαφος, σε Δημ.
Middle Liddell
fut. άσω
I. to make ready by putting together, to pack up baggage for another, Xen.
2. to help in preparing, τὸ δεῖπνόν τινι Ar.:—in bad sense, to contrive, concert, get up, Dem.
II. Mid., with perf. pass. συσκεύασθαι, to pack up one's baggage, to pack up, Lat. convasare, vasa colligere, Thuc., Xen., etc.: part. aor1 mid. and perf. pass. all packed up, in marching order, ready for a start, Xen.; also c. acc., συνεσκευασμένος τὰ ἑαυτοῦ ἐνθάδε with all his goods packed up and brought hither, Lys.
2. to contrive, get up, organise, Dem.
3. to bring together, scrape up for one's own use or advantage, ς. χρήματα Lycurg.
4. to arrange for one's own interests, band together, Dem.