3,274,522
edits
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (ΑΜ [[θρόνος]])<br /><b>1.</b> πολυτελές [[κάθισμα]] με βραχίονες, με [[υποπόδιο]] και με [[ερεισίνωτο]], για ανώτατους άρχοντες, βασιλείς, ηγεμόνες, εκκλησιαστικούς ή άλλους αξιωματούχους (α. «ο [[θρόνος]] του [[Διός]]» β. «[[βασιλικός]] [[θρόνος]]» γ. «[[πατριαρχικός]] [[θρόνος]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) η [[βασιλεία]], η [[ηγεμονία]], η [[δυναστεία]]<br />β) ο [[βασιλιάς]], ο [[ηγεμόνας]] («[[διάγγελμα]] του θρόνου»)<br />γ) το [[αξίωμα]] και η [[περιφέρεια]] πατριάρχη ή επισκόπου<br /><b>3.</b> (αλληγορικά) η [[βασιλεία]] του θεού στον κόσμο<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ θρόνοι</i><br /><b>εκκλ.</b> [[τάξη]] αγγέλων που ανήκουν [[μετά]] τα Χερουβείμ και τα [[Σεραφείμ]] στην πρώτη [[ιεραρχία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[έδρα]] της βασιλικής ή της εκκλησιαστικής εξουσίας, [[πρωτεύουσα]]<br /><b>2.</b> [[βασίλειο]], [[κράτος]]<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] ρόμβου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το μαντικό [[κάθισμα]] του Απόλλωνος ή της Πυθίας<br /><b>2.</b> [[έδρα]] δασκάλου<br /><b>3.</b> (εκκλ. για τον Σατανά) [[κυριαρχία]], [[κράτος]]<br /><b>4.</b> [[άνοδος]] αστέρα στον ορίζοντα<br /><b>5.</b> ευοίνωνος [[συνδυασμός]] πλανητικών θέσεων<br /><b>5.</b> [[ονομασία]] είδους ψωμιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[θρόνος]] εμφανίζει το ίδιο [[επίθημα]] -<i>όνος</i> με τα <i>κλ</i>-<i>όνος</i>, <i>χρ</i>-<i>όνος</i> κ.ά. Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>dher</i>- «[[υποβαστάζω]], [[φέρω]]», που απαντά στον αρχ. ινδ. παρακμ. <i>dadh</i><i>ā</i><i>ra</i> (ελλ. <i>τέθορα</i>). Πρβλ. [[επίσης]] και <i>εν</i>-<i>θρ</i>-<i>είν</i><br /><i>φυλάσσειν</i> (<b>Ησύχ.</b>). Η λ. [[θρόνος]] στον Όμηρο σήμαινε «ψηλό [[κάθισμα]] πλούσια διακοσμημένο» που προοριζόταν για τους θεούς ή τους άρχοντες ([[έτσι]] χρησιμοποιήθηκε ως [[δάνειο]] και σε ορισμένες νεώτερες ευρωπ. γλώσσες, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>throne</i>, <i>γαλλ</i>. <i>trone</i>). Τη σημ. αυτή διατήρησε [[μέχρι]] [[σήμερα]], ενώ η υποκοριστική σημ. της λ. αποδίδεται στην Αρχαία με τη λ. [[θρανίον]], η οποία όμως [[βαθμηδόν]] αποσυνδέθηκε από το [[θρόνος]] και προσέλαβε στη Νέα Ελληνική τη σημ. του απλού καθίσματος και την ειδικότερη του καθίσματος τών μαθητών.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θρονίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θρόνιον]], [[θρονούμαι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[θρονί]](<i>ον</i>), [[θρονιάζω]], [[θρονίς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[θρονοποιός]]. (Β' συνθετικό) [[ομόθρονος]], [[πρωτόθρονος]], [[σύνθρονος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγλαόθρονος]], [[αργυρόθρονος]], [[αρχίθρονος]], [[δίθρονος]], [[εύθρονος]], [[λιπαρόθρονος]], [[ποικιλόθρονος]], [[τρίθρονος]], [[υψίθρονος]], [[χρυσόθρονος]].<br /><b>(II)</b><br />[[θρόνος]], τὸ (Μ)<br />(φρ)<br />«τοῦ | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο (ΑΜ [[θρόνος]])<br /><b>1.</b> πολυτελές [[κάθισμα]] με βραχίονες, με [[υποπόδιο]] και με [[ερεισίνωτο]], για ανώτατους άρχοντες, βασιλείς, ηγεμόνες, εκκλησιαστικούς ή άλλους αξιωματούχους (α. «ο [[θρόνος]] του [[Διός]]» β. «[[βασιλικός]] [[θρόνος]]» γ. «[[πατριαρχικός]] [[θρόνος]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) η [[βασιλεία]], η [[ηγεμονία]], η [[δυναστεία]]<br />β) ο [[βασιλιάς]], ο [[ηγεμόνας]] («[[διάγγελμα]] του θρόνου»)<br />γ) το [[αξίωμα]] και η [[περιφέρεια]] πατριάρχη ή επισκόπου<br /><b>3.</b> (αλληγορικά) η [[βασιλεία]] του θεού στον κόσμο<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ θρόνοι</i><br /><b>εκκλ.</b> [[τάξη]] αγγέλων που ανήκουν [[μετά]] τα Χερουβείμ και τα [[Σεραφείμ]] στην πρώτη [[ιεραρχία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[έδρα]] της βασιλικής ή της εκκλησιαστικής εξουσίας, [[πρωτεύουσα]]<br /><b>2.</b> [[βασίλειο]], [[κράτος]]<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] ρόμβου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το μαντικό [[κάθισμα]] του Απόλλωνος ή της Πυθίας<br /><b>2.</b> [[έδρα]] δασκάλου<br /><b>3.</b> (εκκλ. για τον Σατανά) [[κυριαρχία]], [[κράτος]]<br /><b>4.</b> [[άνοδος]] αστέρα στον ορίζοντα<br /><b>5.</b> ευοίνωνος [[συνδυασμός]] πλανητικών θέσεων<br /><b>5.</b> [[ονομασία]] είδους ψωμιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[θρόνος]] εμφανίζει το ίδιο [[επίθημα]] -<i>όνος</i> με τα <i>κλ</i>-<i>όνος</i>, <i>χρ</i>-<i>όνος</i> κ.ά. Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>dher</i>- «[[υποβαστάζω]], [[φέρω]]», που απαντά στον αρχ. ινδ. παρακμ. <i>dadh</i><i>ā</i><i>ra</i> (ελλ. <i>τέθορα</i>). Πρβλ. [[επίσης]] και <i>εν</i>-<i>θρ</i>-<i>είν</i><br /><i>φυλάσσειν</i> (<b>Ησύχ.</b>). Η λ. [[θρόνος]] στον Όμηρο σήμαινε «ψηλό [[κάθισμα]] πλούσια διακοσμημένο» που προοριζόταν για τους θεούς ή τους άρχοντες ([[έτσι]] χρησιμοποιήθηκε ως [[δάνειο]] και σε ορισμένες νεώτερες ευρωπ. γλώσσες, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>throne</i>, <i>γαλλ</i>. <i>trone</i>). Τη σημ. αυτή διατήρησε [[μέχρι]] [[σήμερα]], ενώ η υποκοριστική σημ. της λ. αποδίδεται στην Αρχαία με τη λ. [[θρανίον]], η οποία όμως [[βαθμηδόν]] αποσυνδέθηκε από το [[θρόνος]] και προσέλαβε στη Νέα Ελληνική τη σημ. του απλού καθίσματος και την ειδικότερη του καθίσματος τών μαθητών.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θρονίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θρόνιον]], [[θρονούμαι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[θρονί]](<i>ον</i>), [[θρονιάζω]], [[θρονίς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[θρονοποιός]]. (Β' συνθετικό) [[ομόθρονος]], [[πρωτόθρονος]], [[σύνθρονος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγλαόθρονος]], [[αργυρόθρονος]], [[αρχίθρονος]], [[δίθρονος]], [[εύθρονος]], [[λιπαρόθρονος]], [[ποικιλόθρονος]], [[τρίθρονος]], [[υψίθρονος]], [[χρυσόθρονος]].<br /><b>(II)</b><br />[[θρόνος]], τὸ (Μ)<br />(φρ)<br />«τοῦ οὐρανοῦ τὰ θρόνη» — ο [[παράδεισος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρόνος]], <i>ο</i>, με [[αλλαγή]] γένους]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |