εκφάντωρ: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκφάντωρ]], ο (AM)<br />αυτός που φανερώνει, που φέρνει στο φως τα [[μυστικά]], τα απόρρητα, τα μυστήρια, ο [[ιεροφάντης]] («οἱ ιερεῑς ἐκφάντορές εἰσι τοῦ | |mltxt=[[ἐκφάντωρ]], ο (AM)<br />αυτός που φανερώνει, που φέρνει στο φως τα [[μυστικά]], τα απόρρητα, τα μυστήρια, ο [[ιεροφάντης]] («οἱ ιερεῑς ἐκφάντορές εἰσι τοῦ θεοῦ», Διον. Αρεοπ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 13 June 2022
Greek Monolingual
ἐκφάντωρ, ο (AM)
αυτός που φανερώνει, που φέρνει στο φως τα μυστικά, τα απόρρητα, τα μυστήρια, ο ιεροφάντης («οἱ ιερεῑς ἐκφάντορές εἰσι τοῦ θεοῦ», Διον. Αρεοπ.).