αργυροστερής: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(6)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀργυροστερής]] (-οῡς), -ές (Α)<br />αυτός που κλέβει τα αργύρια, τα χρήματα κάποιου («[[αργυροστερής]] [[βίος]]» — η ζωή του ληστή).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> [[στερώ]]].
|mltxt=[[ἀργυροστερής]] (-οῦς), -ές (Α)<br />αυτός που κλέβει τα αργύρια, τα χρήματα κάποιου («[[αργυροστερής]] [[βίος]]» — η ζωή του ληστή).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> [[στερώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 20:00, 13 June 2022

Greek Monolingual

ἀργυροστερής (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που κλέβει τα αργύρια, τα χρήματα κάποιου («αργυροστερής βίος» — η ζωή του ληστή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + στερώ].