αργυροστερής: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(6) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀργυροστερής]] (- | |mltxt=[[ἀργυροστερής]] (-οῦς), -ές (Α)<br />αυτός που κλέβει τα αργύρια, τα χρήματα κάποιου («[[αργυροστερής]] [[βίος]]» — η ζωή του ληστή).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> [[στερώ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:00, 13 June 2022
Greek Monolingual
ἀργυροστερής (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που κλέβει τα αργύρια, τα χρήματα κάποιου («αργυροστερής βίος» — η ζωή του ληστή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + στερώ].