κέλευση: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
(20) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[κέλευσις]]) [[κελεύω]]<br /><b>1.</b> [[διαταγή]], [[εντολή]], [[προσταγή]], [[παραγγελία]] («κατὰ κέλευσιν | |mltxt=η (ΑΜ [[κέλευσις]]) [[κελεύω]]<br /><b>1.</b> [[διαταγή]], [[εντολή]], [[προσταγή]], [[παραγγελία]] («κατὰ κέλευσιν θεοῦ», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> (στο ρωμ. δίκ.) η [[πληρεξουσιότητα]] που παρέχεται από κάποιον σε κάποιον άλλον, για να συμβληθεί με [[τρίτον]] για λογαριασμό του κελεύοντος. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:00, 13 June 2022
Greek Monolingual
η (ΑΜ κέλευσις) κελεύω
1. διαταγή, εντολή, προσταγή, παραγγελία («κατὰ κέλευσιν θεοῦ», επιγρ.)
2. (στο ρωμ. δίκ.) η πληρεξουσιότητα που παρέχεται από κάποιον σε κάποιον άλλον, για να συμβληθεί με τρίτον για λογαριασμό του κελεύοντος.