κέλευσις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, command, Plu.2.32c (pl.), Plot.4.8.2: freq. in Inscrr. and Pap., κατὰ κέλευσιν θεοῦ OGI589 (Syria), cf. 455.3 (Aphrodisias, i B.C.), BGU286.9 (iv A.D.), etc.; ἐκ κελεύσεώς τινος IGRom.4.214 (Ilium, iii/iv A.D.); ἀπὸ κ. CIG5187b3 (Ptolemais, v/vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1414] ἡ, das Befehlen, der Befehl, Sp.; αἱ παρὰ τὰς μάχας κελεύσεις Plut. de aud. poet. p. 113.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de commander, ordre.
Étymologie: κελεύω.
Greek (Liddell-Scott)
κέλευσις: -εως, ἡ, τὸ διατάσσειν, διαταγή, προσταγή, Πλούτ. 2. 32C· συχν. ἐν ἐπιγραφ. κατὰ κέλευσιν Συλλ. Ἐπιγρ. 2737b. 3· ἐκ κελεύσεως τινὸς 3607. 2· ἀπὸ κ. 5187b. 3· κ. ἀλλ.
Russian (Dvoretsky)
κέλευσις: εως ἡ призыв, увещевание, обращение (αἱ παρὰ τὰς μάχας κελεύσεις Plut.).