κούφος: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
(21)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (AM κοῡφος, -η, -ον)<br /><b>1.</b> [[άδειος]], εσωτερικά [[κενός]], [[κούφιος]]<br /><b>2.</b> [[ευκίνητος]], [[γοργός]] («[[ἱκάνω]] κοῡφον ἐξάρας [[πόδα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μάταιος]], [[ανώφελος]], [[άσκοπος]] (α. «κούφες ελπίδες» β. «καὶ ἐς τὸν [[ἔπειτα]] χρόνον ἐλπίδος τι εἶχον κούφης», <b>Θουκ.</b><br />γ. «κούφων και πτηνῶν λόγων βαρυτάτη [[ζημία]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ελαφρόμυαλος]], [[επιπόλαιος]], [[απερίσκεπτος]], [[ματαιόδοξος]] («πείθει αὐτόν, κοῡφον [[ἄλλως]] καὶ ἄφρονα νεανίαν», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>5.</b> [[ελαφρός]], [[ανάλαφρος]] («κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[ήρεμος]], όχι [[σφοδρός]] (α. «αν πρέπ' εις τα κούφα πτερά της αύρας ο [[κτίστης]] τα θέμεθλ' ας στήσει», Βιζυην.<br />β. «κούφοις πνεύμασιν βόσκου», <b>Σοφ.</b><br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κοῡφον</i><br />το [[κοίλωμα]], η [[κουφάλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εύκολος]] («αἰτουμένῳ μοι κοῡφον εἰδοίης [[τέλος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ήπιος]], όχι [[δύστροπος]] (α. «[[ἦλθον]]... ἡγούμενοι κουφοτέραν καὶ νομιμωτέραν [[εἶναι]] τὴν Εὐαγόρου βασιλείαν τῶν [[οἴκοι]] πολιτειῶν», Ισοκρ.<br />β. «δεσπότην ἀπράγμονα καὶ κοῡφον ἐξαπατᾷ [[θεράπων]]», Μέν.)<br /><b>3.</b> αυτός που ανακουφίζει, που βοηθάει («ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[μηδαμινός]], [[τιποτένιος]] («κούφου πράγματος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[τροφή]]) [[εύπεπτος]]<br /><b>6.</b> (για στρατιώτη) [[ελαφρά]] οπλισμένος<br /><b>7.</b> (για [[πλοίο]]) [[ελαφρά]] φορτωμένος<br /><b>8.</b> [[μικρός]], [[λίγος]] (α. «τὸ ἁπλοῡν αὐτοῡ κούφων ἁμαρτημάτων αἴτιον [[ἡγούμενος]]», <b>Πλάτ.</b><br />β. «κούφα γράμματα» — μικρή [[επιστολή]], <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> (για τον Λάζαρο) [[αδέσμευτος]], ελευθερωμένος από τα [[δεσμά]]<br /><b>10.</b> [[άυλος]], [[πνευματικός]]<br /><b>11.</b> (το ουδ. ή το θηλ. ως ουσ.) <i>τὸ κοῡφον</i> ή <i>ἡ κούφη</i><br />[[πιθάρι]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> <b>ιατρ.</b> α) «σικύαι κοῡφαι» — αναίμακτες βεντούζες <b>(Ορειβ.)</b><br />β) «κούφου μένοντος τοῡ ἰοῡ» — ενώ ο ιός μένει στην [[επιφάνεια]] <b>(Ορειβ.)</b><br />γ. «μὴν κοῡφος» — ο όγδοος [[μήνας]] της εγκυμοσύνης <b>(Σωρ.)</b><br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κούφως]] (AM)<br /><b>1.</b> ευκίνητα («καὶ ταῡτα [[κούφως]] ἐκ μέσων ἀρκυστά τῶν ὤρουσεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ελαφρά]] («[[κούφως]] (ὡπλισμένοι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />με έντεχνο τρόπο, [[επιδέξια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> με [[ελαφρά]] [[καρδιά]] («κουφότερον μετεφώνεε Φαιήκεσσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> εύκολα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κούφως]] ἔχω» — [[αισθάνομαι]] τον εαυτό μου ελαφρό (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θεωρείται ΙΕ προελεύσεως λ., [[παρά]] το [[γεγονός]] ότι δεν υπάρχουν συγγενείς τ. στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Το επίθ. πιθ. να προήλθε από κάποιο παλαιότερο ουσ., δεδομένου ότι η ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] που φαίνεται να εμφανίζει [[καθώς]] και ο [[τονισμός]] του δεν συνηθίζονται στα επίθετα.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κουφότητα]] (-<i>ης</i>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κουφίζω]] (ΙΙ)<br /><b>μσν.</b><br />[[κουφώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κουφάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κούφιος]], [[κουφώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ. λ.</b> <i>κουφ</i>(<i>ο</i>)- (II). (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[υπόκουφος]]].———————— <b>(II)</b><br />κοῡφος, τὸ (Μ)<br /><b>1.</b> [[κοιλότητα]], [[κουφάλα]]<br /><b>2.</b> θωρακική [[κοιλότητα]], [[στήθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του ουδ. <i>κοῦφον</i> (<i>τὸ</i>) <span style="color: red;"><</span> επίθ. [[κοῦφος]] (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[κουφάρι]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (AM κοῦφος, -η, -ον)<br /><b>1.</b> [[άδειος]], εσωτερικά [[κενός]], [[κούφιος]]<br /><b>2.</b> [[ευκίνητος]], [[γοργός]] («[[ἱκάνω]] κοῦφον ἐξάρας [[πόδα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μάταιος]], [[ανώφελος]], [[άσκοπος]] (α. «κούφες ελπίδες» β. «καὶ ἐς τὸν [[ἔπειτα]] χρόνον ἐλπίδος τι εἶχον κούφης», <b>Θουκ.</b><br />γ. «κούφων και πτηνῶν λόγων βαρυτάτη [[ζημία]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ελαφρόμυαλος]], [[επιπόλαιος]], [[απερίσκεπτος]], [[ματαιόδοξος]] («πείθει αὐτόν, κοῦφον [[ἄλλως]] καὶ ἄφρονα νεανίαν», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>5.</b> [[ελαφρός]], [[ανάλαφρος]] («κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[ήρεμος]], όχι [[σφοδρός]] (α. «αν πρέπ' εις τα κούφα πτερά της αύρας ο [[κτίστης]] τα θέμεθλ' ας στήσει», Βιζυην.<br />β. «κούφοις πνεύμασιν βόσκου», <b>Σοφ.</b><br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κοῦφον</i><br />το [[κοίλωμα]], η [[κουφάλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εύκολος]] («αἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰδοίης [[τέλος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ήπιος]], όχι [[δύστροπος]] (α. «[[ἦλθον]]... ἡγούμενοι κουφοτέραν καὶ νομιμωτέραν [[εἶναι]] τὴν Εὐαγόρου βασιλείαν τῶν [[οἴκοι]] πολιτειῶν», Ισοκρ.<br />β. «δεσπότην ἀπράγμονα καὶ κοῦφον ἐξαπατᾷ [[θεράπων]]», Μέν.)<br /><b>3.</b> αυτός που ανακουφίζει, που βοηθάει («ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[μηδαμινός]], [[τιποτένιος]] («κούφου πράγματος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[τροφή]]) [[εύπεπτος]]<br /><b>6.</b> (για στρατιώτη) [[ελαφρά]] οπλισμένος<br /><b>7.</b> (για [[πλοίο]]) [[ελαφρά]] φορτωμένος<br /><b>8.</b> [[μικρός]], [[λίγος]] (α. «τὸ ἁπλοῦν αὐτοῦ κούφων ἁμαρτημάτων αἴτιον [[ἡγούμενος]]», <b>Πλάτ.</b><br />β. «κούφα γράμματα» — μικρή [[επιστολή]], <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> (για τον Λάζαρο) [[αδέσμευτος]], ελευθερωμένος από τα [[δεσμά]]<br /><b>10.</b> [[άυλος]], [[πνευματικός]]<br /><b>11.</b> (το ουδ. ή το θηλ. ως ουσ.) <i>τὸ κοῦφον</i> ή <i>ἡ κούφη</i><br />[[πιθάρι]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> <b>ιατρ.</b> α) «σικύαι κοῦφαι» — αναίμακτες βεντούζες <b>(Ορειβ.)</b><br />β) «κούφου μένοντος τοῦ ἰοῦ» — ενώ ο ιός μένει στην [[επιφάνεια]] <b>(Ορειβ.)</b><br />γ. «μὴν κοῦφος» — ο όγδοος [[μήνας]] της εγκυμοσύνης <b>(Σωρ.)</b><br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κούφως]] (AM)<br /><b>1.</b> ευκίνητα («καὶ ταῦτα [[κούφως]] ἐκ μέσων ἀρκυστά τῶν ὤρουσεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ελαφρά]] («[[κούφως]] (ὡπλισμένοι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />με έντεχνο τρόπο, [[επιδέξια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> με [[ελαφρά]] [[καρδιά]] («κουφότερον μετεφώνεε Φαιήκεσσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> εύκολα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κούφως]] ἔχω» — [[αισθάνομαι]] τον εαυτό μου ελαφρό (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θεωρείται ΙΕ προελεύσεως λ., [[παρά]] το [[γεγονός]] ότι δεν υπάρχουν συγγενείς τ. στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Το επίθ. πιθ. να προήλθε από κάποιο παλαιότερο ουσ., δεδομένου ότι η ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] που φαίνεται να εμφανίζει [[καθώς]] και ο [[τονισμός]] του δεν συνηθίζονται στα επίθετα.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κουφότητα]] (-<i>ης</i>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κουφίζω]] (ΙΙ)<br /><b>μσν.</b><br />[[κουφώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κουφάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κούφιος]], [[κουφώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ. λ.</b> <i>κουφ</i>(<i>ο</i>)- (II). (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[υπόκουφος]]].<br /><b>(II)</b><br />κοῦφος, τὸ (Μ)<br /><b>1.</b> [[κοιλότητα]], [[κουφάλα]]<br /><b>2.</b> θωρακική [[κοιλότητα]], [[στήθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του ουδ. <i>κοῦφον</i> (<i>τὸ</i>) <span style="color: red;"><</span> επίθ. [[κοῦφος]] (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[κουφάρι]]].
}}
}}