κούφος
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο (AM κοῦφος, -η, -ον)
1. άδειος, εσωτερικά κενός, κούφιος
2. ευκίνητος, γοργός («ἱκάνω κοῦφον ἐξάρας πόδα», Σοφ.)
3. μάταιος, ανώφελος, άσκοπος (α. «κούφες ελπίδες» β. «καὶ ἐς τὸν ἔπειτα χρόνον ἐλπίδος τι εἶχον κούφης», Θουκ.
γ. «κούφων και πτηνῶν λόγων βαρυτάτη ζημία», Πλάτ.)
4. ελαφρόμυαλος, επιπόλαιος, απερίσκεπτος, ματαιόδοξος («πείθει αὐτόν, κοῦφον ἄλλως καὶ ἄφρονα νεανίαν», Ηρωδιαν.)
5. ελαφρός, ανάλαφρος («κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι», Ευρ.)
6. ήρεμος, όχι σφοδρός (α. «αν πρέπ' εις τα κούφα πτερά της αύρας ο κτίστης τα θέμεθλ' ας στήσει», Βιζυην.
β. «κούφοις πνεύμασιν βόσκου», Σοφ.
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κοῦφον
το κοίλωμα, η κουφάλα
αρχ.
1. εύκολος («αἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰδοίης τέλος», Αισχύλ.)
2. ήπιος, όχι δύστροπος (α. «ἦλθον... ἡγούμενοι κουφοτέραν καὶ νομιμωτέραν εἶναι τὴν Εὐαγόρου βασιλείαν τῶν οἴκοι πολιτειῶν», Ισοκρ.
β. «δεσπότην ἀπράγμονα καὶ κοῦφον ἐξαπατᾷ θεράπων», Μέν.)
3. αυτός που ανακουφίζει, που βοηθάει («ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ», Πίνδ.)
4. μηδαμινός, τιποτένιος («κούφου πράγματος», Πλάτ.)
5. (για τροφή) εύπεπτος
6. (για στρατιώτη) ελαφρά οπλισμένος
7. (για πλοίο) ελαφρά φορτωμένος
8. μικρός, λίγος (α. «τὸ ἁπλοῦν αὐτοῦ κούφων ἁμαρτημάτων αἴτιον ἡγούμενος», Πλάτ.
β. «κούφα γράμματα» — μικρή επιστολή, Ευρ.)
9. (για τον Λάζαρο) αδέσμευτος, ελευθερωμένος από τα δεσμά
10. άυλος, πνευματικός
11. (το ουδ. ή το θηλ. ως ουσ.) τὸ κοῦφον ή ἡ κούφη
πιθάρι
12. φρ. ιατρ. α) «σικύαι κοῦφαι» — αναίμακτες βεντούζες (Ορειβ.)
β) «κούφου μένοντος τοῦ ἰοῦ» — ενώ ο ιός μένει στην επιφάνεια (Ορειβ.)
γ. «μὴν κοῦφος» — ο όγδοος μήνας της εγκυμοσύνης (Σωρ.)
επίρρ...
κούφως (AM)
1. ευκίνητα («καὶ ταῦτα κούφως ἐκ μέσων ἀρκυστά τῶν ὤρουσεν», Αισχύλ.)
2. ελαφρά («κούφως (ὡπλισμένοι», Ξεν.)
μσν.
με έντεχνο τρόπο, επιδέξια
αρχ.
1. μτφ. με ελαφρά καρδιά («κουφότερον μετεφώνεε Φαιήκεσσιν», Ομ. Οδ.)
2. εύκολα
3. φρ. «κούφως ἔχω» — αισθάνομαι τον εαυτό μου ελαφρό (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Θεωρείται ΙΕ προελεύσεως λ., παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν συγγενείς τ. στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Το επίθ. πιθ. να προήλθε από κάποιο παλαιότερο ουσ., δεδομένου ότι η ετεροιωμένη βαθμίδα που φαίνεται να εμφανίζει καθώς και ο τονισμός του δεν συνηθίζονται στα επίθετα.
ΠΑΡ. κουφότητα (-ης)
αρχ.-μσν.
κουφίζω (ΙΙ)
μσν.
κουφώδης
μσν.- νεοελλ.
κουφάλα
νεοελλ.
κούφιος, κουφώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. λ. κουφ(ο)- (II). (Β' συνθετικό) αρχ. υπόκουφος].
(II)
κοῦφος, τὸ (Μ)
1. κοιλότητα, κουφάλα
2. θωρακική κοιλότητα, στήθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ουδ. κοῦφον (τὸ) < επίθ. κοῦφος (Ι).
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. κουφάρι].