πληγή: Difference between revisions

No change in size ,  13 June 2022
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "Homer down" to "Homer down")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιλαγά, Α<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[πλήττω]] με οποιοδήποτε [[μέσο]] ή όργανο, [[ιδίως]] με όπλο, [[τραύμα]] (α. «[[πληγή]] από [[σφαίρα]]» β. «[[πληγή]] από αμβλύ όργανο» γ. «πληγαῑς ἀφορήτοις σου καταξανθέντος τοῦ σώματος ὅλου τε», Μηναί<br />δ. «πληγὰς ἐπιθέντες ἀφῆκαν ἡμιθανή», ΚΔ<br />ε. «[[καθάπερ]] ποιμένες κτήνη πληγῇ νέμοντες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλήγμα]] δυστυχίας, [[ατυχία]], [[συμφορά]]<br />(α. «η [[αρρώστια]] του παιδιού της [[είναι]] [[μεγάλη]] [[πληγή]]» β. «πληγὴν ὑπήνεγκεν ἡ [[πόλις]]», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «ἐν μιᾷ πληγῇ κατέφθαρται [[ὄλβος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «οι [[δέκα]] πληγές [και αἱ [[δέκα]] πληγαί] του Φαραώ ή της Αιγύπτου»<br />i) η [[σειρά]] από τα [[δέκα]] [[δεινά]] που, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, έστειλε ο Θεός στην Αίγυπτο για να εξαναγκάσει τον Φαραώ να απελευθερώσει τους Εβραίους<br />ii) αλλεπάλληλες συμφορές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λύση]] της συνέχειας του δέρματος που οφείλεται σε [[μόλυνση]] ή σε [[ασθένεια]], [[έλκος]]<br /><b>2.</b> νοσηρή, δυσάρεστη [[κατάσταση]] (α. «η [[πληγή]] της πορνείας» β. «η [[πληγή]] τών ναρκωτικών»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[αναξέω]] [ή [[ξύνω]]] πληγές» — [[υπενθυμίζω]] δυσάρεστα γεγονότα<br />β) «έχει ανοιχτή [[πληγή]]» — βρίσκεται σε δυσάρεστη [[κατάσταση]] ή έχει πρόσφατη, οδυνηρή [[εμπειρία]]<br />γ) «[[είναι]] [[κρυφή]] [[πληγή]]» — [[είναι]] [[δόλιος]] [[άνθρωπος]] που κρύβει την [[κακία]] του<br />4) <b>παροιμ.</b> «αν δεν ξεσαμαρώσεις τον γάιδαρο, δεν βλέπεις τις πληγές του» — λέγεται για όσους υπομένουν τα βάσανά τους αγόγγυστα, αδιαμαρτύρητα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[ερέθισμα]] σε [[αισθητήριο]] όργανο («φωνὴν θῶμεν τὴν δι' ὤτων ὑπ' ἀέρος ἐγκεφάλου τε καὶ αἵματος [[μέχρι]] ψυχῆς πληγὴν διαδιδομένην», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χτύπος]], [[παλμός]] του σφυγμού<br /><b>3.</b> [[πάλη]], [[σύγκρουση]] με ρόπαλα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πληγαῑς ζημιοῦν [ή κολάζειν]» — [[επιβολή]] τιμωρίας με χτυπήματα ραβδιού ή μαστιγίου<br />β) «πληγῆς [[ἄρχω]]» — [[δίνω]] το [[χτύπημα]] [[πρώτος]], [[αρχίζω]] τη [[διαμάχη]]<br />γ) «στέρνων πληγαί» — χτυπήματα θρήνου με τα χέρια στο [[στήθος]]<br />δ) «[[πατάσσω]] πληγήν» — [[αποκρούω]] το [[χτύπημα]]<br />ε) «πληγαὶ βιότου» — οι δυστυχίες της ζωής<br />ζ) «πληγὴ θεοῡ» ή «πληγὴ [[Διός]]» — [[συμφορά]] σταλμένη από τον Δία, από τον θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] <i>pl</i><i>ā</i>-<i>g</i>- της ρίζας του ρ. [[πλήσσω]] «[[χτυπώ]]» με ηχηρή ουρανική [[παρέκταση]] -<i>γ</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[πλήττω]])].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιλαγά, Α<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[πλήττω]] με οποιοδήποτε [[μέσο]] ή όργανο, [[ιδίως]] με όπλο, [[τραύμα]] (α. «[[πληγή]] από [[σφαίρα]]» β. «[[πληγή]] από αμβλύ όργανο» γ. «πληγαῑς ἀφορήτοις σου καταξανθέντος τοῦ σώματος ὅλου τε», Μηναί<br />δ. «πληγὰς ἐπιθέντες ἀφῆκαν ἡμιθανή», ΚΔ<br />ε. «[[καθάπερ]] ποιμένες κτήνη πληγῇ νέμοντες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλήγμα]] δυστυχίας, [[ατυχία]], [[συμφορά]]<br />(α. «η [[αρρώστια]] του παιδιού της [[είναι]] [[μεγάλη]] [[πληγή]]» β. «πληγὴν ὑπήνεγκεν ἡ [[πόλις]]», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «ἐν μιᾷ πληγῇ κατέφθαρται [[ὄλβος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «οι [[δέκα]] πληγές [και αἱ [[δέκα]] πληγαί] του Φαραώ ή της Αιγύπτου»<br />i) η [[σειρά]] από τα [[δέκα]] [[δεινά]] που, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, έστειλε ο Θεός στην Αίγυπτο για να εξαναγκάσει τον Φαραώ να απελευθερώσει τους Εβραίους<br />ii) αλλεπάλληλες συμφορές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λύση]] της συνέχειας του δέρματος που οφείλεται σε [[μόλυνση]] ή σε [[ασθένεια]], [[έλκος]]<br /><b>2.</b> νοσηρή, δυσάρεστη [[κατάσταση]] (α. «η [[πληγή]] της πορνείας» β. «η [[πληγή]] τών ναρκωτικών»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[αναξέω]] [ή [[ξύνω]]] πληγές» — [[υπενθυμίζω]] δυσάρεστα γεγονότα<br />β) «έχει ανοιχτή [[πληγή]]» — βρίσκεται σε δυσάρεστη [[κατάσταση]] ή έχει πρόσφατη, οδυνηρή [[εμπειρία]]<br />γ) «[[είναι]] [[κρυφή]] [[πληγή]]» — [[είναι]] [[δόλιος]] [[άνθρωπος]] που κρύβει την [[κακία]] του<br />4) <b>παροιμ.</b> «αν δεν ξεσαμαρώσεις τον γάιδαρο, δεν βλέπεις τις πληγές του» — λέγεται για όσους υπομένουν τα βάσανά τους αγόγγυστα, αδιαμαρτύρητα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[ερέθισμα]] σε [[αισθητήριο]] όργανο («φωνὴν θῶμεν τὴν δι' ὤτων ὑπ' ἀέρος ἐγκεφάλου τε καὶ αἵματος [[μέχρι]] ψυχῆς πληγὴν διαδιδομένην», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χτύπος]], [[παλμός]] του σφυγμού<br /><b>3.</b> [[πάλη]], [[σύγκρουση]] με ρόπαλα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πληγαῑς ζημιοῦν [ή κολάζειν]» — [[επιβολή]] τιμωρίας με χτυπήματα ραβδιού ή μαστιγίου<br />β) «πληγῆς [[ἄρχω]]» — [[δίνω]] το [[χτύπημα]] [[πρώτος]], [[αρχίζω]] τη [[διαμάχη]]<br />γ) «στέρνων πληγαί» — χτυπήματα θρήνου με τα χέρια στο [[στήθος]]<br />δ) «[[πατάσσω]] πληγήν» — [[αποκρούω]] το [[χτύπημα]]<br />ε) «πληγαὶ βιότου» — οι δυστυχίες της ζωής<br />ζ) «πληγὴ θεοῦ» ή «πληγὴ [[Διός]]» — [[συμφορά]] σταλμένη από τον Δία, από τον θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] <i>pl</i><i>ā</i>-<i>g</i>- της ρίζας του ρ. [[πλήσσω]] «[[χτυπώ]]» με ηχηρή ουρανική [[παρέκταση]] -<i>γ</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[πλήττω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm