σηκός: Difference between revisions

No change in size ,  13 June 2022
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[σακός]] Α<br />(στην αρχ. Ελλ.) ο [[κυρίως]] [[ναός]], [[δηλαδή]] ο [[χώρος]] του ναού [[εκτός]] από τη [[στοά]], όπου βρισκόταν το [[άγαλμα]] του θεού («τόνδε τοῦ θεοῡ σηκὸν εἰς [[πεδίον]] ποιήσω», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοίλωμα]] σε τοίχο για την [[τοποθέτηση]] αγάλματος ή αγγείου<br /><b>μσν.</b><br />[[μέτρο]] βάρους πλάστιγγας, [[βαρίδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μάντρα]], [[περίφρακτος]] [[χώρος]], [[ιδίως]] για τον σταβλισμό των ζώων<br /><b>2.</b> (σχετικά με πτηνά) [[φωλιά]] όπου βρίσκονται οι νεοσσοί («οἱ πέρδικες δύο ποιοῦνται τῶν ᾠῶν σηκούς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κοιτώνας]]<br /><b>4.</b> [[κοίλος]] [[κορμός]] παλιάς [[ελιάς]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «Περὶ τοῦ Σηκοῡ» — [[τίτλος]] έργου του Λυσίου<br />β) «σηκὸς δράκοντος» — [[σπήλαιο]] δράκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι ο τ. <i>σᾱκός</i> / [[σηκός]] [[πρέπει]] να συνδεθεί με την [[οικογένεια]] του [[σάττω]]. Η μσν. σημ. του τ. [[σηκός]] «[[βαρίδι]] ζυγαριάς» έχει προέλθει υποχωρητικά από τη σημ. του ρ. <i>σηκῶ</i>, -<i>όω</i> «[[ζυγίζω]]»].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[σακός]] Α<br />(στην αρχ. Ελλ.) ο [[κυρίως]] [[ναός]], [[δηλαδή]] ο [[χώρος]] του ναού [[εκτός]] από τη [[στοά]], όπου βρισκόταν το [[άγαλμα]] του θεού («τόνδε τοῦ θεοῦ σηκὸν εἰς [[πεδίον]] ποιήσω», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοίλωμα]] σε τοίχο για την [[τοποθέτηση]] αγάλματος ή αγγείου<br /><b>μσν.</b><br />[[μέτρο]] βάρους πλάστιγγας, [[βαρίδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μάντρα]], [[περίφρακτος]] [[χώρος]], [[ιδίως]] για τον σταβλισμό των ζώων<br /><b>2.</b> (σχετικά με πτηνά) [[φωλιά]] όπου βρίσκονται οι νεοσσοί («οἱ πέρδικες δύο ποιοῦνται τῶν ᾠῶν σηκούς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κοιτώνας]]<br /><b>4.</b> [[κοίλος]] [[κορμός]] παλιάς [[ελιάς]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «Περὶ τοῦ Σηκοῦ» — [[τίτλος]] έργου του Λυσίου<br />β) «σηκὸς δράκοντος» — [[σπήλαιο]] δράκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι ο τ. <i>σᾱκός</i> / [[σηκός]] [[πρέπει]] να συνδεθεί με την [[οικογένεια]] του [[σάττω]]. Η μσν. σημ. του τ. [[σηκός]] «[[βαρίδι]] ζυγαριάς» έχει προέλθει υποχωρητικά από τη σημ. του ρ. <i>σηκῶ</i>, -<i>όω</i> «[[ζυγίζω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm