σηκός

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηκός Medium diacritics: σηκός Low diacritics: σηκός Capitals: ΣΗΚΟΣ
Transliteration A: sēkós Transliteration B: sēkos Transliteration C: sikos Beta Code: shko/s

English (LSJ)

(neut. pl. σῆκα (q.v.) as adverb), Dor. σακός (IG42(1).102.29 (Epid., iv B.C.)), ὁ,
A pen, fold, esp. for rearing lambs, kids, calves, Od. 9.219,227,319,439, 10.412, Il.18.589, Hes.Op.787; εἰς τὸν σ. οἴσουσιν, metaph. of young children, Pl.R. 460c; σηκὸν νομίζειν τὸ τεῖχος Id.Tht.174e; σ. δράκοντος the dragon's den, E.Ph.1010; οἱ πέρδικες δύο ποιοῦνται τῶν ᾠῶν σ. nests, Arist.HA564a21.
II sacred enclosure, precinct, Hdt.4.62 (v.l.), S.Ph.1328, E. (v. infr.), IGl.c., SIG247 K1 1155 (Delph., iv B.C.), Maiist.23, LXX 2 Ma.14.33; ὁ σ. τοῦ ἱεροῦ OGI 702.4 (Egypt, ii A.D.): acc. to Ammon.Diff.p.94 V. (cf. Call.Fr.38P. (ap. Sch.Oxy.Th.2.17), Plu.Cim.8, Epigr.Gr.781.7 (Cnidus)), the σηκός was sacred to a hero, the ναός to a god, a distinction not observed (v. Poll.1.6) by the Poets, cf. Trag.Adesp.424, E.Ph.1751 (lyr.), Rh.501, with Ion 300, etc.
2 sepulchre, burial place, enclosed and consecrated, ἀνδρῶν ἀγαθῶν ὅδε σ. Simon.4.6, cf. TAM 2(1).207.6, 208.7 (Sidyma).
3 library building, Gal.15.24 (pl.).
4 bedroom, σ. ἐπίπεδος Aret.CA2.2.
III stump of an old olive tree, περὶ τοῦ σ., title of speech by Lysias.
IV weight, in the balance, Eust.1625.26.

German (Pape)

[Seite 873] ὁ, 1) der Stall, ein eingepferchter Ort, die Hürde, bes. für Schaafe u. Ziegen; Hom. vrbdt σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς, Il. 18, 589; στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων, Od. 9, 219, u. öfter; ποιμνήιος, Hes. O. 783; Eubul. bei Ath. II, 43 c. – Übh. Wohnung, Lager für Menschen u. Tiere, σηκὸν ἐς μελαμβαθῆ δράκοντος, Eur. Phoen. 1017; σηκὸν ἐν ὄοει τὸ τεῖχος περιβεβλημένον, Plat. Theaet. 174, e; ᾠῶν, Vogelnest, Arist. H. A. 6, 8. – 2) nach den VLL. ὁ ἐνδότερος οἶκος τοῦ ναοῦ, ein eingeschlossener, heiliger Ort; nach Ammon. den Heroen od. Halbgöttern, wie ναός den Göttern geweiht, welchen Unterschied die Dichter wenigstens nicht festhalten, Soph. Phil. 1312; εἰς ᾿Αθηνᾶς σηκὸν μολών, Eur. Rhes. 501; σηκοῖς ἐνστρέφει Τροφωνίου, Ion 300; vgl. auch Plut. Cim. 8 u. Luc. amor. 14. – 3) der hohle Stamm eines nicht mehr tragenden Oelbaumes, Suid. erkl. στέλεχος, vgl. Lys. orat. 7, Περὶ σηκοῦ, worin es sich nach Harpocr. περὶ ἐλαίας ὲκκοπείσης handelt. Andere erkl. ἐλαία πολύκλαδος, B. A. 304; nach Harpocr. = μορία, was man vgl. – Nach Eust. auch wie σήκωμα, Gewicht.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
lieu clos, d'où
1 parc d'animaux (bergerie, étable, etc.);
2 enceinte sacrée ; particul. lieu de sépulture consacré, ou palissade dont on entourait un olivier devenu stérile et, p. suite, consacré.
Étymologie: cf. lat. sepes, sepio.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σηκός -οῦ, ὁ [σάττω] omheining, stal, kooi:; Κύκλωπος γὰρ ἔκειτο μέγα ῥόπαλον παρὰ σηκῷ want er lag een grote knots van de Cycloop naast de schaapskooi Od. 9.319; σηκὸν ἀμφιβαλεῖν ποιμνήιον een omheining voor de schaapskudde bouwen Hes. Op. 787; uitbr.. σηκὸν ἐς... δράκοντος boven het hol van een slang Eur. Phoen. 1010. heiligdom:. σηκός... μαινάδων een heiligdom van maenaden Eur. Phoen. 1751. omheinde olijfboomstomp. Lys. 7.5.

Russian (Dvoretsky)

σηκός:
1 загон, стойло, хлев (σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ᾽ ἐριφῶν Hom.);
2 логово, пещера (δράκοντος Eur.);
3 жилье (ἐν ὄρει Plat.);
4 гнездо (sc. τῶν περδίκων Arst.);
5 святилище, храм (σ. ἄβατος Eur.);
6 гробница, могила (sc. Θησέως Plut.);
7 ограда вокруг (священной) маслины Lys.

English (Autenrieth)

pen, fold.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σακός Α
(στην αρχ. Ελλ.) ο κυρίως ναός, δηλαδή ο χώρος του ναού εκτός από τη στοά, όπου βρισκόταν το άγαλμα του θεού («τόνδε τοῦ θεοῦ σηκὸν εἰς πεδίον ποιήσω», ΠΔ)
νεοελλ.
κοίλωμα σε τοίχο για την τοποθέτηση αγάλματος ή αγγείου
μσν.
μέτρο βάρους πλάστιγγας, βαρίδι
αρχ.
1. μάντρα, περίφρακτος χώρος, ιδίως για τον σταβλισμό των ζώων
2. (σχετικά με πτηνά) φωλιά όπου βρίσκονται οι νεοσσοί («οἱ πέρδικες δύο ποιοῦνται τῶν ᾠῶν σηκούς», Αριστοτ.)
3. κοιτώνας
4. κοίλος κορμός παλιάς ελιάς
5. φρ. α) «Περὶ τοῦ Σηκοῦ» — τίτλος έργου του Λυσίου
β) «σηκὸς δράκοντος» — σπήλαιο δράκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. σᾱκός / σηκός πρέπει να συνδεθεί με την οικογένεια του σάττω. Η μσν. σημ. του τ. σηκός «βαρίδι ζυγαριάς» έχει προέλθει υποχωρητικά από τη σημ. του ρ. σηκῶ, -όω «ζυγίζω»].

Greek Monotonic

σηκός: Δωρ. σᾱκός, ·
I. στάβλος, μάντρα, μαντρί, στάνη, περιφραγμένος χώρος, όπου φυλάσσονται αρνάκια, κατσικάκια, μοσχαράκια, σε Όμηρ., Ησίοδ.· σηκὸς δράκοντος, η σπηλιά του δράκοντα, σε Ευρ.
II. 1. ιερός περίβολος, ναΐσκος, άδυτο, σε Σοφ., Ευρ.
2. τάφος, τόπος ταφής, νεκροταφείο, σε Σιμων.
III. κορμός (που έχει κοιλώματα) γηραιού ελαιοδέντρου, κουφάλα γέρικης ελιάς, σε Λυσ.

Greek (Liddell-Scott)

σηκός: Δωρ. σᾱκός, ὁ, μάνδρα, μέρος περίφρακτον ἰδίᾳ χρήσιμον πρὸς περιποίησιν ἀμνῶν, ἐριφίων, μόσχων, Ὀδ. Ι. 219, 227, 439, Κ. 412, πρβλ. Ἰλ. Σ. 589, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 785· εἰς τὸν σ. φέρειν, μεταφορ., ἐπὶ νέων τέκνων, Πλάτ. Πολ. 460C· σηκὸν νομίζειν τὸ τεῖχος Πλάτ. Θεαίτ. 174Ε· σ. δράκοντος, τὸ σπήλαιον τοῦ δράκοντος, Εὐρ. Φοίν. 1010, πρβλ. 931· οἱ πέρδικες δύο ποιοῦνται τῶν ᾠῶν σηκούς, φωλεούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 8, 4. ΙΙ. ἱερὸς περίβολος, ἱερόν, ναΐσκος, Σοφ. Φιλ. 1328, Εὐρ. (ἴδε κατωτ.), διάφ. γραφ. Ἡρόδ. 4. 62· - κατὰ τὸν Ἀμμώνιον ὁ σηκὸς ἦτο ἱερὸν ἥρωος, ἡρῷον, ὁ δὲ ναὸς θεοῦ, - ἀλλὰ τὴν διάκρισιν ταύτην δὲν τηροῦσιν οἱ ποιηταί, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1753, Ρῆσ. 501, πρὸς τὸν Ἴωνα 300, κτλ., καὶ ἴδε Valck. εἰς Ἡρόδ. 6. 19. 2) τάφος, κοιμητήριον περίκλειστον καὶ καθιερωμένον, ἀνδρῶν ἀγαθῶν ὅδε σακὸς Σιμωνίδ. 5. 6, πρβλ. Τραγικ. Ἀποσπ. ᾨδ. σ. 137 Nauck, Πλουτ. Κίμ. 8, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 781. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 4264, -65, -66c, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ὁ κοῖλος κορμὸς παλαιᾶς ἐλαίας, ἴδε Λυσίου Περὶ τοῦ σηκοῦ. IV. βάρος, σταθμίον τι ἐν τῇ πλάστιγγι, «βαρῦδι», Εὐστ. 1625. 26. (Πρβλ. τὸ Λατ. saep-es, saep-io).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: enclosure, fence, pen, stable, enclosed sacred space (Il.).
Other forms: Dor. (Epid.) σακός.
Compounds: σηκο-κόρος m. stableman (ρ 224 a. o.).
Derivatives: 1. σηκ-ίς (Ar.), -ύλη, -υλλα (Ael. Dion., H., Phot.) f. house-slave (fem.); 2. -ίτης, Dor. σακ- m. (ἀρήν, ἔριφος) fed in the stable, weaned (Theoc., Long.; Redard 114); 3. σῆκα call of a herder (H.: "οὕτως ἐπιφθέγγονται οἱ ποιμένες εἰς τὸ συγκλεῖσαι τὰ ποίμνια"; cf. σῖγα); 4. -άζω to drive into the pen, to confine (Θ 131 a. o.); 5. σηκόω: a. σάκωσε κατέκλεισεν, ἀποσηκώσας ὡς ἐν σηκῳ̃ κατακλείσας H.; b. mostly with ἀντι-, ἀνα- to weigh against, to balance, to equalise, to compensate (Hp., Trag., Arist. a. o.); from this σήκ-ωμα, Dor. σάκ- n. enclosed sacred space (E., inscr.), usually weight, counterweight, calibrated weight or measure (E., Hyp., Plb., hell. a. late pap. a. inscr.); -ωτήρ m. balance beam (H.); ἀντισήκ-ωσις f. counterweight, equalisation (Hdt., Plot.); backformation ἀντί-σηκος equalising (Eust.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: PGr. Dor. σακός from *tu̯ākós is since Bezzenberger BB 12, 240 connected with σάττω stuff; Pok. 1098; s. v. with further attempts for connections. -- To σηκός after Szemerényi Sprache 11, 12 also ἠκέστας in Hom. ἤνις [σ]ηκέστας (with haplography of the σ); not very convincing. -- There is no indication that this word is IE; the zero grade *tu̯h2k- would rather have become *τυκ-; s o the word is rather Pre-Greek.

Middle Liddell

σηκός, δοριξ σᾱκός, οῦ, ὁ,
I. a pen, fold, for lambs, kids, calves, Hom., Hes.; ς. δράκοντος the dragon's den, Eur.
II. a sacred enclosure, chapel, shrine, Soph., Eur.
2. a sepulchre, burial-place, Simon.
III. the trunk of an old olive-tree, Lys.

Frisk Etymology German

σηκός: {sēkós}
Forms: dor. (Epid.) σακός
Grammar: m.
Meaning: Einfriedigung, Umzäunung, Hürde, Stall, eingehegter geweihter Raum (seit Il.);
Composita: σηκοκόρος m. Stallknecht (ρ 224 u. a.).
Derivative: Davon 1. σηκίς (Ar.), -ύλη, -υλλα (Ael. Dion., H., Phot.) f. Haussklavin; 2. -ίτης, dor. σακ- m. (ἀρήν, ἔριφος) im Stall gefüttert, entwöhnt (Theok., Long.; Redard 114); 3. σῆκα Lockruf eines Hirten (H.: "οὕτως ἐπιφθέγγονται οἱ ποιμένες εἰς τὸ συγκλεῖσαι τὰ ποίμνια"; vgl. σῖγα); 4. -άζω in die Hürde treiben, einsperren (Θ 131 u. a.); 5. σηκόω: a. σάκωσε· κατέκλεισεν, ἀποσηκώσας· ὡς ἐν σηκῳ̃ κατακλείσας H.; b. meist mit ἀντι-, ἀνα- dagegen abwägen, aufwiegen, ausgleichen, entschädigen (Hp., Trag., Arist. u. a.); davon σήκωμα, dor. σάκ- n. eingehegter heiliger Raum (E., Inschr.), gew. ‘Gewicht, Gegengewicht, geeichtes Gewicht od. Maß’ (E., Hyp., Plb., hell. u. sp. Pap. u. Inschr.); -ωτήρ m. Waagebalken (H.); ἀντισήκωσις f. Gegengewicht, Ausgleichung (Hdt., Plot.); Rückbildung ἀντίσηκος ausgleichend (Eust.).
Etymology: Urgr. dor. σακός aus *tu̯ākós wird seit Bezzenberger BB 12, 240 mit σάττω verbunden; s. d. mit weiteren Anknüpfungsversuchen. — Zu σηκός nach Szemerényi Sprache 11, 12 auch ἠκέστας in hom. ἤνις [σ]ηκέστας (mit Haplographie des σ); wenig überzeugend.
Page 2,695

English (Woodhouse)

cave, den, fold, consecrated ground, consecrated land, fold for sheep, place for rearing children, sacred enclosure

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

καί σακός (=μάντρα, ἱερός περίβολος). Ἀπό τό σάττω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα του σηκός: σηκάζω, σηκίς, ἡ (=δούλα τοῦ σπιτιοῦ), σηκοκόρος, σηκόω (=ζυγίζω), σηκώδης, σήκωμα (=βαρίδι).

Translations

pen

Albanian: vathë, thark; Arabic: زَرِيبَة‎, حَظِيرَة‎; Armenian: ոչխարանոց; Basque: eskorta; Belarusian: загон; Bulgarian: кошара; Catalan: corral; Chinese Mandarin: 圈, 欄圈, 栏圈; Min Nan: 牢, 稠; Czech: výběh; Dutch: ren, kraal; Esperanto: kralo; Finnish: karsina, tarha; French: enclos; Galician: curral; German: Pferch, Zwinger; Gothic: 𐌲𐌰𐍂𐌳𐌰; Greek: μαντρί, στάνη, στρούγκα; Ancient Greek: μάνδρα, σηκός; Hungarian: karám; Icelandic: kví, tröð, stía, rétt; Irish: cró; Italian: recinto, chiuso, ovile; Japanese: ペン; Khmer: ឋានវតី, ទ្រុង; Lao: ເລົ້າ; Latin: hara; Macedonian: тор, тр́ло; Maori: rāihe; Norwegian Bokmål: innhegning, inngjerding, kve; Nynorsk: innhegning, inngjerding, kve; Persian: زاغد‎; Polish: wybieg; Portuguese: curral, cercado; Romanian: coteț; Russian: загон, кошара; Slovak: výbeh; Spanish: corral; Swahili: zizi 5/6; Swedish: hage; Thai: คอก, เล้า; Ukrainian: загі́н; Walloon: eclôs

graveyard

Adyghe: къэхалъэ, хъэхалъэ; Afrikaans: begraafplek, begraafplaas; Albanian: varrezë; Amharic: መካነ መቃብር, መቃብር ቦታ; Arabic: مَقْبَرَة‎, مَقْبُرَة‎, مَدْفِن‎; Egyptian Arabic: مقبرة‎; Hijazi Arabic: مَقْبَرة‎; Moroccan Arabic: مقبرة‎, روضة‎, قبورات‎; Aragonese: fosal; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܒܹܝܬ ܩܒ݂ܘܼܪܹ̈ܐ‎; Classical Syriac: ܒܝܬ ܩܒܘܪܐ‎; Armenian: գերեզմանոց; Aromanian: chimitir, murmintsã, grupishti, chimitiriu; Assamese: কবৰখানা, কবৰস্থান; Asturian: cementeriu, campusantu; Azerbaijani: məzarlıq, qəbiristan; Bashkir: зыярат; Basque: hilerri, kanposantu; Belarusian: могілкі, магі́ліцы, цвінтар, могільнік; Bengali: কারবালা; Breton: bered; Bulgarian: гробище; Burmese: သုသာန်, သင်္ချိုင်း, တစပြင်; Cahuilla: kuyva'al; Catalan: cementiri, camp sant, tenca d'hora; Cebuano: sementeryo, menteryo, sam-ang, lubnganan; Chamicuro: pantyon; Chechen: кешнаш; Cherokee: ᏧᎾᏓᏂᏐᏗᎢ; Chinese Cantonese: 墳場, 坟场, 公墓, 墓地; Dungan: фынйүан; Hakka: 墓地; Mandarin: 公墓 墓地, 墳地, 坟地; Min Nan: 公墓, 墓地; Chuvash: ҫӑва; Cornish: korflan, ynkladhva; Corsican: cimiteriu, campusantu; Crimean Tatar: mezarlıq, qabristan; Czech: hřbitov, pohřebiště, krchov; Dalmatian: čemitier; Danish: kirkegård, gravplads; Dupaningan Agta: libalbang; Dutch: kerkhof, begraafplaats, knekelveld; Elfdalian: tjyörtjgard; Esperanto: tombejo, enterigejo; Estonian: surnuaed, kalmistu; Faroese: kirkjugarður; Fijian: ibulubulu; Finnish: hautausmaa, hautuumaa, kalmisto; French: cimetière, boulevard des allongés, jardin des allongés, champ de navets, Champ-des-Navets; Friulian: cimitieri; Galician: cemiterio, camposanto, cadavroa, necrópole; Georgian: სასაფლაო; German: Begräbnisplatz, Friedhof, Gottesacker, Gräberfeld, Kirchhof, Leichenhof, Totenacker; Pennsylvania German: Karichhof; Greek: κοιμηντήριον, κοιμητήρι, κοιμητήριν, κοιμητήριο, κοιμητήριον, κυπαρισσάκια, κυπαρίσσια, μνήματα, νεκροταφείο, οδός αναπαύσεως, τόπος αιωνίας αναπαύσεως, τόπος αναπαύσεως; Ancient Greek: ἀποθήκη σωμάτων, κοιμητήριον, κοιμητηρία, νεκροδοχεῖον, νεκρία, νεκρών, πολυάνδριος τάφος, πολυανδρεῖον, πολυάνδριον, σακός, σηκός, τάφια, τόπος; Greenlandic: iliveqarfik; Guaraní: tyvyty; Haitian Creole: simityè; Hebrew: בֵּית קְבָרוֹת‎, בֵּית עוֹלָם‎; Hindi: क़ब्रिस्तान, गोरिस्तान, समाधिक्षेत्र; Hungarian: temető; Icelandic: kirkjugarður, grafreitur; Ido: tombeyo, enterigeyo; Indonesian: pusara, pekuburan, kuburan, makam, pemakaman; Interlingua: cemeterio; Irish: reilig, cill; Italian: cimitero, camposanto, sepolcreto; Japanese: 墓, 墓地, 霊園, 墓場, 化野, 墓園; Kazakh: зират, бейіт; Khmer: ទីប៉ាឆា, ប៉ាឆា; Korean: 묘지(墓地), 묘원(墓園); Kurdish Central Kurdish: قەبرستان‎, گۆڕستان‎; Northern Kurdish: goristan; Kyrgyz: мазар, көрүстөн; Ladin: curtina; Ladino: betahayim, sementario; Lao: ປ່າຊ້າ, ສຸສານ; Latin: coemeterium, sepulcretum; Latvian: kapsēta, kapi; Ligurian: çementeri, campu santu; Limos Kalinga: lolobnan; Lingala: nkunda; Lithuanian: kapinės; Low German: Begreefplak; Luxembourgish: Kierfecht; Macedonian: гробишта; Maia: matmat; Malay: pekuburan; Malayalam: ശവക്കോട്ട; Maltese: ċimiterju, midfen; Mansi: савыӈкан; Manx: rhuillick; Maori: urupā, whakauenuku; Mapudungun: eluwe, eltun, eltuwe; Mari Western Mari: шӹгерлӓ; Mirandese: semitério; Mongolian Cyrillic: оршуулгын газар; Mwani: kuzimu; Navajo: jishchááʼ, łeeh dahoʼdiiʼníiłgi; Nepali: चिहान; Norman: chymetyire, chînm'tchiéthe; Northern Northern Sami: girkogárdi, hávdeeanan; Northern Norwegian Bokmål: kirkegård, gravlund, leggplass, gravplass; Nynorsk: kyrkjegard, gravlund, gravplass; Occitan: cementèri, sagrat; Old English: līctūn; Pali: susāna; Papiamentu: santana, graf; Pashto: جېرګه‎, قبرستان‎, ګورستان‎, مړستون‎; Persian: قبرستان‎, گورستان‎; Picard: chimintière; Plautdietsch: Kjoakjhoff, Graufhoff, Frädhoff; Polish: cmentarz, cmentarny; Portuguese: cemitério; Punjabi: ਕਬਰਸਤਾਨ; Quechua: ayapampa; Rohingya: hoborstán, koborstán; Romagnol: camsãnt; Romanian: cimitir, țintirim; Romansch: santeri, santieri, sunteri; Russian: кладбище, киркут; Saanich: šməlq̕ʷelə; Samoan Plantation Pidgin: matmat; Sanskrit: श्मशान; Scottish Gaelic: cladh; Serbo-Croatian Cyrillic: гробље, мезарје, гробиштe, пoкoпaлиштe, гробје, мезарлук; Roman: groblje, mezarje, grobište, pokopalište, grobje, mezarluk; Sicilian: cimiciaru, cimiteru, campusantu; Silesian: smyntorz, kyrchof, kerchůw; Sinhalese: ආළාහනය; Slovak: cintorín; Slovene: pokopališče, britof; Somali: xabaalo; Sorbian Lower Sorbian: kjarchob, zakopowanišćo; Upper Sorbian: kěrchow; Spanish: cementerio, campo santo, camposanto, panteón; Sranan Tongo: berpe, beripe; Sundanese: pakuburan; Swahili: makaburi; Swedish: begravningsplats, kyrkogård; Tagalog: sementeryo; Tajik: гӯристон, қабристон; Tamil: இடுகாடு; Tatar: зират, каберлек; Telugu: వల్లకాడు, శ్మశానము, రుద్రభూమి, శ్మశానవాటిక; Thai: ป่าช้า, สุสาน, ที่ฝังศพ; Tibetan: དུར་ཁྲོད; Tigre: መቓብር; Tigrinya: መካነ-መቓብር; Tocharian B: erkau; Tok Pisin: matmat; Turkish: mezarlık, kabristan, mezaristan, gömütlük, tahtalıköy; Turkmen: mazarlyk, mazarçylyk; Ukrainian: цвинтар, кладовище, кладовище, кладовисько, гробки, гробовище, могилки, кіркут; Urdu: قبرستان‎, گورستان‎; Uyghur: قەبرىستانلىق‎, مازار‎; Uzbek: qabriston, goʻriston; Veps: kaumišt; Vietnamese: nghĩa trang, nghĩa địa, bãi tha ma; Vilamovian: kiychhöf; Volapük: sepülemöp, sepülamöp, funafeil, deadanöp; Walloon: aite, cimintire; Waray-Waray: sementeryo; Wayuu: aamaka; Welsh: claddfa, mynwent, corfflan; West Frisian: tsjerkhôf, begraafplak; Westrobothnian: gravabakk; Wolof: baameel; Yiddish: בית־עולם‎, קבֿרות‎, צווינטער‎; Yurok: kowištewoƚ

tomb

Albanian: varr; Arabic: قَبْر‎, ضَرِيح‎; Egyptian Arabic: تربة‎; Moroccan Arabic: قبر‎; Aramaic Classical Syriac: ܩܲܒ݂ܪܵܐ‎; Turoyo: ܩܰܘܪܳܐ‎; Armenian: դամբարան; Aromanian: tumbã, murmintu; Azerbaijani: məzar; Bashkir: ҡәбер; Belarusian: грабні́ца, магі́льня; Bulgarian: гробница; Burmese: ဂူ; Catalan: tomba; Chichewa: manda; Chinese Cantonese: 墳墓, 坟墓; Mandarin: 墳墓, 坟墓, 墓葬, 宅兆; Czech: hrobka; Dutch: tombe; Esperanto: tombo; Faliscan: cela; Finnish: hauta, hautakappeli, hautakammio; French: tombe, tombeau; Friulian: tombe; Galician: túmulo, sepulcro, tumba; Georgian: საფლავი; German: Grabmal, Gruft; Greek: τάφος, ταφικό μνημείο; Ancient Greek: ᾍδης, ἄδυτον, ἄριζος, βόθρος, βοῦστον, βρένθος, γοῦντα, γούντη, γουτάριον, διαφθορά, ἔμβασις, ἐμβατή, ἐνταφή, ἐντάφιον, ἐντομίς, ἕρμαιον, ἑστία, εὐνή, ἠρίον, θήκη, θῆμα, κάλυμμα, κατασκαφή, κοιμητήριον, κοιτών, λέσχη, μνάμα, μνῆμα, μνήμη, μνημόριον, νεκροδοχεῖον, νεκροθήκη, περιβολαὶ χθονός, σακός, σᾶμα, σηκός, σῆμα, σκάφη, στέγος, στιβάς, σωματοφυλάκιον, τάφειμα, ταφή, τάφος, τόπος, ἡρῷον, τύμβευμα, τύμβος, χοῦς θανάτου; Hindi: क़ब्र; Hungarian: sír; Ido: tombo; Irish: tuama; Italian: tomba; Japanese: 墓, 墳墓; Kazakh: қабір; Khmer: ផ្នូរ, លេណក; Korean: 무덤, 분묘; Kurdish Northern Kurdish: mezel; Kyrgyz: мүрзө; Lao: ຂຸມຝັງສົບ, ຂຸມຜີ, ຂຸມເຮ່ວ; Latin: bustum; Macedonian: гробница; Malay: makam; Maore Comorian: kaɓuri; Maori: toma, toma tūpāpaku; Mongolian: бунхан; Norman: sépultuthe; Occitan: tomba; Persian: مزار‎, آرامگاه‎,قبر‎; Polish: grobowiec; Portuguese: túmulo, tumba, jazigo; Romanian: mormânt; Russian: гробница, склеп; Sardinian: molimentu, morimentu, molumentu, mulimentu, murimentu; Serbo-Croatian Cyrillic: гро̏бница; Roman: grȍbnica; Slovak: hrobka; Slovene: grobnica; Sorbian Lower Sorbian: rownišćo, krypta; Spanish: tumba; Tajik: мақбара, қабр; Tetum: rate; Thai: ที่ฝังศพ; Turkish: mezar; Ugaritic: 𐎃𐎌𐎚; Ukrainian: гробниця; Urdu: قبر‎; Uzbek: maqbara, qabr; Vietnamese: mộ, lăng tẩm, phần mộ; Walloon: tombe; Welsh: bedd, beddrod; Yámana: wannače; Zazaki: mezel