3,274,522
edits
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[πίστις]], -εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. -ιος, Α<br /><b>1.</b> η αφηρημένη [[έννοια]] του [[πιστεύω]], η [[παραδοχή]] ενός πράγματος ως αληθινού, [[εμπιστοσύνη]]<br /><b>2.</b> η υποκειμενική [[βεβαιότητα]] σχετικά με ένα [[πράγμα]] ή μια [[κατάσταση]]<br /><b>3.</b> η εμπορική [[υπόληψη]], το να θεωρεί [[κανείς]] ότι [[κάποιος]] [[είναι]] αξιόχρεος, με [[αποτέλεσμα]] να του δανείζει χρήματα ή να του παραχωρεί εμπορεύματα [[χωρίς]] να [[είναι]] αναγκαία η άμεση [[καταβολή]] αντιτίμου, αλλ. [[πίστωση]] («[[πίστις]] [[μέντοι]] Φορμίωνι παρὰ τοῖς εἰδόσι καὶ τοσούτων καὶ πολλῷ πλειόνων χρημάτων ἐστί», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> ([[κυρίως]] στη [[θεολογία]]) η εσώτερη [[πεποίθηση]] και η συνειδητή [[βεβαιότητα]] για την ύπαρξη πραγματικοτήτων οι οποίες δεν εμπίπτουν στην αποδεικτική [[διαδικασία]] τών [[νοητών]] ή αισθητικών ικανοτήτων του ανθρώπου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «καλή τη πίστει» — [[χωρίς]] δόλο («υπέγραψε το [[έγγραφο]] καλή τη πίστει»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σταθερή [[προσήλωση]], [[αφοσίωση]] σε αρχές ή δόγματα<br /><b>2.</b> το [[θρήσκευμα]], η [[θρησκεία]] στην οποία πιστεύει [[κανείς]] («γίνεσαι [[Τούρκος]], Διάκο μου, την [[πίστη]] σου ν' αλλάξεις», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>3.</b> η [[τήρηση]] αμοιβαίως αναγνωρισμένων υποχρεώσεων («συζυγική [[πίστη]]»)<br /><b>4.</b> (νομ.-οικον.) η [[μεταβίβαση]] δικαιωμάτων ιδιοκτησίας επί ενός αντικειμένου, λ.χ. ενός χρηματικού ποσού, σε [[ανταλλαγή]] με [[απόκτηση]] απαιτήσεως σε συγκεκριμένα αντικείμενα, λ.χ. [[ποσό]] χρημάτων, σε συγκεκριμένο χρόνο στο [[μέλλον]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πίστη]] καλή»<br /><b>(νομ.)</b> η [[περί]] εντιμότητας κοινωνική [[αντίληψη]] που ο [[νόμος]] απαιτεί στις συναλλαγές και η οποία εισήχθη στο [[δίκαιο]] από τη [[φιλοσοφία]] ως [[ανάγκη]] προσαρμογής του νόμου στο κοινό [[περί]] δικαίου [[αίσθημα]] και στην [[ιδέα]] της επιείκειας<br />β) «[[πίστη]] αγροτική» — το [[σύνολο]] τών κεφαλαίων που χορηγούνται στη [[γεωργία]], [[καθώς]] και οι όροι και οι προϋποθέσεις με τα οποία γίνεται η χορήγησή τους<br />γ) «[[πίστη]] καταναλωτική»<br /><b>(οικον.)</b> βραχυχρόνια και μεσοχρόνια δάνεια που χρησιμοποιούνται για να χρηματοδοτήσουν τις αγορές αγαθών ή υπηρεσιών για προσωπική [[κατανάλωση]] ή για να επαναχρηματοδοτήσουν χρέη που υπάρχουν για τέτοιους σκοπούς<br />δ) «[[πίστη]] αλιευτική» — εξειδικευμένη [[μορφή]] πίστης που συνίσταται στην [[παροχή]] δανείων στους αλιευτικούς συνεταιρισμούς και στις αλιευτικές επιχειρήσεις με σκοπό τη [[βελτίωση]] τών μεθόδων αλιείας και την [[αύξηση]] της αλιευτικής παραγωγής<br />ε) «[[πίστη]] ναυτική» — ειδική [[μορφή]] πίστωσης που συνίσταται στην [[παροχή]] δανείων σε ναυτιλιακούς παράγοντες<br />στ) «[[πίστη]] βιομηχανική» — εξειδικευμένη [[μορφή]] πίστης που συνίσταται στη [[χορήγηση]] πιστώσεων σε βιομηχανικές επιχειρήσεις<br />ζ) «[[πίστη]] εμπορική» — [[κατηγορία]] πίστης που αφορά το εσωτερικό και εξωτερικό [[εμπόριο]]<br />η) «μού, [σού, του] άλλαζε ή έβγαλε την [[πίστη]]» — μέ ταλαιπώρησε, μέ βασάνισε<br />θ) «μού βγήκε η [[πίστη]]» — κουράστηκα πολύ, τράβηξα τα πάνδεινα<br />ι) «το [[σύμβολο]] της Πίστεως»<br /><b>εκκλ.</b> το [[πιστεύω]]<br />ια) «κακή [[πίστη]]» — [[κακοπιστία]], [[δολιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αξιοπιστία]], [[τιμιότητα]] («τιμιώτεροι εἰσι οἱ | |mltxt=η / [[πίστις]], -εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. -ιος, Α<br /><b>1.</b> η αφηρημένη [[έννοια]] του [[πιστεύω]], η [[παραδοχή]] ενός πράγματος ως αληθινού, [[εμπιστοσύνη]]<br /><b>2.</b> η υποκειμενική [[βεβαιότητα]] σχετικά με ένα [[πράγμα]] ή μια [[κατάσταση]]<br /><b>3.</b> η εμπορική [[υπόληψη]], το να θεωρεί [[κανείς]] ότι [[κάποιος]] [[είναι]] αξιόχρεος, με [[αποτέλεσμα]] να του δανείζει χρήματα ή να του παραχωρεί εμπορεύματα [[χωρίς]] να [[είναι]] αναγκαία η άμεση [[καταβολή]] αντιτίμου, αλλ. [[πίστωση]] («[[πίστις]] [[μέντοι]] Φορμίωνι παρὰ τοῖς εἰδόσι καὶ τοσούτων καὶ πολλῷ πλειόνων χρημάτων ἐστί», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> ([[κυρίως]] στη [[θεολογία]]) η εσώτερη [[πεποίθηση]] και η συνειδητή [[βεβαιότητα]] για την ύπαρξη πραγματικοτήτων οι οποίες δεν εμπίπτουν στην αποδεικτική [[διαδικασία]] τών [[νοητών]] ή αισθητικών ικανοτήτων του ανθρώπου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «καλή τη πίστει» — [[χωρίς]] δόλο («υπέγραψε το [[έγγραφο]] καλή τη πίστει»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σταθερή [[προσήλωση]], [[αφοσίωση]] σε αρχές ή δόγματα<br /><b>2.</b> το [[θρήσκευμα]], η [[θρησκεία]] στην οποία πιστεύει [[κανείς]] («γίνεσαι [[Τούρκος]], Διάκο μου, την [[πίστη]] σου ν' αλλάξεις», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>3.</b> η [[τήρηση]] αμοιβαίως αναγνωρισμένων υποχρεώσεων («συζυγική [[πίστη]]»)<br /><b>4.</b> (νομ.-οικον.) η [[μεταβίβαση]] δικαιωμάτων ιδιοκτησίας επί ενός αντικειμένου, λ.χ. ενός χρηματικού ποσού, σε [[ανταλλαγή]] με [[απόκτηση]] απαιτήσεως σε συγκεκριμένα αντικείμενα, λ.χ. [[ποσό]] χρημάτων, σε συγκεκριμένο χρόνο στο [[μέλλον]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πίστη]] καλή»<br /><b>(νομ.)</b> η [[περί]] εντιμότητας κοινωνική [[αντίληψη]] που ο [[νόμος]] απαιτεί στις συναλλαγές και η οποία εισήχθη στο [[δίκαιο]] από τη [[φιλοσοφία]] ως [[ανάγκη]] προσαρμογής του νόμου στο κοινό [[περί]] δικαίου [[αίσθημα]] και στην [[ιδέα]] της επιείκειας<br />β) «[[πίστη]] αγροτική» — το [[σύνολο]] τών κεφαλαίων που χορηγούνται στη [[γεωργία]], [[καθώς]] και οι όροι και οι προϋποθέσεις με τα οποία γίνεται η χορήγησή τους<br />γ) «[[πίστη]] καταναλωτική»<br /><b>(οικον.)</b> βραχυχρόνια και μεσοχρόνια δάνεια που χρησιμοποιούνται για να χρηματοδοτήσουν τις αγορές αγαθών ή υπηρεσιών για προσωπική [[κατανάλωση]] ή για να επαναχρηματοδοτήσουν χρέη που υπάρχουν για τέτοιους σκοπούς<br />δ) «[[πίστη]] αλιευτική» — εξειδικευμένη [[μορφή]] πίστης που συνίσταται στην [[παροχή]] δανείων στους αλιευτικούς συνεταιρισμούς και στις αλιευτικές επιχειρήσεις με σκοπό τη [[βελτίωση]] τών μεθόδων αλιείας και την [[αύξηση]] της αλιευτικής παραγωγής<br />ε) «[[πίστη]] ναυτική» — ειδική [[μορφή]] πίστωσης που συνίσταται στην [[παροχή]] δανείων σε ναυτιλιακούς παράγοντες<br />στ) «[[πίστη]] βιομηχανική» — εξειδικευμένη [[μορφή]] πίστης που συνίσταται στη [[χορήγηση]] πιστώσεων σε βιομηχανικές επιχειρήσεις<br />ζ) «[[πίστη]] εμπορική» — [[κατηγορία]] πίστης που αφορά το εσωτερικό και εξωτερικό [[εμπόριο]]<br />η) «μού, [σού, του] άλλαζε ή έβγαλε την [[πίστη]]» — μέ ταλαιπώρησε, μέ βασάνισε<br />θ) «μού βγήκε η [[πίστη]]» — κουράστηκα πολύ, τράβηξα τα πάνδεινα<br />ι) «το [[σύμβολο]] της Πίστεως»<br /><b>εκκλ.</b> το [[πιστεύω]]<br />ια) «κακή [[πίστη]]» — [[κακοπιστία]], [[δολιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αξιοπιστία]], [[τιμιότητα]] («τιμιώτεροι εἰσι οἱ εὐνοῦχοι [[πίστιος]] εἵνεκεν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[υπόληψη]] («πίστιν τὰ τοιαῡτα ἔχειν τινά», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατάσταση]] που εμπνέει [[εμπιστοσύνη]] σε κάποιον<br /><b>4.</b> [[καθετί]] το οποίο παρέχει [[εμπιστοσύνη]], όπως: α) η [[εγγύηση]] που δίνεται σχετικά με [[κάτι]] («ὅρκοις καὶ πίστεσιν ἀναγκάζειν», Αντιφ.)<br />β) πειστικό [[μέσο]], [[επιχείρημα]]<br />γ) (με ειδική σημ.) [[επιχείρημα]] χρησιμοποιούμενο στη [[ρητορική]] και, [[ιδίως]] στον Αριστοτέλη, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το αποδεικτικό [[επιχείρημα]]<br /><b>5.</b> [[καθετί]] που παραδίδεται σε κάποιον για να το φυλάξει, όπως: α) [[παρακαταθήκη]]<br />β) [[πολιτική]] [[προστασία]] ή [[επικυριαρχία]] («Αἰτωλοὶ... δόντες αὑτοὺς είς τὴν Ρωμαίων πίστιν... τῷ τῆς πίστεως ὀνόματι πλανηθέντες», <b>Πολ.</b>)<br /><b>6.</b> (στην Αίγυπτο) [[διαβατήριο]]<br /><b>7.</b> (στους Πυθαγορείους) [[ονομασία]] του αριθμού [[δέκα]]<br /><b>8.</b> (με περιληπτ. σημ.) το [[σώμα]] τών πιστών, τών χριστιανών στο [[σύνολο]] τους<br /><b>9.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πίστις</i><br />[[ονομασία]] θεάς<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «πίστιν ἔχω [[περί]] τινος» — [[είμαι]] απόλυτα πεπεισμένος για [[κάτι]] ή έχω απόλυτη [[εμπιστοσύνη]] σε κάποιον σχετικά με [[κάτι]]<br />β) «ποιοῦμαι πίστιν καὶ ὅρκια» και «τὰς πίστεις ποιοῦμαι» — [[συνάπτω]] [[συνθήκη]] με κάποιον με [[ανταλλαγή]] αμοιβαίων διαβεβαιώσεων και όρκων<br />γ) «πίστιν [[δίδωμι]]» — [[παρέχω]], [[δίνω]] διαβεβαιώσεις<br />δ) «πίστει [[λαμβάνω]] τινά» ή «πίστει [[καταλαμβάνω]] τινά» — [[δέχομαι]] κάποιον ως φίλο [[μετά]] από διαβεβαιώσεις<br />ε) «πίστιν [[δίδωμι]] καὶ [[λαμβάνω]]» — [[ανταλλάσσω]] διαβεβαιώσεις<br />στ) «φόβων [[πίστις]]» — [[βεβαίωση]] που δίνεται [[εναντίον]] του φόβου, [[ενθάρρυνση]]<br />ζ) «[[πίστις]] [[δημοσία]]» — οι διαβεβαιώσεις που δίνονται σχετικά με την [[ασφάλεια]] κάποιου και, κατ' επέκτ., η [[ασφάλεια]] που παρέχεται σε κάποιον<br />η) «οἱ κατὰ πίστιν» — οι πιστοί<br />θ) «οἱ ἔξω τῆς πίστεως» και «οἱ ἀλλότριοι τῆς πίστεως» — αυτοί που δεν ανήκουν στο [[σώμα]] τών πιστών<br />ι) «οἱ ἐν πίστει ἀναπαυσάμενοι» — άνθρωποι που πέθαναν χριστιανοί<br />ια) «ὁ [[λόγος]] τῆς πίστεως» — το [[δόγμα]] της πίστης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πίθ</i>-<i>τις</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πιθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τις</i>, με συριστικοποίηση του -<i>θ</i>- προ του -<i>τ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πιστός]]). Για τη σημ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[πείθω]]. | ||
}} | }} |