πίστη
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Greek Monolingual
η / πίστις, -εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. -ιος, Α
1. η αφηρημένη έννοια του πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη
2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση
3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι κάποιος είναι αξιόχρεος, με αποτέλεσμα να του δανείζει χρήματα ή να του παραχωρεί εμπορεύματα χωρίς να είναι αναγκαία η άμεση καταβολή αντιτίμου, αλλ. πίστωση («πίστις μέντοι Φορμίωνι παρὰ τοῖς εἰδόσι καὶ τοσούτων καὶ πολλῷ πλειόνων χρημάτων ἐστί», Δημοσθ.)
4. (κυρίως στη θεολογία) η εσώτερη πεποίθηση και η συνειδητή βεβαιότητα για την ύπαρξη πραγματικοτήτων οι οποίες δεν εμπίπτουν στην αποδεικτική διαδικασία τών νοητών ή αισθητικών ικανοτήτων του ανθρώπου
5. φρ. «καλή τη πίστει» — χωρίς δόλο («υπέγραψε το έγγραφο καλή τη πίστει»)
νεοελλ.
1. σταθερή προσήλωση, αφοσίωση σε αρχές ή δόγματα
2. το θρήσκευμα, η θρησκεία στην οποία πιστεύει κανείς («γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν' αλλάξεις», δημ. τραγούδι)
3. η τήρηση αμοιβαίως αναγνωρισμένων υποχρεώσεων («συζυγική πίστη»)
4. (νομ.-οικον.) η μεταβίβαση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας επί ενός αντικειμένου, λ.χ. ενός χρηματικού ποσού, σε ανταλλαγή με απόκτηση απαιτήσεως σε συγκεκριμένα αντικείμενα, λ.χ. ποσό χρημάτων, σε συγκεκριμένο χρόνο στο μέλλον
5. φρ. α) «πίστη καλή»
(νομ.) η περί εντιμότητας κοινωνική αντίληψη που ο νόμος απαιτεί στις συναλλαγές και η οποία εισήχθη στο δίκαιο από τη φιλοσοφία ως ανάγκη προσαρμογής του νόμου στο κοινό περί δικαίου αίσθημα και στην ιδέα της επιείκειας
β) «πίστη αγροτική» — το σύνολο τών κεφαλαίων που χορηγούνται στη γεωργία, καθώς και οι όροι και οι προϋποθέσεις με τα οποία γίνεται η χορήγησή τους
γ) «πίστη καταναλωτική»
(οικον.) βραχυχρόνια και μεσοχρόνια δάνεια που χρησιμοποιούνται για να χρηματοδοτήσουν τις αγορές αγαθών ή υπηρεσιών για προσωπική κατανάλωση ή για να επαναχρηματοδοτήσουν χρέη που υπάρχουν για τέτοιους σκοπούς
δ) «πίστη αλιευτική» — εξειδικευμένη μορφή πίστης που συνίσταται στην παροχή δανείων στους αλιευτικούς συνεταιρισμούς και στις αλιευτικές επιχειρήσεις με σκοπό τη βελτίωση τών μεθόδων αλιείας και την αύξηση της αλιευτικής παραγωγής
ε) «πίστη ναυτική» — ειδική μορφή πίστωσης που συνίσταται στην παροχή δανείων σε ναυτιλιακούς παράγοντες
στ) «πίστη βιομηχανική» — εξειδικευμένη μορφή πίστης που συνίσταται στη χορήγηση πιστώσεων σε βιομηχανικές επιχειρήσεις
ζ) «πίστη εμπορική» — κατηγορία πίστης που αφορά το εσωτερικό και εξωτερικό εμπόριο
η) «μού, [σού, του] άλλαζε ή έβγαλε την πίστη» — μέ ταλαιπώρησε, μέ βασάνισε
θ) «μού βγήκε η πίστη» — κουράστηκα πολύ, τράβηξα τα πάνδεινα
ι) «το σύμβολο της Πίστεως»
εκκλ. το πιστεύω
ια) «κακή πίστη» — κακοπιστία, δολιότητα
αρχ.
1. αξιοπιστία, τιμιότητα («τιμιώτεροι εἰσι οἱ εὐνοῦχοι πίστιος εἵνεκεν», Ηρόδ.)
2. (για πράγματα) υπόληψη («πίστιν τὰ τοιαῡτα ἔχειν τινά», Αριστοτ.)
3. κατάσταση που εμπνέει εμπιστοσύνη σε κάποιον
4. καθετί το οποίο παρέχει εμπιστοσύνη, όπως: α) η εγγύηση που δίνεται σχετικά με κάτι («ὅρκοις καὶ πίστεσιν ἀναγκάζειν», Αντιφ.)
β) πειστικό μέσο, επιχείρημα
γ) (με ειδική σημ.) επιχείρημα χρησιμοποιούμενο στη ρητορική και, ιδίως στον Αριστοτέλη, σε αντιδιαστολή προς το αποδεικτικό επιχείρημα
5. καθετί που παραδίδεται σε κάποιον για να το φυλάξει, όπως: α) παρακαταθήκη
β) πολιτική προστασία ή επικυριαρχία («Αἰτωλοὶ... δόντες αὑτοὺς είς τὴν Ρωμαίων πίστιν... τῷ τῆς πίστεως ὀνόματι πλανηθέντες», Πολ.)
6. (στην Αίγυπτο) διαβατήριο
7. (στους Πυθαγορείους) ονομασία του αριθμού δέκα
8. (με περιληπτ. σημ.) το σώμα τών πιστών, τών χριστιανών στο σύνολο τους
9. ως κύριο όν. Πίστις
ονομασία θεάς
10. φρ. α) «πίστιν ἔχω περί τινος» — είμαι απόλυτα πεπεισμένος για κάτι ή έχω απόλυτη εμπιστοσύνη σε κάποιον σχετικά με κάτι
β) «ποιοῦμαι πίστιν καὶ ὅρκια» και «τὰς πίστεις ποιοῦμαι» — συνάπτω συνθήκη με κάποιον με ανταλλαγή αμοιβαίων διαβεβαιώσεων και όρκων
γ) «πίστιν δίδωμι» — παρέχω, δίνω διαβεβαιώσεις
δ) «πίστει λαμβάνω τινά» ή «πίστει καταλαμβάνω τινά» — δέχομαι κάποιον ως φίλο μετά από διαβεβαιώσεις
ε) «πίστιν δίδωμι καὶ λαμβάνω» — ανταλλάσσω διαβεβαιώσεις
στ) «φόβων πίστις» — βεβαίωση που δίνεται εναντίον του φόβου, ενθάρρυνση
ζ) «πίστις δημοσία» — οι διαβεβαιώσεις που δίνονται σχετικά με την ασφάλεια κάποιου και, κατ' επέκτ., η ασφάλεια που παρέχεται σε κάποιον
η) «οἱ κατὰ πίστιν» — οι πιστοί
θ) «οἱ ἔξω τῆς πίστεως» και «οἱ ἀλλότριοι τῆς πίστεως» — αυτοί που δεν ανήκουν στο σώμα τών πιστών
ι) «οἱ ἐν πίστει ἀναπαυσάμενοι» — άνθρωποι που πέθαναν χριστιανοί
ια) «ὁ λόγος τῆς πίστεως» — το δόγμα της πίστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθ-τις < θ. πιθ- του πείθω + επίθημα -τις, με συριστικοποίηση του -θ- προ του -τ- (πρβλ. πιστός). Για τη σημ. της λ. βλ. λ. πείθω.