χόνδρος: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
mNo edit summary
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>ανατ.</b> ανάγγειος, [[ανθεκτικός]] και [[ελαστικός]] [[ιστός]], ο [[οποίος]] αποτελεί τον [[σκελετό]] του εμβρύου [[πριν]] από την [[εμφάνιση]] τών οστών και διατηρείται στον ενήλικο σε ορισμένες μόνο περιοχές του σώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (αστρον.-ορυκτ.) καθένα από τα μικρά σφαιρικού σχήματος σωματίδια που [[είναι]] ενσωματωμένα στους χονδρίτες, μια αρκετά διαδεδομένη [[κατηγορία]] λιθομετεωριτών<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] ροδοφυκών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συζευκτικός]] [[χόνδρος]]»<br /><b>ανατ.</b> <b>βλ.</b> [[συζευκτικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] σφαιροειδές [[τεμάχιο]] πράγματος, [[κόκκος]] («λιβανωτοῡ χόνδρους τέσσαρας», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> χοντροαλεσμένο [[σιτάρι]] ή [[κριθάρι]], [[μπληγούρι]] («ὁ [[χόνδρος]] πλεῑον [[ὕδωρ]] δέχεται ἤ οἱ πυροὶ ἐξ ὧν ὁ τοιοῦτος ἐγένετο [[χόνδρος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ζωμός]] παρασκευασμένος από χοντρό [[αλεύρι]]<br /><b>2.</b> νέο και τρυφερό [[ακόμη]] [[κέρατο]], [[ιδίως]] του ελαφιού («πρὶν τοὺς καλουμένους χόνδρους λαβεῖν», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], το ουσ. [[χόνδρος]] και το επίθ. [[χονδρός]] [[πρέπει]] να αναχθούν στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ghren</i>-<i>dh</i>- «[[τρίβω]], [[θρυμματίζω]]» (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>frendo</i> «[[τρίβω]], [[συντρίβω]]», αρχ. αγγλ. <i>grindan</i> «[[τρίβω]]», αγγλ. <i>grind</i> «[[αλέθω]], [[κοπανίζω]]») και έχουν σχηματιστεί, μέσω ενός τ. <i>χρονδ</i>-<i>ρος</i> (με [[επίθημα]] -<i>ρος</i>), με ανομοιωτική [[αποβολή]] του πρώτου -<i>ρ</i>-. Το κλειστό -<i>δ</i>- του ελλ. τ. [[αντί]] του δασέος -<i>dh</i>- της ρίζας, οφείλεται σε αποδάσυνση, λόγω της υπάρξεως του προηγούμενου έρρινου συμφώνου, όπως συμβαίνει και σε άλλες ελλ. λ. (<b>πρβλ.</b> [[θρόμβος]] <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>dhrom</i>-<i>bh</i>-) και δεν θεωρείται απαραίτητο να υποτεθεί για τον ελλ. τ. μια [[μορφή]] ρίζας <i>ghren</i>-<i>d</i>- με διαφορετική [[παρέκταση]] -<i>d</i>- ([[αντί]] του -<i>dh</i>-) της αρχικής ρίζας <i>ghren</i>-. Εξάλλου, προβλήματα γεννά και ο [[καθορισμός]] της σχέσης τών λ. [[χόνδρος]] και [[χονδρός]]. Κατά μία [[άποψη]], [[αρχικός]] τ. [[είναι]] το επίθ. [[χονδρός]], από τον οποίο προήλθε ως ουσιαστικοποιημένος τ. με αναβιβασμό του τόνου το ουσ. [[χόνδρος]], ενώ, κατ' [[άλλη]] αντίθετη [[άποψη]], το επίθ. [[χονδρός]] προήλθε από το ουσ. με καταβιβασμό του τόνου, [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ρος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ψυχ</i>-<i>ρός</i>). Εκτός από την [[άποψη]] αυτή, έχει διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι η λ. [[χόνδρος]] συνδέεται με τη λ. [[χέραδος]] «[[άμμος]], [[χαλίκι]]» και έχει προέλθει από αρχικό τ. <i>χορδ</i>-<i>ρος</i> με [[ανομοίωση]] του -<i>ρ</i>- σε -<i>ν</i>- (για τη [[σχέση]] τών θ. <i>χεραδ</i>- και <i>χορδ</i>-, <b>πρβλ.</b> πιθ. τα θ. <i>τελα</i>-: <i>τολ</i>- τώνλ. [[τελαμών]], [[τόλμη]]). Τέλος, η λ. έχει θεωρηθεί από ορισμένους μελετητές ως [[δάνειο]] από τη Σημιτική ([[πρβλ]],, τον τ. της Ουγκαριτικής <i>hndrf</i> «[[είδος]] σιτηρού», το οποίο όμως από άλλους μελετητές θεωρείται [[δάνειο]] από την Ελληνική)].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>ανατ.</b> ανάγγειος, [[ανθεκτικός]] και [[ελαστικός]] [[ιστός]], ο [[οποίος]] αποτελεί τον [[σκελετό]] του εμβρύου [[πριν]] από την [[εμφάνιση]] τών οστών και διατηρείται στον ενήλικο σε ορισμένες μόνο περιοχές του σώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (αστρον.-ορυκτ.) καθένα από τα μικρά σφαιρικού σχήματος σωματίδια που [[είναι]] ενσωματωμένα στους χονδρίτες, μια αρκετά διαδεδομένη [[κατηγορία]] λιθομετεωριτών<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] ροδοφυκών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συζευκτικός]] [[χόνδρος]]»<br /><b>ανατ.</b> <b>βλ.</b> [[συζευκτικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] σφαιροειδές [[τεμάχιο]] πράγματος, [[κόκκος]] («λιβανωτοῦ χόνδρους τέσσαρας», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> χοντροαλεσμένο [[σιτάρι]] ή [[κριθάρι]], [[μπληγούρι]] («ὁ [[χόνδρος]] πλεῑον [[ὕδωρ]] δέχεται ἤ οἱ πυροὶ ἐξ ὧν ὁ τοιοῦτος ἐγένετο [[χόνδρος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ζωμός]] παρασκευασμένος από χοντρό [[αλεύρι]]<br /><b>2.</b> νέο και τρυφερό [[ακόμη]] [[κέρατο]], [[ιδίως]] του ελαφιού («πρὶν τοὺς καλουμένους χόνδρους λαβεῖν», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], το ουσ. [[χόνδρος]] και το επίθ. [[χονδρός]] [[πρέπει]] να αναχθούν στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ghren</i>-<i>dh</i>- «[[τρίβω]], [[θρυμματίζω]]» (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>frendo</i> «[[τρίβω]], [[συντρίβω]]», αρχ. αγγλ. <i>grindan</i> «[[τρίβω]]», αγγλ. <i>grind</i> «[[αλέθω]], [[κοπανίζω]]») και έχουν σχηματιστεί, μέσω ενός τ. <i>χρονδ</i>-<i>ρος</i> (με [[επίθημα]] -<i>ρος</i>), με ανομοιωτική [[αποβολή]] του πρώτου -<i>ρ</i>-. Το κλειστό -<i>δ</i>- του ελλ. τ. [[αντί]] του δασέος -<i>dh</i>- της ρίζας, οφείλεται σε αποδάσυνση, λόγω της υπάρξεως του προηγούμενου έρρινου συμφώνου, όπως συμβαίνει και σε άλλες ελλ. λ. (<b>πρβλ.</b> [[θρόμβος]] <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>dhrom</i>-<i>bh</i>-) και δεν θεωρείται απαραίτητο να υποτεθεί για τον ελλ. τ. μια [[μορφή]] ρίζας <i>ghren</i>-<i>d</i>- με διαφορετική [[παρέκταση]] -<i>d</i>- ([[αντί]] του -<i>dh</i>-) της αρχικής ρίζας <i>ghren</i>-. Εξάλλου, προβλήματα γεννά και ο [[καθορισμός]] της σχέσης τών λ. [[χόνδρος]] και [[χονδρός]]. Κατά μία [[άποψη]], [[αρχικός]] τ. [[είναι]] το επίθ. [[χονδρός]], από τον οποίο προήλθε ως ουσιαστικοποιημένος τ. με αναβιβασμό του τόνου το ουσ. [[χόνδρος]], ενώ, κατ' [[άλλη]] αντίθετη [[άποψη]], το επίθ. [[χονδρός]] προήλθε από το ουσ. με καταβιβασμό του τόνου, [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ρος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ψυχ</i>-<i>ρός</i>). Εκτός από την [[άποψη]] αυτή, έχει διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι η λ. [[χόνδρος]] συνδέεται με τη λ. [[χέραδος]] «[[άμμος]], [[χαλίκι]]» και έχει προέλθει από αρχικό τ. <i>χορδ</i>-<i>ρος</i> με [[ανομοίωση]] του -<i>ρ</i>- σε -<i>ν</i>- (για τη [[σχέση]] τών θ. <i>χεραδ</i>- και <i>χορδ</i>-, <b>πρβλ.</b> πιθ. τα θ. <i>τελα</i>-: <i>τολ</i>- τώνλ. [[τελαμών]], [[τόλμη]]). Τέλος, η λ. έχει θεωρηθεί από ορισμένους μελετητές ως [[δάνειο]] από τη Σημιτική ([[πρβλ]],, τον τ. της Ουγκαριτικής <i>hndrf</i> «[[είδος]] σιτηρού», το οποίο όμως από άλλους μελετητές θεωρείται [[δάνειο]] από την Ελληνική)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm