χόνδρος
ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul
English (LSJ)
ὁ,
A granule or lump of salt, ἁλὸς χόνδρους Hp.Ulc.17, cf. Sophr. in PSI11.1214a.3: pl., PLit.Lond.167.18 (ii/iii A. D.); ἁλὸς τρύφεα κατὰ χόνδρους μεγάλους Hdt.4.181; οἰκία ἐκ τῶν ἁλίνων χ. οἰκοδομέαται ib.185:—χόνδρος abs., salt, χόνδρος ἐποψίδιος AP7.736 (Leon.); also of the gum of frankincense, Thphr. HP 9.4.10; λιβανωτοῦ χόνδρος Luc.Sat.16, cf. Asin.12; χ. λιβάνου Dsc.1.68.7.
2 groats of wheat or spelt (esp. the latter, Dsc.2.96, Gp.3.7); σασαμίδας χόνδρον τε καὶ ἐγκρίδας Stesich.2; χόνδρον ἕψων Ar.Fr.203, cf. 412 (anap.); χ. γάλακι κατανενιμμένος Pherecr.108.18; ἐκ δ' Ἰταλίας χ. καὶ πλευρὰ βόεια Hermipp.63.6 (hex.); χόνδρος Μεγαρικός, χόνδρος Θετταλικός, Antiph. 34.2,3, Alex.191; ὁ χ. πλεῖον ὕδωρ δέχεται ἢ οἱ πυροὶ ἐξ ὧν ὁ τοιοῦτος ἐγένετο χ. Arist.Pr.929b1, cf. Thphr. CP 4.16.2, Plb.12.2.5; χόνδρου πτισάνη Gal.6.496: hence, gruel, porridge, Thphr. HP 4.4.9, Orac. ap. Hierocl. in CA1p.421M.: prov., of an old man, χόνδρον λείχειν Ar.V.737 (anap.).
II gristle, cartilage, Hp.Aph. 6.19, Arist.HA516b31, PA655a37: esp. the cartilage of the breast, which unites the false ribs at the termination of the breastbone, Hp.Epid.7.3, cf. Prorrh.2.7, Nic.Al.123; and v. ξιφοειδής; also, the cartilage of the ear, Arist.HA492a16; of the nose, Poll.2.79; of the windpipe (i.e. uvula), ib.99; ὠλενίτης χόνδρος the shoulder blade, Lyc.155; also of the young horns of deer, Ael.NA6.5.
German (Pape)
[Seite 1364] ὁ, 1) Korn, Graupe, Pille, jede kleine, rundliche Masse; ὰλὸς χόνδροι, Salzkörner, Her. 4, 181. 185; Ar. Ach. 495, wo jetzt χόνδρους ἅλας gelesen wird (s. d. Folgde); im Gegensatz von λεπτοὶ ἅλες, s. Phoenix bei Ath. VIII, 359 f; vgl. Arist. meteor. 2, 3; Suid. erkl. ἁλῶν θρόμβοι, παχὺς ἅλς; u. so ist auch wohl zu erklären πικρὸς ἁδυμαγὴς χόνδρος ἐποψίδιος Leon. Tar. 55 (VII, 736); λιβάνου, Weihrauchkörner. – Bes. Weizengraupen, auch Graupen von Spelt, Dinkel, die alica der Römer, vgl. Ath. III, 127. – Auch ein aus Weizen- od. Speltgraupen bereiteter schleimiger Trank für Kranke; sprichwörtlich χόνδρον λείχειν, von einem alten Manne, Ar. Vesp. 737; fr. bei Ath. a. a. O. – Die Getreidearten, aus denen die Graupe bereitet wird, werden ebenfalls so genannt, vgl. das lat. far, Pol. 12, 2,5. – 2) der Knorpel, Arist. H. A. 3, 8; ein zäher Körper, der zwischen Fleisch und Knochen in der Mitte steht, z. B. vom jungen Hirschgeweih Ael. H. A. 6, 5; bes. der Brustknorpel, der das Brustbein nach vorn, zwischen der Einfügung der unächten Rippen endigt, auch χόνδρος ξιφοειδής, Nic. Al. 123. – Der Nasenknorpel, die knorpelige Scheidewand der Nase; – der Knorpel des Luftröhrenkopfes od. Kehlkopfes; – ώλενίτης, = ὠμοπλάτη, Lycophr. 155.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
petit corps dur et rond, grain (de sel, d'encens, etc.) ; particul. :
1 grain de froment ou d'épeautre mondé et concassé, gruau ; tisane de gruau;
2 p. ext. froment, épeautre ; en gén. céréales dont on fait du gruau;
3 cartilage ; οἱ χόνδροι cornes naissantes des jeunes cerfs.
Étymologie: DELG χονδρός.
Russian (Dvoretsky)
χόνδρος: ὁ
1 крупинка или комок, кусок (ἁλός Her.; λιβανωτοῦ Luc.);
2 глыба (τὰ οἰκία ἐκ τῶν ἁλίνων χόνδρων οἰκοδομεῖσθαι Her.);
3 соль (χ. ἐποψίδιος Anth.);
4 крупа или каша Arph., Arst., Polyb.;
5 хрящ (ἔστι ὁ χ. τῆς αὐτῆς φύσεως τοῖς ὀστοῖς Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
χόνδρος: ὁ, χονδρὸν σφαιροειδὲς τεμάχιον πράγματός τινος, κόκκος, σπυρὶ, σβῶλος, Λατ. granum mica, grumus, ἁλὸς χόνδρους Ἱππ. 879C (πρβλ. χονδρός)· ἁλὸς τρύφεα κατὰ χόνδρους μεγάλους Ἡρόδ. 4. 181· οἰκία ἐκ τῶν ἀλίνων χ. οἰκοδομέεται αὐτόθι 185· - χόνδρος ἀπολ. ἄλας, χ. ἐποψίδιος Ἀνθ. Π. 7. 736· ὡσαύτως, χόνδρος λιβανωτοῦ, τὸ τοῦ Πλινίου thuris manna, Λουκ. Λούκ ἢ Ὄν. 12, Κρονοσ. 12. 2) χονδροαλεσμένος σῖτος ἢ ζειά, «πλυγοῦρι», παρὰ τοῖς μεταγεν. καὶ ἄλιξ, Λατ. alica, σασαμίδας χόνδρον τε καὶ ἐγκρίδας Στησίχ. 2· χόνδρον ἔψειν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 10, πρβλ. 364· χ. γάλακτι κατανενιμμένος Φερεκράτης ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 18· ἐκ δ’ Ἰταλίας χ. καὶ πλευρὰ βόεια Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 1. 6· χόνδ. Μεγαρικὸς, Θετταλικὸς Ἀντιφάνης ἐν Ἀντείᾳ 1. 2, Ἄλεξ. ἐν «Πονήρα» 6· ὁ χ. πλεῖον ὕδωρ δέχεται, ἢ οἱ πυροὶ ἐξ ὧν ὁ τοιοῦτος ἐγένετο χ. Ἀριστ. Προβλ. 21. 21, πρβλ. Πολύβ. 2, 2, 5. 3) ζωμὸς παρεσκευασμένος ὲκ χονδροῦ ἀλεύρου (πρβλ. χονδροπτισάνη), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 10, 364· - παροιμ. ἐπὶ γέροντος, χόνδρον λείχειν Ἀριστοφ. Σφ. 737. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ὀστοῦν μαλακὸν μὴ λαβὸν σύστασιν σκληρὰν, ὀστοῦν τραγανὸν, Λατ. cartilago, Ἱππ. Ἀφ. 1257, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 8, 1, π. Ζ. Μορ. 2. 9, 15· μάλιστα δὲ ὁ χόνδρος ὁ κατὰ τὸ στῆθος, δι’ οὗ ἑνοῦνται αἱ ψευδοπλευραἰ πρὸς τὸ κατώτατον ἄκρον τοῦ ὀστοῦ τοῦ στέρνου, Ἱππ. 1208 D, πρβλ, 91Β, Νικ. Ἀλεξιφ. 123, καλούμενος ἐν τῇ ἀνατομικῇ χόνδρος ξιφοειδὴς, Λατ. cartilago ensiformis, Foës. Oec. ἐν λ. (ὅθεν ὑποχόνδριον, τό, ὅ ἴδε)· ὡσαύτως, ὁ χόνδρος τοῦ ὠτὸς. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 8· τῆς ῥινός, Πολυδ. Β΄, 79· τῆς τραχείας ἀρτηρίας, αὐτόθι 99, κλπ.· χ. ὠλενίτης, ἡ ὠμοπλάτη, Λυκόφρ. 155· ὡσαύτως λέγεται ἐπὶ τῶν νέων καὶ ἔτι τρυφερῶν κεράτων, Αἰλ. π. Ζ. 6. 5.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
ανατ. ανάγγειος, ανθεκτικός και ελαστικός ιστός, ο οποίος αποτελεί τον σκελετό του εμβρύου πριν από την εμφάνιση τών οστών και διατηρείται στον ενήλικο σε ορισμένες μόνο περιοχές του σώματος
νεοελλ.
1. (αστρον.-ορυκτ.) καθένα από τα μικρά σφαιρικού σχήματος σωματίδια που είναι ενσωματωμένα στους χονδρίτες, μια αρκετά διαδεδομένη κατηγορία λιθομετεωριτών
2. βοτ. γένος ροδοφυκών
3. φρ. «συζευκτικός χόνδρος»
ανατ. βλ. συζευκτικός
μσν.-αρχ.
1. κάθε σφαιροειδές τεμάχιο πράγματος, κόκκος («λιβανωτοῦ χόνδρους τέσσαρας», Λουκιαν.)
2. χοντροαλεσμένο σιτάρι ή κριθάρι, μπληγούρι («ὁ χόνδρος πλεῖον ὕδωρ δέχεται ἤ οἱ πυροὶ ἐξ ὧν ὁ τοιοῦτος ἐγένετο χόνδρος», Αριστοτ.)
αρχ.
1. ζωμός παρασκευασμένος από χοντρό αλεύρι
2. νέο και τρυφερό ακόμη κέρατο, ιδίως του ελαφιού («πρὶν τοὺς καλουμένους χόνδρους λαβεῖν», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το ουσ. χόνδρος και το επίθ. χονδρός πρέπει να αναχθούν στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ghren-dh- «τρίβω, θρυμματίζω» (πρβλ. λατ. frendo «τρίβω, συντρίβω», αρχ. αγγλ. grindan «τρίβω», αγγλ. grind «αλέθω, κοπανίζω») και έχουν σχηματιστεί, μέσω ενός τ. χρονδ-ρος (με επίθημα -ρος), με ανομοιωτική αποβολή του πρώτου -ρ-. Το κλειστό -δ- του ελλ. τ. αντί του δασέος -dh- της ρίζας, οφείλεται σε αποδάσυνση, λόγω της υπάρξεως του προηγούμενου έρρινου συμφώνου, όπως συμβαίνει και σε άλλες ελλ. λ. (πρβλ. θρόμβος < ρίζα dhrom-bh-) και δεν θεωρείται απαραίτητο να υποτεθεί για τον ελλ. τ. μια μορφή ρίζας ghren-d- με διαφορετική παρέκταση -d- (αντί του -dh-) της αρχικής ρίζας ghren-. Εξάλλου, προβλήματα γεννά και ο καθορισμός της σχέσης τών λ. χόνδρος και χονδρός. Κατά μία άποψη, αρχικός τ. είναι το επίθ. χονδρός, από τον οποίο προήλθε ως ουσιαστικοποιημένος τ. με αναβιβασμό του τόνου το ουσ. χόνδρος, ενώ, κατ' άλλη αντίθετη άποψη, το επίθ. χονδρός προήλθε από το ουσ. με καταβιβασμό του τόνου, κατά τα επίθ. σε -ρος (πρβλ. ψυχρός). Εκτός από την άποψη αυτή, έχει διατυπωθεί και η υπόθεση ότι η λ. χόνδρος συνδέεται με τη λ. χέραδος «άμμος, χαλίκι» και έχει προέλθει από αρχικό τ. χορδ-ρος με ανομοίωση του -ρ- σε -ν- (για τη σχέση τών θ. χεραδ- και χορδ-, πρβλ. πιθ. τα θ. τελα-: τολ- τώνλ. τελαμών, τόλμη). Τέλος, η λ. έχει θεωρηθεί από ορισμένους μελετητές ως δάνειο από τη Σημιτική (πρβλ, τον τ. της Ουγκαριτικής hndrf «είδος σιτηρού», το οποίο όμως από άλλους μελετητές θεωρείται δάνειο από την Ελληνική)].
Greek Monotonic
χόνδρος: ὁ,
I. κόκκος ή κομμάτι από αλάτι, ἁλὸς τρύφεα κατὰ χόνδρους μεγάλους, κομμάτια από αλάτι σε μεγάλους κόκκους, σε Ηρόδ.· χόνδρος, απόλ., λέγεται για το αλάτι, σε Ανθ.
II. σε πληθ., χοντρά κομμάτια από σιτάρι ή σίτο, απ' όπου φτιάχνεται ο χυλός, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
χόνδρος, ὁ,
I. a grain or lump of salt, ἁλὸς τρύφεα κατὰ χόνδρους μεγάλους pieces of salt in large grains, Hdt.:— χόνδρος absol. for salt, Anth.
II. in plural groats of wheat or spelt: gruel made therefrom, Ar.
Frisk Etymology German
χόνδρος: {khóndros}
Grammar: m.
Meaning: ‘Korn, Salz-, Saatkorn, Graupe, Knorpel, bes. Brustknorpel' (ion., Kom. seit Ar., Arist., hell. u. sp.).
Composita: Einige Kompp., z.B. χονδράκανθος mit knorpelartigem Rückgrat (Arist.), ἔγχονδρος körnig (Dsk.) mit ἐγχονδρίζω körnig machen, Körner einstreuen (sp. Mediz.), ὑποχόνδριος unter dem Brustknorpel liegend, -ιον n. der obere Teil der Bauchhöhle (Hp., Arist. usw.).
Derivative: Davon 1. χονδρός körnig, grob (Hp., Arist. u.a.; nach den oxyton. Adj. auf -ρός). 2. Demin. -ίον n. (Hp.). 3. -ίτης (ἄρτος) von Graupen gemachtes Brot (LXX u.a.; Redard 91). 4. -ίλη f. Gummipflanze, Chondrilla iuncea (Dsk., Gal.; wie κονίλη u.a.). 5. -ίς, -ίδος f. N. einer Pflanze (Plin.). 6. -ώδης körnig, knorpelig (Hp., Arist.), -ινος von Graupen gemacht (Archestr.). 7. -ωσις f. N. einer Krankheit der Brüste (Sor.; *χονδρόομαι; zu den zahlreichen medizinischen Termini auf -(ω)σις Chantraine Form. 284 ff., Holt Les noms d'action en -σις 112ff.). 8. -ιάω ‘(von Milch) aufgedunsen (verhärtet) sein’, von Frauenbrüsten (Dsk.). 9. χονδρεύει· σεμίδαλιν ποιεῖ H.
Etymology: Nicht sicher erklärt. Seit Prellwitz gewöhnlich zu einem Verb ‘(zer)reiben’ in ags. grindan zerreiben, zermalmen, nengl. grind, lit. gréndžiu, grę́sti schaben, scheuern, kratzen gezogen mit Dissimilation aus *χρόνδρος. Dazu noch alb. grundë Kleie, evtl. auch lat. frendō ‘(zer)knirschen, zermalmen’. Zu den nicht endgültig gelösten lautlichen Problemen W.-Hofmann s.v.; dazu WP. 1, 656f. und Pok. 459 m. Lit. und weiteren Einzelheiten. — Oder für *χόρδρος mit Dissim. ρρ > νρ zu χέραδος, χαράδρα (χεραδ-: χαραδ-: χορδ-wie τελαμών: τάλαρος: τόλμη) ? Nach Gordon (s. Wagner KZ 75, 60) hierher als idg. noch ugarit. ḫndrt_ eine Art Pferdefutter (?).
Page 2,1110-1111
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
ὁ (=σπυρί, σβῶλος, μαλακό κόκκαλο). Μέ ἀνομοίωση ἀπό τό χρόνδος.