κηλίδα: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῑς" to "οῖς"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[κηλίς]], -ῑδος)<br /><b>1.</b> [[στίγμα]], [[λεκές]], [[ρύπος]] (α. «το [[πουκάμισο]] σου γέμισε από κηλίδες αίματος» β. «[[ἱμάτιον]] κηλίδων μεστόν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ηθικὸς [[ρύπος]], [[ατιμία]], [[αίσχος]], όνειδος («κηλῑδα μηνύσας ἐμὴν ὀρθοῑς ἔμελλον ὄμμασιν τούτους ὁρᾱν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[φυσική]] ή παθολογική [[αλλοίωση]] του χρώματος η οποία προκαλεί [[στίγμα]] [[πάνω]] στο [[δέρμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] ανατομικών σχηματισμών που μοιάζουν με [[στίγμα]] («ωχρά [[κηλίδα]]»)<br /><b>2.</b> <b>αστρον.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι κηλίδες</i><br />σκοτεινό [[μέρος]] της επιφάνειας ουράνιων σωμάτων («ηλιακές κηλίδες»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>βιολ.</b> «[[οπτική]] [[κηλίδα]]» — μια εξαιρετικά χρωματισμένη [[περιοχή]] σε ορισμένους μονοκύτταρους οργανισμούς, η οποία λειτουργεί ως [[φωτοδέκτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><i>ā</i><i>l</i>- (για τις λ. που αναφέρονται στις σκούρες κηλίδες)<br />[[είναι]] μετονοματικό παρ. που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ίς</i> / -<i>ῖδος</i> ([[πρβλ]]. [[κληίς]], [[κνημίς]]) και συνδέεται με τις λ. [[κηλάς]], [[κηλήνη]], όπως [[επίσης]] με λατ. <i>c</i><i>ā</i><i>lidus</i> «[[σημαδεμένος]] στο [[μέτωπο]] (για ζώα)», ουμβρ. (buf) <i>kaleřuf</i> «βόδια σημαδεμένα», λιθουαν. <i>kalybas</i> «(σκύλοι) που έχουν [[λευκό]] [[στίγμα]]», αρχ. ιρλδ. <i>caile</i> «[[κηλίδα]]», αρχ. σλαβ. <i>kali</i> «[[πηλός]]»].
|mltxt=η (Α [[κηλίς]], -ῑδος)<br /><b>1.</b> [[στίγμα]], [[λεκές]], [[ρύπος]] (α. «το [[πουκάμισο]] σου γέμισε από κηλίδες αίματος» β. «[[ἱμάτιον]] κηλίδων μεστόν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ηθικὸς [[ρύπος]], [[ατιμία]], [[αίσχος]], όνειδος («κηλῑδα μηνύσας ἐμὴν ὀρθοῖς ἔμελλον ὄμμασιν τούτους ὁρᾱν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[φυσική]] ή παθολογική [[αλλοίωση]] του χρώματος η οποία προκαλεί [[στίγμα]] [[πάνω]] στο [[δέρμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] ανατομικών σχηματισμών που μοιάζουν με [[στίγμα]] («ωχρά [[κηλίδα]]»)<br /><b>2.</b> <b>αστρον.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι κηλίδες</i><br />σκοτεινό [[μέρος]] της επιφάνειας ουράνιων σωμάτων («ηλιακές κηλίδες»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>βιολ.</b> «[[οπτική]] [[κηλίδα]]» — μια εξαιρετικά χρωματισμένη [[περιοχή]] σε ορισμένους μονοκύτταρους οργανισμούς, η οποία λειτουργεί ως [[φωτοδέκτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><i>ā</i><i>l</i>- (για τις λ. που αναφέρονται στις σκούρες κηλίδες)<br />[[είναι]] μετονοματικό παρ. που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ίς</i> / -<i>ῖδος</i> ([[πρβλ]]. [[κληίς]], [[κνημίς]]) και συνδέεται με τις λ. [[κηλάς]], [[κηλήνη]], όπως [[επίσης]] με λατ. <i>c</i><i>ā</i><i>lidus</i> «[[σημαδεμένος]] στο [[μέτωπο]] (για ζώα)», ουμβρ. (buf) <i>kaleřuf</i> «βόδια σημαδεμένα», λιθουαν. <i>kalybas</i> «(σκύλοι) που έχουν [[λευκό]] [[στίγμα]]», αρχ. ιρλδ. <i>caile</i> «[[κηλίδα]]», αρχ. σλαβ. <i>kali</i> «[[πηλός]]»].
}}
}}