έχθιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἔχθιστος]], -ίστη, -ον και παράλλ. τ. ἐχθίστατος, -άτη, -ον)<br />ο [[μισητός]] σε πολύ μεγάλο βαθμό, μισητότατος (α. «[[ἔχθιστος]] δ' Ἀχιλῆϊ», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «μιαροὶ καὶ θεοῑς ἐχθίστατοι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />ο εχθρικότατα διακείμενος («ὡς δὲ ἐχθροὶ καὶ ἔχθιστοι, πάντες ἴστε», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ανώμ. υπερθ. του επιθ. [[εχθρός]] με κατάλ. -<i>ιστος</i> (πρβλ. <i>αίσχ</i>-<i>ιστος</i> <span style="color: red;"><</span> [[αισχρός]], <i>ήδ</i>-<i>ιστος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ηδύς]])].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἔχθιστος]], -ίστη, -ον και παράλλ. τ. ἐχθίστατος, -άτη, -ον)<br />ο [[μισητός]] σε πολύ μεγάλο βαθμό, μισητότατος (α. «[[ἔχθιστος]] δ' Ἀχιλῆϊ», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «μιαροὶ καὶ θεοῖς ἐχθίστατοι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />ο εχθρικότατα διακείμενος («ὡς δὲ ἐχθροὶ καὶ ἔχθιστοι, πάντες ἴστε», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ανώμ. υπερθ. του επιθ. [[εχθρός]] με κατάλ. -<i>ιστος</i> (πρβλ. <i>αίσχ</i>-<i>ιστος</i> <span style="color: red;"><</span> [[αισχρός]], <i>ήδ</i>-<i>ιστος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ηδύς]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:52, 18 June 2022

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἔχθιστος, -ίστη, -ον και παράλλ. τ. ἐχθίστατος, -άτη, -ον)
ο μισητός σε πολύ μεγάλο βαθμό, μισητότατος (α. «ἔχθιστος δ' Ἀχιλῆϊ», Ομ. Ιλ.
β. «μιαροὶ καὶ θεοῖς ἐχθίστατοι», Λουκιαν.)
αρχ.
ο εχθρικότατα διακείμενος («ὡς δὲ ἐχθροὶ καὶ ἔχθιστοι, πάντες ἴστε», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ανώμ. υπερθ. του επιθ. εχθρός με κατάλ. -ιστος (πρβλ. αίσχ-ιστος < αισχρός, ήδ-ιστος < ηδύς)].