μισητός

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσητός Medium diacritics: μισητός Low diacritics: μισητός Capitals: ΜΙΣΗΤΟΣ
Transliteration A: misētós Transliteration B: misētos Transliteration C: misitos Beta Code: mishto/s

English (LSJ)

μισητή, μισητόν,
A hateful, A.Ag.1228, X.Mem.2.6.21, 3.10.5. Adv. μισητῶς = odiously, hatefully, insatiably, greedily, ἔχειν πρός τινα Zonar.
II μίσητος, η, ον, lustful, lewd, Cratin.316:—hence μῑσήτη, ἡ, prostitute, Archil.184 (but the distinction of accent is not allowed by Hdn.Gr.1.342).
2 generally, insatiate, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 190] 1) gehaßt, hassenswert; Aesch. Ag. 1201 Plat. Phil. 49 e u. A. – 2) unzüchtig, geil, Poll. 6, 189; übh. gierig, Hesych. Vgl. μισητή.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 haï, odieux;
2 haïssable.
Étymologie: μισέω.

Russian (Dvoretsky)

μῑσητός:
1 ненавистный Aesch.;
2 достойный ненависти, отвратительный Plat., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσητός: -ή, -όν, ὁ μισούμενος, ὁ μίσους ἄξιος, ἀπεχθής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1228, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 21., 3. 10., 5. - Ἐπιρρ., μισητῶς ἔχειν πρός τινα Ζωναρ. ΙΙ. ὁ ἐπ’ ἀφροδισίοις μαινόμενος, λάγνος, ἀκόλαστος· ἐντεῦθεν μῑσήτη (οὐχὶ μισητή), ἡ καταφερής, ἐπιρρεπὴς πρὸς συνουσίαν, πόρνη, Ἀρχίλ. 173, πρβλ. Meineke εἰς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 88, καὶ ἴδε μισητία, μυσάχνη. 2) καθόλου, ἄπληστος, ἀκόρεστος, Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ μισητός, -ή, -όν) μισώ
αυτός που επισύρει εναντίον του το μίσος, άξιος μίσους, μισημένος, μισούμενος, απεχθής (α. «την ώρα, όπου εσβηούντο οι μισητοί, τον θεόν ευχαριστούσε», Σολωμ.
β. «οὐκ οἶδεν οἷα γλῶσσα μισητῆς κυνός λέξασα», Αισχύλ.).
επίρρ...
μισητά και μισητώς (Α μισητῶς)
με μίσος, με απέχθεια.

Greek Monotonic

μῑσητός: -ή, -όν, αυτός που αποτελεί αντικείμενο μίσους, μισητός, σε Αισχύλ., Ξεν.

Middle Liddell

μῑσητός, ή, όν
hateful, Aesch., Xen.

English (Woodhouse)

loathsome

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

hateful

Bulgarian: мразещ, омразен, ненавистен; Catalan: odiós; Danish: hadefuld; Dutch: hatelijk; Esperanto: malama; Finnish: vihantäyteinen; French: haineux, odieux; German: häßlich, gehässig, hasserfüllt; Greek: μισητός; Ancient Greek: ἀνταῖος, ἀξιομισής, ἀπευκτός, ἄπευκτος, ἀπεχθήμων, ἀπεχθής, ἀποθύμιος, ἀπόπτυστος, ἀστεργής, ἄφιλος, δυσφιλής, δυσχερής, δυσώνυμος, ἐπαχθής, ἐπίκοτος, ἐπίφθονος, ἐχθοδοπός, κατάπτυστος, μεμισημένος, μιαρός, μισητός, παντομισής, στυγερός, στυγητός, Στύγιος, στυγνός; Irish: fuafar, gráiniúil; Japanese: 憎い, 忌まわしい; Middle Irish: fúathmar; Old English: āfor; Persian: نفرت انگیز‎, هودر‎; Polish: nienawistny; Russian: ненавистный, полный ненависти; Spanish: odioso; Swedish: förhatlig, hatisk; Turkish: iğrenç, tiksinç, nefret uyandıran, nefret dolu; Ukrainian: ненависний