συμφέρω: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῑς" to "οῖς"
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[φέρω]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[σύμφορος]], [[χρήσιμος]], [[επωφελής]] (α. «δεν μάς συμφέρουν οι όροι της συνθήκης» β. «τοῦτο συμφέρει τῷ βίῳ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>συμφέρει</i><br />[[είναι]] χρήσιμο, ωφελεί (α. «δεν συμφέρει να πουλήσουμε με τέτοιες τιμές» β. «ξυμφέρει σωφρονεῖν ὑπὸ στένει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) <i>συμφέρων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br />[[επωφελής]], [[χρήσιμος]] (α. «συμφέροντες όροι» β. «συμφέρουσα [[πρόταση]]» γ. «ἔστιν... [[ἡσυχία]]... συμφέρουσα τῇ πόλει», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] στο ίδιο [[σημείο]], [[συγκεντρώνω]] («ἐς τὠυτὸ συμφέροντες διηκόσια τάλαντα ἀπαγίνεον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνεισφέρω]], [[δίνω]] τη [[συνεισφορά]] μου (α. «πιστὰ ξυμφέρειν βουλεύματα», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «συμφέρειν ἐκ πάντων γόους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] κάποιον αντιμέτωπο, σε [[σύγκρουση]] με κάποιον [[άλλο]] («ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ' ἀσπίδων θεούς», Αισχύλ)<br /><b>4.</b> [[αρμόζω]], [[ταιριάζω]] («πόλιν ᾗ [[μήτε]] χλαῑνα, [[μήτε]] [[σισύρα]] συμφέρει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συμφωνώ]], εναρμονίζομαι με [[κάτι]] («τοὐμὸν ξυνοίσειν [[ὄνομα]] τοῖς ἐμοῑς κακοῑς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συμφωνώ]], έχω την [[ίδια]] [[γνώμη]] με κάποιον («ἐὰν μὴ τῇ γυναικὶ συμφέρῃ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> συμμορφώνομαι με τη [[γνώμη]] κάποιου, [[υποχωρώ]] σε κάποιον («τῷ γὰρ χρόνῳ νοῦν [[ἔσχον]] [[ὥστε]] συμφέρειν τοῖς κρείττοσιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[ἵππος]] [[ὅπλον]] συμφέρει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>9.</b> [[υποφέρω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («ἐγώ σοι [[πένθος]] [[συνοίσω]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>10.</b> [[ανέχομαι]], [[συγχωρώ]] («[[ὀργὰς]] ξυνοίσω σοι<br />γεραιτέρα γὰρ εἶ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>11.</b> (μέσ. και παθ.) <i>συμφέρομαι</i><br />α) (για ποταμό) [[συμβάλλω]]<br />β) φέρομαι, κινούμαι [[μαζί]] («ἀστράσι [[μήνη]] συμφέρεται», Μαν.)<br />γ) <b>γραμμ.</b> συντάσσομαι («συμφέρονται αἰτιατικῇ», Απολλ. Δύσκ.)<br />δ) [[συμφωνώ]] ως [[προς]] τον τύπο («συμφέρομαι φωνῇ [τῇ] πρὸς τὰς δοτικάς», Απολλ. Δύσκ.)<br />ε) συναντώμαι με κάποιον («ἰητῆρι νόσων ἀνδρὶ συνοισόμενος», <b>Θεόκρ.</b>)<br />στ) [[συναντώ]] κάποιον στο [[πεδίο]] της μάχης, [[συγκρούομαι]] («οὐ γὰρ καλὰ συνοισόμεθα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ζ) έχω φιλικές σχέσεις («οὐκ ἂν οὖν δυναίμεθα ἐκείνῃσι συμφέρεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />η) βρίσκομαι σε [[αρμονία]], [[ταιριάζω]] («ἔργῳ [[τοὔνομα]] συμφέρεται», <b>Καλλ.</b>)<br />θ) [[συμφωνώ]], έχω την [[ίδια]] [[γνώμη]] («ἐὰν δὲ ἀνὴρ καὶ γυνὴ [[μηδαμῇ]] συμφέρωνται», <b>Πλάτ.</b>)<br />ι) προσαρμόζομαι σε [[κάτι]] («συμφέρομαι τοῖς παροῦσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br />ια) [[ανταποκρίνομαι]], [[μοιάζω]] («συμφέρεται τὰ πολλὰ τοῖς πολλοῑς», <b>Ευρ.</b>)<br />ιβ) [[γίνομαι]], [[αποβαίνω]] («οὐδὲν γὰρ σφι χρηστὸν συνεφέρετο», <b>Ηρόδ.</b>)<br />ιγ) <b>απρόσ.</b> <i>συμφέρεται</i><br />συμβαίνει, αποβαίνει («συμφέρεται ἐπὶ τὸ [[ἄμεινον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «συμφέρομαι γνώμῃ [[ὥστε]]» — [[συμφωνώ]] να... («οἱ Σικελιῶται... συνηνέχθησαν [[γνώμη]] [[ὥστε]] ἀπαλλάσσεσθαι τοῦ πολέμου», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ [[φέρω]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[σύμφορος]], [[χρήσιμος]], [[επωφελής]] (α. «δεν μάς συμφέρουν οι όροι της συνθήκης» β. «τοῦτο συμφέρει τῷ βίῳ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>συμφέρει</i><br />[[είναι]] χρήσιμο, ωφελεί (α. «δεν συμφέρει να πουλήσουμε με τέτοιες τιμές» β. «ξυμφέρει σωφρονεῖν ὑπὸ στένει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) <i>συμφέρων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br />[[επωφελής]], [[χρήσιμος]] (α. «συμφέροντες όροι» β. «συμφέρουσα [[πρόταση]]» γ. «ἔστιν... [[ἡσυχία]]... συμφέρουσα τῇ πόλει», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] στο ίδιο [[σημείο]], [[συγκεντρώνω]] («ἐς τὠυτὸ συμφέροντες διηκόσια τάλαντα ἀπαγίνεον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνεισφέρω]], [[δίνω]] τη [[συνεισφορά]] μου (α. «πιστὰ ξυμφέρειν βουλεύματα», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «συμφέρειν ἐκ πάντων γόους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] κάποιον αντιμέτωπο, σε [[σύγκρουση]] με κάποιον [[άλλο]] («ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ' ἀσπίδων θεούς», Αισχύλ)<br /><b>4.</b> [[αρμόζω]], [[ταιριάζω]] («πόλιν ᾗ [[μήτε]] χλαῑνα, [[μήτε]] [[σισύρα]] συμφέρει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συμφωνώ]], εναρμονίζομαι με [[κάτι]] («τοὐμὸν ξυνοίσειν [[ὄνομα]] τοῖς ἐμοῖς κακοῖς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συμφωνώ]], έχω την [[ίδια]] [[γνώμη]] με κάποιον («ἐὰν μὴ τῇ γυναικὶ συμφέρῃ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> συμμορφώνομαι με τη [[γνώμη]] κάποιου, [[υποχωρώ]] σε κάποιον («τῷ γὰρ χρόνῳ νοῦν [[ἔσχον]] [[ὥστε]] συμφέρειν τοῖς κρείττοσιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[ἵππος]] [[ὅπλον]] συμφέρει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>9.</b> [[υποφέρω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («ἐγώ σοι [[πένθος]] [[συνοίσω]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>10.</b> [[ανέχομαι]], [[συγχωρώ]] («[[ὀργὰς]] ξυνοίσω σοι<br />γεραιτέρα γὰρ εἶ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>11.</b> (μέσ. και παθ.) <i>συμφέρομαι</i><br />α) (για ποταμό) [[συμβάλλω]]<br />β) φέρομαι, κινούμαι [[μαζί]] («ἀστράσι [[μήνη]] συμφέρεται», Μαν.)<br />γ) <b>γραμμ.</b> συντάσσομαι («συμφέρονται αἰτιατικῇ», Απολλ. Δύσκ.)<br />δ) [[συμφωνώ]] ως [[προς]] τον τύπο («συμφέρομαι φωνῇ [τῇ] πρὸς τὰς δοτικάς», Απολλ. Δύσκ.)<br />ε) συναντώμαι με κάποιον («ἰητῆρι νόσων ἀνδρὶ συνοισόμενος», <b>Θεόκρ.</b>)<br />στ) [[συναντώ]] κάποιον στο [[πεδίο]] της μάχης, [[συγκρούομαι]] («οὐ γὰρ καλὰ συνοισόμεθα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ζ) έχω φιλικές σχέσεις («οὐκ ἂν οὖν δυναίμεθα ἐκείνῃσι συμφέρεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />η) βρίσκομαι σε [[αρμονία]], [[ταιριάζω]] («ἔργῳ [[τοὔνομα]] συμφέρεται», <b>Καλλ.</b>)<br />θ) [[συμφωνώ]], έχω την [[ίδια]] [[γνώμη]] («ἐὰν δὲ ἀνὴρ καὶ γυνὴ [[μηδαμῇ]] συμφέρωνται», <b>Πλάτ.</b>)<br />ι) προσαρμόζομαι σε [[κάτι]] («συμφέρομαι τοῖς παροῦσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br />ια) [[ανταποκρίνομαι]], [[μοιάζω]] («συμφέρεται τὰ πολλὰ τοῖς πολλοῖς», <b>Ευρ.</b>)<br />ιβ) [[γίνομαι]], [[αποβαίνω]] («οὐδὲν γὰρ σφι χρηστὸν συνεφέρετο», <b>Ηρόδ.</b>)<br />ιγ) <b>απρόσ.</b> <i>συμφέρεται</i><br />συμβαίνει, αποβαίνει («συμφέρεται ἐπὶ τὸ [[ἄμεινον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «συμφέρομαι γνώμῃ [[ὥστε]]» — [[συμφωνώ]] να... («οἱ Σικελιῶται... συνηνέχθησαν [[γνώμη]] [[ὥστε]] ἀπαλλάσσεσθαι τοῦ πολέμου», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm