συμφέρω
English (LSJ)
fut. συνοίσω A.Th.510: aor. 1 συνήνεγκα E.HF488, Ion. συνήνεικα Hdt.7.152: aor. 2 συνήνεγκον Th.2.51: pf. συνενήνοχα D.18.198.
A Act.
I bring together, gather, collect, τὰ κακὰ ἐς μέσον Hdt. 7.152; τάλαντα ἐς τὠυτό Id.3.92, cf. D.24.74; δαπάνην σ. Th.1.99; especially of dead bodies, X.An.6.4.9, Lycurg.45 codd.
2 bring together, contribute, βουλεύματα A.Pers.528; ἐκ πάντων γόους E. l.c.; πολλοὶ πολλὰ συνενηνόχασι μέρη Arist.SE183b33:—Med., of a river, Φάσιδι σ. ῥόον A.R.4.134.
3 bring into conflict, πολεμίους θεούς A.Th.510; give battle, συνοίσομεν ὀξὺν Ἄρηα Tyrt.1.40 Diehl: v. infr. B.1.2.
4 bear along with or bear together, ὁ ἵππος ὅπλον σ. X.Cyr.4.3.13; ἐγώ σοι ξυμφέρω (sc. τὴν παμπησίαν) Ar.Ec.869; bring with, λύχνον . . παῖς μοι συμφέρει Epich.35.8; of sufferings, labours, and the like, bear jointly, help to bear, ξυνοίσω πᾶν ὅσονπερ ἂν σθένω S.El.946; σ. κακά E.HF1366; πένθος τινί Id.Alc.370; τὰς τούτων ἁμαρτίας Antipho
3 2.11: hence, suffer, bear with, indulge, ὀργὰς ξυνοίσω σοι A.Eu. 848.
II intr., confer a benefit, be useful or be profitable, οὔ οἱ συνήνεικε τὸ ἔχθος did not do him any good, Hdt.9.37; τὸ καὶ συνήνεικε ποιησάσῃ Id.8.87; καλῶς ἂν ἡμῖν ξυμφέροι ταῦτα A.Supp.753, cf. Ar. Ach.252; τοῦτο σ. τῷ βίῳ Id.Pl.38; ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ξ. turn out for the best, Id.Ec.475; σῖτον . . καὶ οἶνον . . καὶ εἴ τι ἄλλο βρῶμα, οἷ' ἂν ἐς πολιορκίαν ξυμφέρῃ Th.4.26; πάντα ὅσα ἂν οἴηται συνοίσειν αὐτοῖς πρὸς τὸν βίον X.Mem.2.2.5; ὃ σ. πρὸς τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1272a30, etc.
2 impers., συμφέρει = it is of use, expedient, mostly c. inf., ξυμφέρει σωφρονεῖν ὑπὸ στένει A.Eu.520 (lyr.), cf. S.El.1440, Th.2.63, etc.; with Art. prefixed to inf., τὸ περιγενέσθαι . . ἀμφοτέροις σ. X.Mem.3.4.10; the inf. is freq. to be supplied, Th.1.123, X.Ath.3.11; also ὡς νομίζω συμφέρειν ἡμῖν γενομένων τούτων Pl.Phdr.230e; followed by a clause, σ. τῷ κοινῷ, ἢν . . Id.Lg.875a, cf. PCair.Zen.21.41 (iii B.C.); συμφέρει ἐπὶ τὸ βέλτιον, συμφέρει ἐπὶ τὸ ἄμεινον, X.An.7.8.4, Decr. ap. And.1.77.
3 part. συμφέρων, συμφέρουσα, συμφέρον, useful, expedient, fitting, advantageous, S.OT875 (lyr.), etc.; βίος . . ἐκεῖσε συμφέρων profitable even beyond the grave, Pl.Grg.527b; ἔστιν ἡσυχία . . συμφέρουσα τῇ πόλει D.18.308.
b in neut. as substantive, συμφέρον, συμφέροντος, τό, use, profit, advantage, S.Ph.926, Antipho 5.50, etc.; ἐς τὸ ξ. καθίστασθαί τι Th.4.60; ἡδίω τοῦ συμφέροντος = more pleasant than is good for one, X.Smp.4.39; περαιτέρω τοῦ ὑμετέρου σ. Aeschin.3.80; τὸ σ. τινός Pl.R.338c, 340c, al.; τὸ σ. τινί ib.341d, 342b, D.18.139; πρὸς τὸ σ. αὑτῷ PCair.Zen.451.15 (iii B.C.): freq. also in plural, τὰ συμφέροντα S.Ph.131, etc.; τὰ μικρὰ συμφέροντα, opp. τὰ ὅλα, the petty interests, D.18.28; τὰ συμφέροντα ἀνθρώποις Pl.Lg.875a, cf. IG42(1).68.84 (Epid., iv B.C.); but also τὰ τῆς πατρίδος σ. Din.1.99, cf. Pl.Plt.297a, D.18.120, etc.; also in aor. part., τό τῳ ξυνενεγκόν Th.2.51; συμφέρον ἐστί = συμφέρει, Heraclit.8, Ar.Pl. 49, X.An.6.1.26, etc.; εἰ μὴ ξυμφέρον (sc. ἐστί) Th.3.44.
III intr., also,
1 work with, assist, σφῷν ὅπως ἄριστα συμφέροι θεός S.Ph.627; πάντα συμφέρουσ' Ἰάσονι E.Med. 13; συμφέροντι (or Συμφέροντι as pr. n.) Ἡρακλεῖ IG22.2114.
2 agree with, τοὐμὸν ξυνοίσειν ὄνομα τοῖς ἐμοῖς κακοῖς S.Aj.431; εἴ τι ξυνοίσεις . . τοῖς θεσφάτοις Ar.Eq. 1233; ἐὰν μὴ τῇ γυναικὶ συμφέρῃ Id.Lys.166; come to terms with, give way to, τοῖς κρείσσοσι S.El.1465; v. infr. B.11.
3 fit, suit, ᾗ μήτε Χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει (v. χλαῖνα) Ar.Ra.1459; [γυνὴ] σιμὴ ἄν σοι ἰσχυρῶς συμφέροι X.Cyr.8.4.21.
4 of events, happen, take place, turn out, c. acc. et inf., Hdt.1.73, 3.129, 6.23,117, etc.; with ὥστε . ., Id.1.74; τὰ ἄλλα . . αὐτῇ συνήνεικε ἐς εὐτυχίην γενόμενα turned out for her advantage, Id.8.88; v. infr. B.111.2.
B Pass. συμφέρομαι: fut. συνοίσομαι: aor. Pass. ξυνηνέχθην Th. 7.44, Ion. συνηνείχθην Hdt.1.19, 2.111, 3.10: pf. συνενήνεγμαι (Hes. Sc.440), v. συνενείκομαι:—come together, opp. διαφέρεσθαι, Heraclit. 10, cf. Pl.Sph.242e, etc.; meet, associate with, Theoc.Ep.8.2; of sexual intercourse, Luc.Herm.34, Tox.15.
2 in hostile sense, meet in battle, engage, πτόλεμόνδε Il.8.400; μάχῃ 11.736; τινι with one, A. Th.636: abs., Th.7.36; so συνοισόμεθα πτολεμίζειν Hes.Sc.358; σ. κακῷ encounter it, Hdt.6.50.
II agree with, οὐδαμοῖσι ἄλλοισι σ. ἀνθρώπων, in custom, Id.1.173, cf. 2.80, etc.; in statement, ib.44, al.; περί τινος Id.4.13; opp. διαφέρεσθαι, Antipho 5.42; live on friendly terms with, τισι Hdt.4.114, Opp.H.5.34: abs., agree together, be of one mind, εἰ δὲ μὴ συμφεροίατο if they could not agree, Hdt.1.196; ἐὰν δὲ ἀνὴρ καὶ γυνὴ μηδαμῇ συμφέρωνται Pl.Lg.929e; also ξ. γνώμῃ ὥστε ἀπαλλάσσεσθαι τοῦ πολέμου Th.4.65; καθ' αὑτοὺς ξ. settle their affairs by themselves, Id.6.13; concur, τῇδε γὰρ ξυνοίσομαι S.OC641; ἐγὼ δὲ τούτοις κατὰ τοῦτο εἶναι οὐ συμφέρομαι Pl.Prt. 317a.
2 to be in harmony with, εὖ τοῖς πράγμασι σ. Id.Cra.419d; adapt oneself to, τοῖς παροῦσιν Plu.Tim.15; σ. τὰ πολλὰ πολλοῖς correspond with, E.Heracl.919(lyr.); Χαίτης πῶς συνοίσεται πλόκος; correspond, be like, Id.El.527; συμφέρεται ὡυτὸς εἶναι Hdt.2.79; ἔργῳ τοὔνομα συμφέρεται Call.Epigr.6.6.
III of events, happen, turn out, occur, come to pass, ἔμελλε τοιοῦτό σφι συνοίσεσθαι Hdt.8.86; οὐδὲν γάρ σφι Χρηστὸν συνεφέρετο Id.4.157; οὐδέν οἱ μέγα ἀνάρσιον πρῆγμα συνηνείχθη Id.3.10; ἐπὶ τὸ βέλτιον τὸ πρᾶγμα . . συνοίσεται Ar.Nu.594; οὐδὲ πυθέσθαι ῥᾴδιον ἦν... ὅτῳ τρόπῳ ἕκαστα ξυνηνέχθη Th.7.44; ξ. θόρυβος Id.8.84; μεταβολαί Pl.Plt.270c, etc.
2 impers., συμφέρεται ἐπὶ τὸ ἄμεινον = it happens for the better, it falls out for the better, Hdt.7.8.ά; ἄμεινον συνοίσεσθαι Id.4.15; αὐτῷ συνεφέρετο παλιγκότως = it turned out ill to him, ib.156; so συνηνείχθη τοιόνδε γενέσθαι πρῆγμα Id.1.19, cf. 6.86.ά, Th.1.23, al.; σ. οἱ τυφλὸν γενέσθαι Hdt.2.111; v. supr. A. 111.4.
IV literally, to be carried along with, ἀστράσι μήνη σ. Man.6.319; κύδεα . . ψυχαῖς οὐ μάλα σ. do not follow them (beyond the grave), AP4.4.4 (Agath.).
V Gramm., to be constructed with, αἰτιατικῇ, etc., A.D.Synt.285.1, al.: also, agree in form with, σ. φωνῇ [τῇ] πρὸς τὰς δοτικάς Id.Adv.209.28.
German (Pape)
[Seite 991] (s. φέρω), 1) zusammentragen, zusammenbringen; ἐς μέσον, Her. 3, 92. 7, 152; ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ' ἀσπίδων θεούς, Aesch. Spt. 492; ὑμᾶς δὲ χρὴ 'πὶ τοῖσδε τοῖς πεπραγμένοις πιστοῖσι πιστὰ ξυμφέρειν βουλεύματα, Pers. 520; τοὺς νεκρούς, Xen. An. 6, 2, 9; auch zusammen ertragen, πενίαν, 7, 6, 20. – Pass., mit fut. med., zusammenkommen, zusammentreffen; a) im feindlichen Sinne, an einander geraten, handgemein werden, kämpfen, συμφερόμεσθα μάχῃ, Il. 11, 736; συνοισόμεθα πολεμίζειν, Hes. Sc. 358; συνοισόμενος μεγάλῳ κακῷ, der im Begriff ist, in ein großes Unglück zu geraten, Her. 6, 50. – b) allgemein, Umgang, Gemeinschaft mit Einem haben, mit ihm umgehen, τινί, Aesch. Spt. 613. Daher – c) übereinkommen, passen, μόνον τόδ' Ἑλλὰς χθὼν ξυνοίσεται στόχῳ, Aesch. Suppl. 240; auch einwilligen, sich Etwas gefallen lassen; auch = mit Einem übereinkommen, übereinstimmen, ἓν τόδε ἴδιον νενομίκασι καὶ οὐδαμοῖσι ἄλλοισι συμφέρονται ἀνθρώποισι, Her. 1, 173; συμφέρονται δὲ καὶ τόδε ἄλλο Αἰγύπτιοι Λακεδαιμονίοισι, 2, 80; τὰ δ' ἐπίλοιπα τοῦ λόγου συμφέρονται Θηραῖοι Κυρηναίοισι, 4, 154, im Übrigen stimmen die Th. mit den Kyr. überein; vgl. 2, 44. 4, 13. 6, 59, u. sonst; τῇδε γὰρ συνοίσομαι, Soph. O. C. 647; Soph. braucht so auch das act., ὥςτε συμφέρειν τοῖς κρείσσοσιν, El. 1457, den Mächtigern nachgeben; τοὐμὸν ξυνοίσειν ὄνομα τοῖς ἐμοῖς κακοῖς, Ai. 426, daß mein Name mit meinem Unglück zusammentreffen, damit übereinstimmen werde; u. so ist auch wohl Phil. 623 zu nehmen, σφῷν δ' ὅπως ἄριστα συμφέροι θεός, er stimme mit euch überein; vgl. Pflugk Eur. Med. 13; ἐγὼ δὲ τούτοις κατὰ τοῦτο εἶναι οὐ ξυμφέρομαι, ich stimme ihnen nicht bei, Plat. Prot. 317 a; Theaet. 152 e u. oft; αὐτοὶ κατὰ σφᾶς αὐτοὺς ξυνηνέχθησαν γνώμῃ, ὥςτε ἀπαλλάσσεσθαι τοῦ πολέμου, Thuc. 4, 64; Sp. gradezu beistimmen, Plut. Symp. 9, 14. – 2) beitragen; ξυνοίσω πᾶν ὅσονπερ ἂν σθένω, Soph. El. 934; εἴς τι, Her. 3, 92; πρός τι, Isocr. 1, 14; συνήνεγκε τοῖς Ἀθηναίοις ἐπὶ τὸ ἄμεινον, Andoc. 1, 76; zutragen, bes. συμφέρει, es ist zuträglich, nützlich, es frommt, ξυμφέρει σωφρονεῖν ὑπὸ στένει, Aesch. Eum. 495, καλῶς γ' ἂν ἡμῖν ξυμφέροι ταῦτα, Suppl. 734; παῦρά γ' ὡς ἠπίως ἐννέπειν πρὸς ἄνδρα τόνδε συμφέροι, Soph. El. 1432; ὁποῖον ἄν σοι ξυμφέρ ῃ, γενήσεται, Phil. 655; τὰ συμφέροντα τῶν ἀεὶ λόγων, das Nützliche, 131; ἃ μὴ 'πίκαιρα μηδὲ συμφέροντα, O. R. 875; ξυμφέρειν ἐπὶ τὸ βέλτιον, Ar. Eccl. 475; καλῶς ξυμφέρει, Ach. 252; u. in Prosa: Her. 8, 87. 9, 37; οὐ γὰρ συμφέρει τοῖς ἄρχουσι φρονήματα μεγάλα ἐγγίγνεσθαι τῶν ἀρχομένων, Plat. Conv. 182 c, u. oft; γνῶναι τὰ συμφέροντα ἀνθρώποις εἰς πολιτείαν, Legg. IX, 875 a; οὐδ' ὑμῖν δοκεῖ μοι συμφέρον εἶναι, Xen. An. 5, 9, 26; vgl. Ar. Plut. 49; τὰ τῆς πόλεως ξυμφέροντα, Din. 1, 99; τινί, ib. 111. – 3) intr., sich zutragen, sich ereignen, c. inf., Her. 3, 129. 6, 23. 117. 7, 4 u. oft; συνήνεικε αὐτῇ ἐς εὐτ υχίην γενόμενα, es schlug ihr zum Glück aus, 8, 88; u. eben so pass., συμφέρεσθαι ἐπὶ τὸ βέλτιον, 7, 8, 1, vgl. 1, 19. 2, 111. 4, 157; συμφέρεται, es trifft sich, begiebt sich, 7, 8, 1; οὐδέν σφι χρηστὸν συνεφέρετο, es erging ihnen nicht gut, 4, 157; αὐτῷ συνεφέρετο παλιγκότως, es erging ihm widerwärtig, 4, 156; συμφέρει, es trägt sich zu, 7, 10; παθήματα ξυνηνέχθη γενέσθαι τῇ Ἑλλάδι, Thuc. 1, 23, u. öfter.
French (Bailly abrégé)
f. συνοίσω, ao. συνήνεγκα, ao.2 συνήνεγκον, pf. συνενήνοχα;
Pass. f. συνοίσομαι, ao. συνηνέχθην, pf. συνενήνεγμαι;
A. tr. I. porter ensemble, d'où
1 réunir, rassembler : διακόσια τάλαντα ἐς τὠϋτό HDT deux cents talents dans le même endroit ; σ. στρατηγήματα πανταχόθεν XÉN recueillir de toutes parts les stratagèmes employés ; Pass. (avec le fut. συνοίσομαι) se rencontrer, se rassembler : μεγάλῳ κακῷ συνοισόμενος HDT qui rencontrera (se heurtera contre) un grand malheur ; arriver, se passer, avoir lieu, survenir : θόρυβος ξυνηνέχθη THC il se produisit du tumulte ; συμφέρεταί τινί τι HDT qch arrive à qqn ; συμφέρεταί τινι οὐδὲν χρηστόν HDT il n'arrive rien de bon à qqn, qqn se trouve dans une mauvaise position ; • impers. συμφέρεται ἄμεινον HDT, ἐπὶ τὸ ἄμεινον HDT, ἐς τὸ ἄμεινον HDT cela arrive pour le mieux ; avec une prop. inf. : συνηνείχθη (ion.) τι τοιόνδε γενέσθαι πρῆγμα HDT il arriva que l'affaire tourna ainsi ; συνηνείχθη οἱ τυφλὸν γενέσθαι HDT il arriva qu'il devint aveugle;
2 se rencontrer, en venir aux mains, combattre : τινι avec qqn;
3 avoir commerce avec, τινι;
4 s'accorder, être d'accord ; avec un inf. : σ. ὡϋτὸς εἶναι HDT on s'accorde à le regarder comme le même ; au sens mor. s'unir, se mettre d'accord : ξ. γνώμῃ ὥστε ἀπαλλάσσεσθαι τοῦ πολέμου THC être d'accord pour mettre fin à la guerre ; σ. τοῖς παροῦσι PLUT s'accommoder du présent ou des circonstances ; avec un acc. : σ. τι s'accorder en qch ; σ. περί τινός τινι s'accorder sur qch avec qqn ou avec qch;
II. porter ensemble ou en même temps, aider à porter :
1 au propre ὁ ἵππος τὸ ὅπλον συμφέρει XÉN le cheval aide à porter les objets d'équipement;
2 fig. supporter ensemble, aider à supporter (un malheur, une douleur, etc.) : σ. πενίαν τινί XÉN aider qqn à supporter la pauvreté ; ὀργάς τινι ESCHL supporter la colère avec qqn, càd pardonner;
3 abs. aider, assister, être utile ou avantageux : τὸ συνήνεικε ποιησάσῃ HDT ce qui lui réussit ; οὔκ οἱ συνήνεικε τὸ ἔχθος HDT cette inimitié ne se termina pas heureusement pour lui ; • impers. συμφέρει XÉN cela est utile ; συμφέρει σωφρονεῖν ESCHL il est utile dêtre sage ; διδάξοντες ὡς ξυνέφερεν (s.e. διδάσκειν) THC devant les instruire comme cela leur était utile, càd était conforme à leur intérêt ; part. συμφέρων, ουσα, ον employé adject. : utile, avantageux, profitable : πολλὰ συμφέροντα SOPH beaucoup de choses utiles, avantageuses ; ξυμφέρον ἐστί ou γίγνεται = συμφέρει ; subst. τὸ συμφέρον ce qui est utile ou avantageux, l'utilité ou l'avantage ; ἐς τὸ ξυμφέρον καθιστασθαί τι THC exploiter qch à son profit ; τὸ ἡμέτερον συμφέρον XÉN notre intérêt ; avec un gén. : τὰ συμφέροντα τῶν λόγων SOPH le profit à tirer de ses paroles ; τὸ τῆς πόλεως συμφέρον DÉM l'intérêt de la Cité ; avec le dat. : τὸ συμφέρον τινί XÉN l'intérêt de qqn ; avec une prép. : τὰ πρός τι συμφέροντα, τὸ συμφέρον εἴς τι ce qui est utile ou avantageux pour qch;
III. • impers. συμφέρει il se rencontre, il arrive, il se trouve;
B. intr. se réunir, se rencontrer :
1 fig. convenir, s'accorder avec, être conforme : σιμὴ (γυνὴ) ἄν σοι ἰσχυρῶς συμφέροι XÉN une femme au nez camus te conviendrait fort ; ξυνοίσειν ὄνομα τοῖς ἐμοῖς κακοῖς SOPH (mon) nom devra être d'accord avec mes malheurs;
2 se mettre d'accord, consentir, acquiescer, s'accommoder à : τοῖς κρείττοσιν SOPH à la volonté des puissants ; avec un double rég. : πάντα ξ. τινί EUR s'accorder en tout avec qqn.
Étymologie: σύν, φέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-φέρω, Att. ook ξυμφέρω [σύν, φέρω] aor. act. pseudo-sigm. συνήνεγκα, Ion. συνήνεικα; them. aor. συνήνεγκον; aor. pass. συνηνέχθην, Ion. συνηνείχθην; perf. act. συνενήνοχα; perf. med. συνενήνεγμαι en συνήνεγμαι, plqperf. med. 3 sg. συνενήνεκτο; fut. act. συνοίσω; fut. pass. συνενεχθήσομαι act. (onder 1.a. ook med. aor. συνηνεγκάμην) met acc. (vgl. φέρω: brengen) bijeenbrengen, verzamelen:; συνενεγκόντες αὐτοὺς ἔθαψαν ze begroeven ze (de lijken) nadat ze ze bijeen hadden gebracht Xen. An. 6.5.6; pass..; ταῦτα... συνενηνεγμένα ἦν τῷ σατραπεύοντι τῆς χώρας die dingen waren bijeengebracht door de satraap van de streek Xen. An. 3.4.31; ook vijandig in conflict brengen:; ξυνοίσετον... πολεμίους ἐπ’ ἀσπίδων θεούς allebei zullen ze (afbeeldingen van) vijandige goden op hun schilden in strijd brengen Aeschl. Sept. 510; met εἰς + acc. verenigen, bundelen in (vaak εἰς ταὐτό in één hand, gemeenschappelijk):; ἐς τὠυτὸ συμφέροντες διηκόσια τάλαντα ἀπαγίνεον ze brachten tweehonderd talenten bij elkaar en droegen die af Hdt. 3.92; εἰς ἐκεῖνον ἡ Ῥώμη συνενεγκοῦσα τὰς λοιπὰς ἐλπίδας toen Rome op hem de laatste gevoelens van hoop vestigde Plut. Fab. 17; med..; ὁ Καῖσαρ... τὴν ἀπ’ ἀμφοῖν συνενεγκάμενος ἰσχὺν εἰς ἑαυτόν nadat Caesar hun beider macht bij zichzelf had geconcentreerd Plut. Caes. 13.4; van het lot (vgl. 1.c.iii). πάντων ὅσα συνήνεγκεν εἰς ὄλεθρον ἡ τύχη κακὰ μέγιστον van alle rampen die het lot voor hun ondergang bijeenbracht de grootste Plut. Crass. 21. met acc. en dat. (vgl. φέρω: dragen) samen (met...) dragen, (met...) doorstaan:; ἐγώ σοι πένθος... συνοίσω τῆσδε ik zal het verdriet om haar met jou delen Eur. Alc. 370; ὅσῳ μᾶλλον συμφέροιμι τούτῳ τὴν... πενίαν (ik dacht dat) hoe meer ik met hem zijn armoede zou delen (des te meer...) Xen. An. 7.6.20; ook tolereren. ὀργὰς ξυνοίσω σοι ik zal jouw woede voor lief nemen Aeschl. Eum. 848. alleen met dat. passen (bij), overeenkomen (met iem., iets), bevallen:. πόλιν, ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα ξυμφέρει een stad die noch een wollen mantel, noch een geitenharen lap past Aristoph. Ran. 1459; εἴ τι ξυνοίσεις τοῦ θεοῦ τοῖς θεσφάτοις om te zien of je enigszins overeenkomt met de voorspellingen van de god Aristoph. Eq. 1233; τοὐμὸν ξυνοίσειν ὄνομα τοῖς ἐμοῖς κακοῖς dat mijn naam (Aias) overeen zou komen met mijn ellende (waardoor je ‘aiai’ roept) Soph. Ai. 430; οὐ... εὐφρανθήσεται ἀνήρ, ἐὰν μὴ τῇ γυναικὶ συμφέρῃ een man zal niet vrolijk zijn, als het zijn vrouw niet bevalt Aristoph. Lys. 166. (iem.) (goed) uitkomen, tot voordeel zijn van, nuttig zijn voor, gunstig zijn voor:; οὐ... ἔς... τέλος οἱ συνήνεικε τὸ ἔχθος uiteindelijk pakte de vijandschap niet goed voor hem uit Hdt. 9.37; τὸ γάρ τῳ ξυνενεγκὸν ἄλλον τοῦτο ἔβλαπτεν wat voor de één een voordeel was, was schadelijk voor de ander Thuc. 2.51 (vgl. 3.d.); ook abs..; εἰ γὰρ ἔσθ’... ὃ συνήνεγκεν ἂν τότε πραχθέν als er iets is dat zou hebben geholpen als het toen was gedaan Dem. 18.190; ook abs.. συνενέγκαι... ὅμως moge het toch gunstig uitpakken Eur. IA 724. onpers. συμφέρει (ook wel συμφέρον (vul aan ἐστί)) met ὅτι/ὡς -bijzin of inf. het is gunstig om, het komt (iem.) goed uit dat:; συμφέρει... καὶ πρὸς τὰ ψύχη συνεθίζειν ἐκ μικρῶν παίδων het is goed om kinderen ook van jongs af aan de kou te wennen Aristot. Pol. 1336a12; τῷ μὲν... ὑγιαίνοντι μεταστῆσαι τὴν δίαιταν ξυμφέρει·... τῷ δὲ ἀσθενέοντι ξυμφέρον χρῆσθαι τῇ αὐτῇ διαίτῃ voor een gezond iemand is het gunstig om het dieet te wijzigen, voor een ziek iemand om hetzelfde dieet te volgen Hp. Vict. 90.30-33; σιωπᾶσθαι συνέφερεν het was voordelig dat erover gezwegen werd Dem. 19.42; spec. bij Hdt. aor. συνήνεικε met (acc. en) inf., met ptc., met ὅτι/ὡς/ὥστε -bijzin het kwam zo uit, het toeval wilde, het gebeurde dat:; τάδε οἱ συνήνεικε γενέσθαι het toeval wilde dat het volgende hem overkwam Hdt. 3.42; κοτε συνήνεικε ἑλεῖν σφεας μηδέν het gebeurde eens dat ze niets hadden gevangen Hdt. 1.73; συνήνεικε ὥστε καὶ ὑμέας εἰδέναι het is zo uitgekomen dat jullie het ook weten Hdt. 3.71; met pred. ptc..; τά... ἄλλα... αὐτῇ συνήνεικε ἐς εὐτυχίην γενόμενα het kwam zo uit dat de overige gebeurtenissen gunstig voor haar uitpakten Hdt. 8.88; (let op! soms συνήνεικε = het was voordelig, bijv..; ἔδοξέ οἱ τόδε ποιῆσαι, τὸ καὶ συνήνεικε ποιησάσῃ ze besloot het volgende te doen, dat haar ook voordeel bracht toen ze het had gedaan Hdt. 8.87); subst. τὸ συμφέρον het nut, het voordeel; τὰ συμφέροντα de nuttige, gunstige zaken:. τὸ γὰρ ἄρχειν καὶ ἄρχεσθαι... τῶν συμφερόντων ἐστί ‘besturen en bestuurd worden’ behoort tot de nuttige dingen Aristot. Pol. 1254a22; τὸ δίκαιον προετίμησε τοῦ συμφέροντος hij verkoos het rechtvaardige boven het (voor hem) voordelige Plut. Tim. 5.1. pass. (met aor. συνηνέχθην) (vgl. φέρομαι), met dat. of intrans. samenkomen (met), samengaan (met), zich verenigen:; διαφερόμενον... ἀεὶ συμφέρεται terwijl (het zijnde) uiteengaat komt het steeds weer bij elkaar Plat. Sph. 242e; later Gr. ook in seks. zin; συνενεχθῆναι αὐτῇ σπουδάζων terwijl hij probeerde seks met haar te hebben Luc. 17.46; spec. vijandig samenkomen in strijd, in conflict raken (met):. οὐ... καλὰ συνοισόμεθα πτόλεμονδε we zullen niet fraai met elkaar in oorlog raken Il. 8.400; ἡ... Ἑλλὰς οὔπω πολλὰ συνενηνεγμένη Ῥωμαίοις Griekenland had nog niet veel conflicten met Romeinen gehad Plut. Flam. 2.5. overdr. van gelijkenis overeenkomen (met), overeenstemmen (met), vaak met acc. resp. in iets;; τόδε... Ἑλλήνων οὐδαμοῖσι συμφέρονται hierin komen ze met geen van de Grieken overeen Hdt. 2.80; συνηνέχθης τὰ πολλὰ οἷς Σόλων εἶπεν je woorden kwamen grotendeels overeen met wat Solon ooit zei Plat. Tim. 25e; χαίτης πῶς συνοίσεται πλόκος hoe moet onze haarlok overeenkomen Eur. El. 527; εὖ τοῖς πράγμασι τὴν ψυχὴν συμφέρεσθαι dat de geest goed in harmonie is met de omstandigheden Plat. Crat. 419d; tot een akkoord komen, het eens worden:; εἰ... μὴ συμφεροίατο als ze het niet eens konden worden Hdt. 1.196; εἰς μίαν γνώμην συνηνέχθησαν ze kwamen gezamenlijk tot één inzicht Plut. Fab. 3.7; met pred. adj.. τοῖς... Ἕλλησιν οὐκ ἄτοπος οὐδὲ φορτικὸς συνηνέχθη in zijn omgang met de Grieken was hij noch ongepast noch ruw Plut. Ant. 23.2. zich voordoen (aan), overkómen, met dat.; vaak abs. gebeuren:; πρῆγμα τοιόνδε συνηνείχθη γενέσθαι de volgende zaak kwam te gebeuren Hdt. 5.33; ξυνηνέχθη... θόρυβος περὶ τὸν Ἀστύοχον er deed zich opschudding voor over Astyochus Thuc. 8.84; met adv. (op een bepaalde manier) verlopen (voor iem.); vaak onpers.. πειθομένοισι δὲ ἄμεινον συνοίσεσθαι dat het hen beter zou vergaan als ze gehoorzaamden Hdt. 4.15; τούτῳ... συνεφέρετο παλιγκότως het verliep voor hem vol tegenslag Hdt. 4.156.
Russian (Dvoretsky)
συμφέρω: (fut. συνοίσω, aor. 1 συνήνεγκα, aor. 2 συνήνεγκον, pf. συνενήνοχα; pass.: fut. συνοίσομαι, aor. συνηνέχθην, pf. συνενήνεγμαι)
1 сносить (в одно место), собирать, сосредоточивать (τι ἐς μέσον Her.): σ. εἰς ταὐτὸ τὰ μὴ δῆλα τοῖς φανεροῖς Dem. сваливать в одну кучу недостоверное с очевидным; τὴν δαπάνην ξ. Thuc. нести расходы в складчину; ἐς τωὐτὸ σ. διηκόσια τάλαντα Her. сообща вносить двести талантов; πολλοὶ πολλὰ συνενηνόχασι μέρη Arst. многие внесли немалую долю (в развитие науки); pass. собираться, сходиться Plat., Arst., вступать в связь (γυναικί Arph.): ἰητῆρι συμφέρεσθαι Theocr. совещаться с врачом; κρημνοὶ περὶ τὸ σπήλαιον συμφερόμενοι Plut. скалы, обступившие пещеру;
2 нести вместе, помогать нести (τι Xen.): ξ. τινί Arph. помогать кому-л. нести;
3 pass. (о реках) впадать (τῶ Κασπίῳ Plut.);
4 переносить сообща, вместе терпеть (τὰ κακά Eur.): ξυνοίσω πᾶν Soph. я разделю с тобой все (т. е. все страдания); σ. τινὶ πένθος τινός Eur. делить с кем-л. скорбь по ком-л.;
5 сносить (от кого-л.), терпеть, прощать (ὀργάς τινι Aesch.);
6 сталкивать: ξ. πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδων θεούς Aesch. сшибаться щитами, на которых изображены враждующие боги; συνοισόμενος μεγάλῳ κακῷ Her. тот, кто попадет в большую беду; pass. сталкиваться, схватываться (τινί Aesch.): συμφέρεσθαι μάχῃ или πόλεμόνδε Hom. вступать в бой; πεζῇ συμφέρεσθαί τινι Plut. завязывать с кем-л. пешее сражение;
7 приносить пользу, быть полезным (τινί Her., Aesch., Thuc., Arph., ἔς τι Thuc. и πρός τι Xen., Arst.; πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐ πάντα συμφέρει NT): οὔκ οἱ συνήνεικε Her. (это) плохо для него кончилось; συνοίσειν ἐπὶ τὸ βέλτιον Xen. оказаться (в будущем) полезным; συμφέροι ἄν Soph. было бы полезно; ἐς ὅσον τοῖς νῦν ξυμφέρει Thuc. насколько это полезно с точки зрения нынешних обстоятельств;
8 оказывать помощь, помогать (τινί Soph., Eur.);
9 тж. pass. сходиться, согласоваться, соответствовать (τινί Her., Soph., Arph.);
10 pass. жить в согласии, ладить (τινι Her.); приходить к соглашению, соглашаться: τῇδε ξυνοίσομαι Soph. на это я соглашусь; καθ᾽ αὑτοὺς ξυμφέρεσθαι Thuc. полюбовно договориться;
11 подходить, подобать, годиться, быть впору (τινί Arph., Xen.);
12 pass. приспособляться, подчиняться, приноравливаться (τοῖς παροῦσιν Plut.);
13 pass. соответствовать, сходиться: σ. τινι περί τινος Her. сходиться с кем-л. в вопросе о чем-л.; συμφέρεται τὰ πολλὰ πολλοῖς Eur. многое совпадает (повторяется), т. е. сходно друг с другом; ξ. τινος Eur. быть похожим на что-л.;
14 приспособляться, уступать, подчиняться (τοῖς κρείσσοσιν Soph.);
15 тж. pass. принимать (тот или иной) оборот, происходить: σ. τινι ἐς εὐτυχίην Her. складываться в чью-л. пользу; ἐν ᾧ τοιόνδε δή τι συνήνεικε γενέσθαι Her. между тем произошло вот что; συνήνεικε ἑλέειν σφέας μηδέν Her. вышло так, что они ничего (на охоте) не поймали;
16 pass. приключаться, случаться: ἔμελλε τοιοῦτό σφι συνοίσεσθαι, οἷόνπερ ἀπέβη Her. с ними и должно было случиться то, что произошло; ξυνηνέχθη θόρυβος Thuc. поднялся шум; ὁκοῖόν τι ἐν τῇ Σπὰρτῃ συνηνείχθη γενέσθαι Her. то, что однажды случилось в Спарте; συμφέρεται ἄμεινον или ἐς и ἐπὶ τὸ ἄμεινον Her. это к лучшему - см. тж. συμφέρον.
Greek (Liddell-Scott)
συμφέρω: μέλλ. συνοίσω· ἀόρ. α΄ συνήνεγκα, Ἰων. -ήνεικα· ἀόρ. β΄ συνήνεγκον· πρκμ. συνενήνοχα Δημ. 294. 15. Α. Ἐνεργ. Ι. φέρω ὁμοῦ, ἐπὶ τὸ αὐτό, συνάγω, συναθροίζω, τὰ κακὰ ἐς μέσον Ἡρόδ. 7. 152 τάλαντα ἐς τωὐτὸ ὁ αὐτ. 3. 92, πρβλ. Δημ. 724. 20· δαπάνην σ. Θουκ. 1. 99· ἰδίως, ὡς τὸ συγκομίζω, ἐπὶ νεκρῶν σωμάτων, πρβλ. Ξενοφ. Ἀνάβ. 6. 4, 9, Λυκοῦργ. 153. 29. ― Παθ., συμφέρεσθαι, ἀντίθετον τῷ διαφέρεσθαι, Ἡράκλειτ. παρ’ Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 5. 2) φέρω ὁμοῦ, συνεισφέρω, βουλεύματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 528· ἐκ πάντων γόους Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 488· πολλοὶ πολλὰ συνενηνόχασι μέρη Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 33. 15. ― Μέσ., ἐπὶ ποταμοῦ Φάσιδι σ. ῥόον Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 134. 3) ὡς τὸ συμβάλλω ΙΙ, φέρω εἰς σύγκρουσιν, ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ’ ἀσπίδων θεοὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 510· ἴδε κατωτ. Β. Ι. 2. 4) φέρω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, ὁ ἵππος ὅπλον σ. Ξεν. Κύρ. 4. 3, 13· ἐγώ σοι ξυμφέρω (ἐξυπακ. τὴν παμπησίαν) Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 869· ἐπὶ παθημάτων, κόπων καὶ τῶν τοιούτων, φέρω ἀπὸ κοινοῦ, βοηθῶ ὥστε νὰ φέρῃ τις, ξυνοίσω πᾶν ὅσο, περ ἂν σθένω Σοφ. Ἠλ. 946· σ. κακὰ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1366· πένθος τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 369· τὰς τούτων ἁμαρτίας Ἀντιφῶν 122, 21. ― ἐντεῦθεν, ἀνέχομαι, ὑπομένω, συγχωρῶ, ὀργὰς συνοίσω σοι Αἰσχύλ. Εὐμ. 848. ΙΙ. ἀμεταβ., παραλειπομένης τῆς αἰτ. πράγματος, φέρω ὠφέλειαν, εἶμαι χρήσιμος, ὠφέλιμος, συμφέρων, οὒ οἱ συνήνεικε τὸ ἔχθος, δὲν ἀπέβη εἰς καλόν, δὲν ἔφερε καλὸν ἀποτέλεσμα, δὲν ὠφέλησεν αὐτόν, Ἡρόδ. 9. 37· τὸ καὶ συνήνεικε ποιησάσῃ ὁ αὐτ. 8. 87· καλῶς γ’ ἂν ἡμῖν ξυμφέροι ταῦτα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 753, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 252· τοῦτο σ. τῷ βίῳ ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 38· ἅπαντ’ ἐπὶ τὸ βέλτιον ξ., ἀποβαίνουσιν, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 457, πρβλ. Νεφ. 595· βρῶμα, οἷον ἂν ἐς πολιορκίαν συμφέρῃ Θουκ. 4. 26· πάντα ὅσα ἂν οἴηται συμφέρειν αὐτοῖς πρὸς τὸν βίον Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5· ὃ συμ. πρὸς τὴν πολιτείαν Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 10, κτλ. 2) ἀπροσ., ὠφελεῖ, εἶναι ὠφέλιμον, χρήσιμον, καλόν, συμφέρον, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ μετ’ ἀπαρεμφ., ξυμφέρει σωφρονεῖν ὑπὸ στένει Αἰσχύλ. Εὐμ. 520, ἡπίως ἐννέπειν· ... συμφέρει Σοφ. Ἠλ. 1440, Θουκ. 2. 63, κτλ.· μετὰ τοῦ ἄρθρου προτασσομένου εἰς τὸ ἀπαρ., τὸ περιγίγνεσθαι... αὐτοῖς σ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 10· συχνάκις τὸ ἀπαρέμφατον πρέπει νὰ νοηθῇ, Θουκ. 1. 1231, Ξεν. Ἀθην. 3. 11· οὓ ως, ὡς νομίζω συμφέρειν ἡμῖν γενομένων τούτων Πλάτ. Φαῖδρ. 230Ε· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, συμφ. τῷ κοινῷ, ἤν... ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 875Α· σ. ἐπὶ τὸ βέλτιον, ἐπὶ τὸ ἄμεινον Ξεν. Ἀν. 7. 8, 4, Ἀνδοκ. 10. 35. 3) μετοχ. συμφέρων, ουσα, ον, χρήσιμος, ὠφέλιμος, ἁρμόδιος, καλός, Σοφ. Ο. Τ. 875, κτλ.· βίος... ἐκεῖσε συμφέρων, καὶ πέραν τοῦ τάφου ὠφέλιμος, Πλάτ. Γοργ. 527Β· ἔστιν ἡσυχία... συμφέρουσα τῇ πόλει Δημ. 328. 3. β) ἐν τῷ οὐδετ. ὡς καὶ νῦν ὡς οὐσιαστ., συμφέρον, οντος, τό, χρησιμότης, τὸ ὄφελος, ἡ ὠφέλεια, τὸ κέρδος, τὸ συμφέρον, Λατ. utile, Σοφ. Φιλ. 926, Ἀντιφῶν 135, 18, κτλ.· ἐς τὸ ξ. καθίστασθαί τι Θουκ. 4. 60· ἡδίω τοῦ συμφέροντος, εὐχαριστότερα παρ’ ὅσον συμφέρει ἢ εἶναι καλὸν διά τινα, Ξεν. Συμπ. 4, 39· περαιτέρω τοῦ ἡμετέρου σ. Αἰσχίν. 65. 8· τὸ σ. τινὸς ἢ τινὶ Πλάτ. Πολ. 341Α, Β, 342D, E, κτλ.· ἐν Ἀριστ. Τοπ. 3. 3, 7, ἀντὶ συμφερώτερον, ἡ πιθαν. γραφ. φαίνεται ὅτι εἶναι συμφορ-· ― ὡσαύτως συχν. καὶ ἐν τῷ πληθ., τὰ συμ. Σοφ. Φιλ. 13., πρβλ. Ο. Τ. 875, κτλ.· τὰ μικρὰ σ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὅλα Δημ. 234. 26· τὰ ξυμφέροντα ἀνθρώποις Πλάτ. Νόμ. 875Α· ἀλλὰ καί, τὰ τῆς πατρίδος σ. Δείναρχ. 102. 40, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 297Α, Δημ. 267. 16, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ ἀορ. μετοχ., τό τῳ ξυνενεγκὸν Θουκ. 2. 51· (ἐντεῦθεν ἐπίρρ. συμφερόντως, ὃ ἴδε)· συμφέρον ἐστί, = συμφέρει, Ἡράκλειτος ἐν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 1, 6, Ἀριστοφ. Πλ. 49, Ξεν., κλπ.· εἰ μὴ ξυμφέρον (ἐξυπακ. ἐστὶ) Θουκ. 3. 44. ΙΙΙ. ἀμεταβ. ὡσαύτως, 1) ἐργάζομαι μετά τινος, βοηθῶ, συνεργῶ, σφῶν ὅπως ἄριστα συμφέροι θεὸς Σοφ. Φιλ. 627, πρβλ. 1085· πάντα συμφέρουσ’ Ἰάσονι Εὐρ. Μήδ. 13· συμφέροντι Ἡρακλεῖ Συλλ. Ἐπιγρ. 146, ἐν τῷ μετωπίῳ (περιθωρίῳ). 2) συμφωνῶ μετά τινος, τοὐμὸν ξυνοίσειν ὄνομα τοῖς ἐμοῖς κακοῖς Σοφ. Αἴ. 431· εἴ τι ξυνοίσεις... τοῖς θεσφάτοις Ἀριστοφ. Ἱππ. 1233· ἂν μὴ τῇ γυναικὶ συμφέρῃ ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 166· ― ἔρχομαι εἰς συνεννόησιν, εἰς συμφωνίαν μετά τινος, ὑποχωρῶ εἴς τινα, τοῖς κρείσσοσι Σοφ. Ἠλ. 1465, ἴδε κατωτ. Β. ΙΙ. 3) ἁρμόζω, «ταιριάζω», ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει (ἴδε ἐν λέξ. χλαῖνα) Ἀριστοφ. Βάτρ. 1549· γυνὴ σιμὴ ἄν σοι ἰσχυρῶς συμφέροι Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 4, 21. 4) ἐπὶ γεγονότων, συμβαίνω, γίνομαι, ἀποβαίνω, μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 3. 129., 6. 23, 117, κ. ἀλλ.· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 1. 73, κτλ.· μετὰ τοῦ ὥστε... 1. 75· τὰ ἄλλα... συνήνεικε αὐτῇ ἐς εὐτυχίην γενόμενα, ἀπέβησαν εἰς εὐτυχίαν της, ὁ αὐτ. 8. 88· ἴδε κατωτ. Β. ΙΙΙ. 2. Β. Παθητ., συμφέρομαι· μέλλ. συνοίσομαι· ἀόρ. παθ. συνηνέχθην, -είχθην Ἡρόδ.· πρκμ. συνενήνεγμαι (Ἕρμανν. εἰς Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 440), ἴδε συνενείκομαι. Ἔρχομαι ὁμοῦ, ἀντίθετον τῷ διαφέρεσθαι, Ἡράκλειτος ἐν Πλάτ. Συμπ. 187Α, πρβλ. Σοφιστ. 242D, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 5· ἐπὶ σαρκικῆς συνουσίας, σ. γυναικὶ Ἀριστοφ. Λυσ. 166, πρβλ. Λουκ. Ἑρμότ. 34. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, συναντῶ ἐν μάχῃ, συγκρούομαι, Λατ. congredi, πόλεμόνδε Ἰλ. Θ. 400· μάχῃ Α. 736· τινι, μετά τινος, Αἰσχύλ. Θήβ. 636· ἀπολ., Θουκ. 7. 36· οὕτω, συνοισόμεθα πτολεμίζειν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 358· πεζῇ σ. τινι Πλουτ. Σόλ. 9. ΙΙ. συνεννοοῦμαι, συμφωνῶ, ὁμοφωνῶ, ἔχω τὴν αὐτὴν γνώμην μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 4. 173., 2. 80, κτλ.· ἀντίθετ. τῷ διαφέρεσθαι, Ἀντιφῶν 134. 19· ― διάγω φιλικῶς μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 4. 114· ἁπλῶς εἶμαι μετά τινος, ἀλλά μοι καὶ θνήσκοντι συνοίσει [σὺ] Σοφ. Φιλ. 1085· ― ἀπολ., συμφωνῶ ὁμοῦ, ἔχω τὴν αὐτὴν γνώμην, συναινῶ, τῇδέ σοι ξυνοίσομαι ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 641· εἰ δὲ μὴ συμφεροίατο, ἐὰν δὲν ἤθελον δυνηθῆ νὰ συμφωνήσωσιν, Ἡρόδ. 1. 196· ἐὰν δὲ ἀνὴρ καὶ γυνὴ μηδαμῆ ξυμφέρωσι Πλάτ. Νόμ. 997Ε· ὡσαύτως, σ. ὥστε ἀπαλλάσσεσθαι τοῦ πολέμου Θουκ. 4. 65 καθ’ ἑαυτούς, ξ., ἐξομαλύνουσι τὰς μεταξύ των ὑποθέσεις καθ’ ἑαυτούς, ὁ αὐτ. 6. 13. 2) μετὰ δοτικ. πράγμ., προσαρμόζω ἐμαυτὸν εἴς τι, συναινῶ, συγκατανεύω, εὖ τοῖς πράγμασι ξ. Πλάτ. Κρατ. 419D· τοῖς παροῦσιν Πλουτ. Τιμολ. 15· μετ’ ἀπαρεμφ., ἐγὼ δὲ τούτοις κατὰ τοῦτο εἶναι οὐ ξυμφέρομαι Πλάτ. Πρωτ. 317Α· ξυμφέρεται ωὐτὸς εἶναι, εὑρίσκεται ὅτι εἶναι ὁ αὐτός, Ἡρόδ. 2. 79· οὐ συμφέρεται περί τινος, δὲν συμφωνεῖ μετ’ αὐτῶν περί..., ὁ αὐτ. 4. 13· ξ. τὰ πολλὰ πολλοῖς, ἀντιστοιχεῖ, εἶναι ὅμοιος, Εὐρ. Ἡρακλ. 919· χαίτης... ξυμφέρεται πλόκον, ἀντιστοιχεῖ, ὁμοιάζει, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 527. 3) συμβουλεύομαί τινα, συσκέπτομαι μετά τινος, ἰητῆρι νόσων ἀνδρὶ συνοισόμενος Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 7. ΙΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, συμβαίνω, γίνομαι, ἀποβαίνω, ἔμελλε τοιοῦτὸ σφι συνοίσεσθαι Ἡρόδ. 8. 86· οὐδέν σφι σ. χρηστὸν ὁ αὐτ. 4. 157· οὐδέν σοι ἀνάρσιον πρῆγμα ὁ αὐτ. 3, 10· ἐπὶ τὸ βέλτιον τὸ πρᾶγμα... συνοίσεται Ἀριστοφ. Νεφ. 594· οὐδὲ πυθέσθαι ῥᾴδιον ἦν..., ὅτῳ τρόπῳ ἕκαστα ξυνηνέχθη Θουκ. 7. 44· ξ. θόρυβος ὁ αὐτ. 8. 84· μεταβολαὶ Πλάτ. Πολιτ. 270Β, κτλ.· ― ὡσαύτως, 2) ἀπροσώπ., συμφέρεται εἰς τὸ ἄμεινον, συμβαίνει, ἀποβαίνει, Ἡρόδ. 7. 8, 1· ἄμεινον συνοίσεσθαι ὁ αὐτ. 4. 15· αὐτῷ συνεφέρετο παλιγκότως, ἀπέβαινεν εἰς αὐτὸν πάλιν κακῶς, μετ’ ἀπαρεμφ., ὁ αὐτ. 4. 156· οὕτως συνηνείχθη γενέσθαι ὁ αὐτ. 1. 19., 6. 86, Θουκ. 1. 23, κ. ἀλλ.· σ. οἱ τυφλὸν γενέσθαι Ἡρόδ. 2. 111· οὕτω, σ. ὥστε, μετ’ ἀπαρεμφ., ὁ αὐτ. 1. 74· ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙΙ. 4. IV. κυριολεκτικῶς φέρομαι ὁμοῦ μετά τινος, ἀστράσι μήνη σ. Μανέθων 6. 313· κύδεα... ψυχαῖς οὐ μάλα σ., δὲν παρακολουθοῦσι πέραν τοῦ τάφου, Ἀνθ. Π. 4. 4, 4.
English (Autenrieth)
mid. ipf. συμφερόμεσθα, fut. συνοισόμεθα: mid., be borne or come together, meet in battle, Il. 8.400, Il. 11.736. (Il.)
English (Strong)
from σύν and φέρω (including its alternate); to bear together (contribute), i.e. (literally) to collect, or (figuratively) to conduce; especially (neuter participle as a noun) advantage: be better for, bring together, be expedient (for), be good, (be) profit(-able for).
English (Thayer)
1st aorist participle συνενέγκαντες (Homer (in middle)), Aeschylus, Herodotus down; to bear or bring together (Latin confero), i. e.
1. with a reference to the object, to bring together: τί, συμφέρει, it is expedient, profitable, and in the same sense with a neuter plural: with the subject πάντα, τί τίνι, L T Tr WH have συμφέρον); with the accusative and infinitive συμφέρει τίνι followed by ἵνα (see ἵνα, II:2c. (Buttmann, § 139,45; Winer's Grammar, 337 (316))), τό συμφέρον, that which is profitable (Sophocles, Euripides, Xenophon, Demosthenes, others): Plato, de rep. 1, p. 341e.), profit, τό ... σύμφορον τίνος (often in Greek writings) the advantage of one, one's profit, L T Tr WH read σύμφορον, which see).
Greek Monolingual
ΝΜΑ φέρω
1. είμαι σύμφορος, χρήσιμος, επωφελής (α. «δεν μάς συμφέρουν οι όροι της συνθήκης» β. «τοῦτο συμφέρει τῷ βίῳ», Αριστοφ.)
2. απρόσ. συμφέρει
είναι χρήσιμο, ωφελεί (α. «δεν συμφέρει να πουλήσουμε με τέτοιες τιμές» β. «ξυμφέρει σωφρονεῖν ὑπὸ στένει», Αισχύλ.)
3. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) συμφέρων, -ουσα, -ον
επωφελής, χρήσιμος (α. «συμφέροντες όροι» β. «συμφέρουσα πρόταση» γ. «ἔστιν... ἡσυχία... συμφέρουσα τῇ πόλει», Δημοσθ.)
αρχ.
1. φέρνω στο ίδιο σημείο, συγκεντρώνω («ἐς τὠυτὸ συμφέροντες διηκόσια τάλαντα ἀπαγίνεον», Ηρόδ.)
2. συνεισφέρω, δίνω τη συνεισφορά μου (α. «πιστὰ ξυμφέρειν βουλεύματα», Αισχύλ.
β. «συμφέρειν ἐκ πάντων γόους», Ευρ.)
3. φέρνω κάποιον αντιμέτωπο, σε σύγκρουση με κάποιον άλλο («ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ' ἀσπίδων θεούς», Αισχύλ)
4. αρμόζω, ταιριάζω («πόλιν ᾗ μήτε χλαῖνα, μήτε σισύρα συμφέρει», Αριστοφ.)
5. συμφωνώ, εναρμονίζομαι με κάτι («τοὐμὸν ξυνοίσειν ὄνομα τοῖς ἐμοῖς κακοῖς», Σοφ.)
6. συμφωνώ, έχω την ίδια γνώμη με κάποιον («ἐὰν μὴ τῇ γυναικὶ συμφέρῃ», Αριστοφ.)
7. συμμορφώνομαι με τη γνώμη κάποιου, υποχωρώ σε κάποιον («τῷ γὰρ χρόνῳ νοῦν ἔσχον ὥστε συμφέρειν τοῖς κρείττοσιν», Σοφ.)
8. φέρνω κάτι μαζί με κάτι άλλο («ἵππος ὅπλον συμφέρει», Ξεν.)
9. υποφέρω κάτι μαζί με κάποιον άλλο («ἐγώ σοι πένθος συνοίσω», Ευρ.)
10. ανέχομαι, συγχωρώ («ὀργὰς ξυνοίσω σοι
γεραιτέρα γὰρ εἶ», Αισχύλ.)
11. (μέσ. και παθ.) συμφέρομαι
α) (για ποταμό) συμβάλλω
β) φέρομαι, κινούμαι μαζί («ἀστράσι μήνη συμφέρεται», Μαν.)
γ) γραμμ. συντάσσομαι («συμφέρονται αἰτιατικῇ», Απολλ. Δύσκ.)
δ) συμφωνώ ως προς τον τύπο («συμφέρομαι φωνῇ [τῇ] πρὸς τὰς δοτικάς», Απολλ. Δύσκ.)
ε) συναντώμαι με κάποιον («ἰητῆρι νόσων ἀνδρὶ συνοισόμενος», Θεόκρ.)
στ) συναντώ κάποιον στο πεδίο της μάχης, συγκρούομαι («οὐ γὰρ καλὰ συνοισόμεθα», Ομ. Ιλ.)
ζ) έχω φιλικές σχέσεις («οὐκ ἂν οὖν δυναίμεθα ἐκείνῃσι συμφέρεσθαι», Ηρόδ.)
η) βρίσκομαι σε αρμονία, ταιριάζω («ἔργῳ τοὔνομα συμφέρεται», Καλλ.)
θ) συμφωνώ, έχω την ίδια γνώμη («ἐὰν δὲ ἀνὴρ καὶ γυνὴ μηδαμῇ συμφέρωνται», Πλάτ.)
ι) προσαρμόζομαι σε κάτι («συμφέρομαι τοῖς παροῦσιν», Πλάτ.)
ια) ανταποκρίνομαι, μοιάζω («συμφέρεται τὰ πολλὰ τοῖς πολλοῖς», Ευρ.)
ιβ) γίνομαι, αποβαίνω («οὐδὲν γὰρ σφι χρηστὸν συνεφέρετο», Ηρόδ.)
ιγ) απρόσ. συμφέρεται
συμβαίνει, αποβαίνει («συμφέρεται ἐπὶ τὸ ἄμεινον», Ηρόδ.)
12. φρ. «συμφέρομαι γνώμῃ ὥστε» — συμφωνώ να... («οἱ Σικελιῶται... συνηνέχθησαν γνώμη ὥστε ἀπαλλάσσεσθαι τοῦ πολέμου», Θουκ.).
Greek Monotonic
συμφέρω: μέλ. συνοίσω, αόρ. αʹ συνήνεγκα, Ιων. -ήνεικα· αόρ. βʹ -ήνεγκον, παρακ. -ενήνοχα·
Α. Ενεργ.,
I. 1. φέρνω μαζί στον ίδιο τόπο, συνάζω, συναθροίζω, συλλέγω, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
2. συνεισφέρω, βοηθώ, σε Αισχύλ., Ευρ.
3. φέρνω σε σύγκρουση, σε Αισχύλ.
4. φέρω ή ανέχομαι μαζί ή από κοινού, σε Ξεν.· λέγεται για συμφορές και κόπους, φέρω, κουβαλώ, ανέχομαι από κοινού, βοηθώ κάποιον να αντέξει, σε Σοφ., Ευρ.· ανέχομαι, συγχωρώ, σε Αισχύλ.
II. αμτβ.·
1. αποφέρω κάποιο όφελος, είμαι χρήσιμος ή επωφελής, επικερδής, σε Ηρόδ., Αττ.
2. απρόσ., είναι χρήσιμο, επωφελές, ωφέλιμο, με απαρ., σε Αισχύλ. κ.λπ.
3. μτχ. συμφέρων, -ουσα, -ον, χρήσιμος, επωφελής, ταιριαστός, αυτός που αρμόζει, κατάλληλος, πρόσφορος, σε Σοφ. κ.λπ.· ουδ. ως ουσ., συμφέρον, -οντος, τό, χρησιμότητα, όφελος, κέρδος, πλεονέκτημα, ωφέλεια, Λατ. utile, στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.· επίσης, στον πληθ., τὰ συμφέροντα, σε Σοφ. κ.λπ.· επίσης, μτχ. αορ., τὸ τῳ ξυνενεγκόν, σε Θουκ.
III. αμτβ.,
1. δουλεύω μαζί, συνεργώ, συμφωνώ με, συντελώ, βοηθώ, τινί, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· ανέχομαι, υποχωρώ, παραχωρώ, τινί, σε Σοφ.
2. αρμόζω, ταιριάζω, τινί, σε Αριστοφ., Ξεν.
3. λέγεται για γεγονότα, συμβαίνω, γίνομαι, αποβαίνω, με απαρ., σε Ηρόδ. Β. I. Παθ., συμφέρομαι, μέλ. συνοίσομαι, αόρ. αʹ -ηνέχθην, Ιων. -είχθην· παρακ. -ενήνεγμαι· έρχομαι μαζί, εμπλέκομαι σε μάχη, συμπλέκομαι, συγκρούομαι, Λατ. congredi, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.· απλώς, συναντώ, σε Πλάτ.
II. 1. συνεννοούμαι, έχω την ίδια άποψη ή συμφωνώ με, τινι, σε Ηρόδ.· απόλ., συμφωνώ από κοινού, ομοφωνώ, ομογνωμώ, συναινώ, συμπίπτω, συγκατανεύω σε, συγκατατίθεμαι, σε Πλάτ.· επίσης, οὐ συμφέρεται περί τινος, δεν συμφωνεί μ' αυτούς σε όσα αφηγήθηκαν, στον ίδ.
III. λέγεται για γεγονότα·
1. συμβαίνω, αποβαίνω, συμβαίνω κατά τύχη, τυχαίνω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
2. απρόσ., συμβαίνει, τυχαίνει, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. συνοίσω aor1 συνήνεγκα ionic -ήνεικα aor2 -ήνεγκον perf. -ενήνοχα
A. Act.,
I. to bring together, gather, collect, Hdt., Thuc., etc.
2. to contribute, Aesch., Eur.
3. to bring into conflict, Aesch.
4. to bear along with or together, Xen.:—of sufferings and labours, to bear jointly, help to bear, Soph., Eur.: to bear with, excuse, Aesch.
II. intr. to confer a benefit, be useful or profitable, Hdt., Attic
2. impers. it is of use, is profitable, expedient, c. inf., Aesch., etc.
3. part. συμφέρων, ουσα, ον, useful, expedient, fitting, Soph., etc.:—in neut. as substantive, συμφέρον, οντος, τό, use, profit, advantage, expediency, Lat. utile, Soph., Thuc., etc.:—also in plural, τὰ συμφέροντα Soph., etc.; also in aor. part., τό τῳ ξυνενεγκόν Thuc.
III. intr., also,
1. to work with, agree with, assist, τινί Soph., Eur., etc.: — to bear with, give way, τινί Soph.
2. to fit, suit, τινί Ar., Xen.
3. of events, to happen, take place, turn out, c. inf., Hdt.
B. Pass. συμφέρομαι, fut. συνοίσομαι: aor1 -ηνέχθην, ionic -είχθην: perf. -ενήνεγμαι:— to come together, to meet in battle, engage, Lat. congredi, Il., Thuc.: simply, to meet, Plat.
II. to come to terms, be of one mind or to agree with, τινι Hdt.: —absol. to agree together, be of one mind, concur, come to terms, Hdt., Soph., etc.
2. c. dat. rei, to adapt oneself to, acquiesce in, Plat.;—also, συμφέρεται ὡυτὸς εἶναι is found to be one and the same, Hdt.; οὐ συμφέρεται περί τινος does not agree with their story, Hdt.
III. of events, to happen, turn out, occur, come to pass, Hdt., Ar., etc.
2. impers. it happens, falls out, Hdt.
Chinese
原文音譯:sumfšrw 沁-費羅
詞類次數:動詞(17)
原文字根:共同-攜帶 相當於: (יָטַב) (נָאוֶה) (שָׁוָה)
字義溯源:共同負擔,有益的,有利的,方便的,拿來,益,得益,益處,有益處,倒好,倒不如,最好的;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=一同)與(φέρω)*=負擔,攜帶)組成。參讀 (ἀντιλαμβάνω) (διαπορεύομαι)同義字
出現次數:總共(17);太(4);約(3);徒(2);林前(5);林後(2);來(1)
譯字彙編:
1) 益處(5) 約11:50; 林前7:35; 林前10:33; 林前12:7; 來12:10;
2) 有益處(4) 太5:29; 太5:30; 林前6:12; 林前10:23;
3) 有益的(1) 徒20:20;
4) 有益(1) 林後8:10;
5) 益(1) 林後12:1;
6) 拿來(1) 徒19:19;
7) 得益(1) 約16:7;
8) 倒不如(1) 太18:6;
9) 倒好(1) 太19:10;
10) 是有益的(1) 約18:14
Lexicon Thucydideum
conferre, to collect, bring together, 1.99.3,
succedere, to succeed, 6.20.1,
prodesse, to benefit, 1.36.1, 1.123.1, 2.44.3, 2.51.2, 2.63.3, 2.89.8, 2.89.9. 3.44.2. 3.44.3. 3.71.2, 4.26.5, [vulgo commonly ξυμφέροι]. 4.87.1. 6.83.2, 6.85.1, 6.87.3. 7.51.1,
emolumentum, profit, gain, 1.42.2, 2.40.5, 3.56.3, 3.56.7. 4.60.1. 5.9.4, 5.90.1. 5.106.1, 5.107.1. 7.57.1.
commoda, advantages, 1.35.5, 1.75.6, 1.76.2, 1.124.1, [malim I would prefer ταὐτὰ] 5.105.4, 6.83.3,
MED. concurrere, congredi, to come together, join battle, 7.36.6,
convenire, consentire, to come together, agree, 4.65.1, 6.13.1,
accidere, to happen, 1.23.1, 7.44.1, 8.83.2, 8.84.1,
obvenire, obtingere, to fall to one, happen, 1.9.2.
Translations
agree
Afrikaans: saamstem; Albanian: jam dakord; Arabic: وَافَقَ; Armenian: համաձայնել, համաձայնվել; Basque: ados egon, ados izan, bat etorri; Belarusian: згаджацца, згадзі́цца; Bulgarian: съответствам, хармонирам, съгласявам се; Burmese: သဘောတူ; Carpathian Rusyn: соглашатися, согласитися, годитися, погодитися; Catalan: acordar; Cebuano: uyon; Cherokee: ᎪᎯᏳᎲᏍᎦ; Chickasaw: ittibaachaffa; Chinese Cantonese: 同意; Mandarin: 同意; Cornish: unverhe; Czech: shodovat se, souhlasit; Danish: være enig; Dutch: overeenkomen, afspreken, instemmen, overeenstemmen, toestemmen, rijmen, het eens zijn met; Esperanto: akordi, jesi, samopinii; Finnish: olla yhtä mieltä, olla yksimielisiä, myötäillä; French: être d'accord, consentir; Galician: estar de acordo; Georgian: შეთანხმება, დათანხმება; German: zustimmen, einverstanden sein; Gothic: 𐌲𐌰𐌵𐌹𐌸𐌰𐌽; Greek: συμφωνώ; Ancient Greek: ἐπαινέω, ἐπαίνημι, ἐπαινίω, ὁμογνωμονέω, ὁμολογεῖν, ὁμολογέω, ὁμονοέω, ὁμορροθεῖν, ὁμορροθέω, προσᾴδειν, συγγιγνώσκω, συμβαίνειν, συμπίπτειν, συμφάναι, συμφέρειν, συμφέρω, σύμφημι, συμφωνεῖν, συμφωνέω, συναγορεύειν, συναινεῖν, συνομολογεῖν, συνομολογέω, συντίθεσθαι, συντρέχειν; Hebrew: הִסְכִּים; Hiligaynon: uyon, paguyon; Hindi: सहमति; Hungarian: egyetért; Interlingua: concordar; Irish: aontaigh; Italian: essere d'accordo, concordare; Japanese: 同意する, 同じる, 一致する, 賛成する; Kazakh: біреумен келісу; Khmer: យល់ព្រម, ព្រម; Korean: 동의(同意)하다; Kurdish Northern Kurdish: li hev kirin; Latin: assentio, convenio, concordo, concino, audio; Lushootseed: ʔuʔəd; Macedonian: се согласува, се согласи; Malay: setuju, bersetuju; Mansaka: oyon; Maranao: ayon; Marathi: सहमत असणे; Mongolian: зөвшөөрөх; Norwegian: være enig; Occitan: acordar; Persian: موافق بودن; Polish: zgadzać się, zgodzić się, uzgadniać, uzgodnić; Portuguese: concordar, estar de acordo; Quechua: allipunakuy, añikuy; Romagnol: curdêr; Romanian: fi de acord, cădea de acord; Russian: соглашаться, согласиться, приходить к согласию, достигать соглашения; Sardinian: cuncordare; Scottish Gaelic: co-aontaich; Serbo-Croatian: сагласити се, saglasiti se; Shan: တူၵ်းလူင်း; Slovak: zhodovať sa, súhlasiť; Spanish: estar de acuerdo, coincidir, concordar, acordar; Swedish: hålla med, vara överens om; Tagalog: sumangayon; Tamil: ஒத்துக்கொள்; Thai: ตกลง; Turkish: katılmak; Ukrainian: погоджуватися, погодитися, згоджуватися, згодитися; Vietnamese: đồng ý; Welsh: cytuno, cyd-weld, cydsynio, cydgordio, cyd-fynd; Western Bukidnon Manobo: uyun; Yiddish: שטימען, מסכּים זײַן
help
Afar: cate; Afrikaans: help; Albanian: ndihmë; Arabic: سَاعَدَ, عَاوَنَ, غَاثَ; Egyptian Arabic: سَاعِد; Aragonese: achudar, aduyar; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܗܲܝܸܪ, ܥܵܕܹܪ; Classical Syriac: ܥܕܪ; Armenian: օգնել; Aromanian: agiut; Asturian: ayudar, audar, axudar, aidar; Azerbaijani: kömək etmək, yardım etmək; Basque: lagundu; Bau Bidayuh: batu', batu'; Belarusian: памагаць, памагчы, дапамагаць, дапамагчы; Bengali: সাহায্য করা; Brunei Malay: tulung; Bulgarian: помагам, помогна; Burmese: ကူ, ကူညီ; Catalan: ajudar, aidar; Cebuano: tabang; Chinese Dungan: бонцу; Mandarin: 幫助/帮助, 幫忙/帮忙; Cornish: gweres, skoodhya; Corsican: aiutà; Crimean Tatar: yardım etmek; Czech: pomáhat, pomoct or pomoci; Danish: hjælpe; Dutch: helpen; Esperanto: helpi; Estonian: aitama; Extremaduran: ayual; Faroese: hjálpa; Finnish: auttaa, opastaa; Franco-Provençal: èdiér; French: aider, secourir; Friulian: judâ, socori; Galician: axudar; Georgian: დახმარება; German: helfen; Middle High German: hëlfen; Gothic: 𐌷𐌹𐌻𐍀𐌰𐌽, 𐌲𐌰𐌷𐌹𐌻𐍀𐌰𐌽; Greek: βοηθώ, βοηθάω, συντρέχω; Ancient Greek: ἀλκάθω, ἀμυνάθω, ἀμύνω, ἀμφιπένομαι, ἀντεισάγω, ἀντιλαμβάνω, ἀοσσέω, ἀρήγω, ἀρκέω, ἀρωγέω, ἀτανύω, βοηδρομέω, βαθόημι, βοηθέω, βοηθῶ, ἐπαρήγω, ἐπαρκέω, ἐπιβοηθέω, ἐπικουρέω, ἐπικουρῶ, ἐπωφελέω, προσαρκέω, προσωφελέω, συμφέρω, χραισμέω, χραισμῶ, ὠφελέω, ὠφελῶ; Haitian Creole: ede; Hawaiian: kōkua; Hebrew: עזר, סייע; Higaonon: tabang; Hiligaynon: abáng-ábang; Hindi: मदद करना; Hungarian: segít; Icelandic: hjálpa; Ido: helpar; Indonesian: bantu; Sundanese: bantos; Interlingua: adjutar, succurrer; Irish: cuidigh le, cabraigh le, tug cúnamh do; Italian: aiutare; Japanese: 助ける, 手伝う; Javanese: nulung; Kazakh: болысу, ермек ету, жәрдем беру, көмек көрсету, көмектесу; Khmer: ជួយ; Korean: 돕다; Kumyk: болушмакъ; Kurdish Central Kurdish: یارمەتی دان; Kyrgyz: жардам көрсөтүү, жардам кылуу, жардам берүү, көмөк берүү; Ladino: ayudar; Lao: ຊ່ອຍ, ຊ່ວຽ; Latin: adiuvo, adiuto, iuvo, auxilio, opitulor, suppetior, animo; Latvian: līdzēt, palīdzēt; Lingala: kosálisa; Lithuanian: padėti; Lombard: iuttà, vütà; Low German: helpen; Luxembourgish: hëllefen; Macedonian: помага; Malay: tolong, bantu; Mansaka: tabang; Maore Comorian: usaidia; Maori: āwhinatanga; Maranao: tabang, ogop; Nahuatl: palehuia; Navajo: bíká iishyeed; Neapolitan: ajutà; Nepali: मदत गर्नु; Ngazidja Comorian: usaidia, uɗiriki; Norman: aîdgi; North Frisian: heelpe, halep; Norwegian: hjelpe; Occitan: ajudar, aidar; Old English: helpan; Old Javanese: tuluṅ; Old Portuguese: ajudar; Oromo: gargaaruu; Ossetian: ӕххуыс кӕнын; Papiamentu: yuda; Persian: کمک کردن, یاری کردن; Polish: pomagać, pomóc; Portuguese: ajudar, socorrer; Quechua: yanapay, yanapai; Romanian: ajuta, asista; Romansch: gidar, güder, güdar; Russian: помогать, помочь; Saho: xate; Salar: bañna; Sardinian: agiadai, agiuare, agiudai; Campidanese: aggiudai; Logudorese: aggiudare, azudare; Sassarese: achidà, aggiuddà; Scottish Gaelic: cuidich; Serbo-Croatian Cyrillic: помагати, по̀моћи; Roman: pomágati, pòmoći; Shan: ၸွႆႈထႅမ်, ၸွႆႈ; Sicilian: ajutari; Sinhalese: උදව් කරනවා; Slovak: pomáhať, pomôcť; Slovene: pomagati; Southern Altai: болуш-; Spanish: ayudar; Swahili: kusaidia; Swedish: hjälpa; Tagalog: tumulong, tulungan; Tajik: ёри кардан, кумак кардан; Tamil: உதவு; Tatar: ярдәм итәргә, ярдәм күрсәтергә; Tetum: tulun; Thai: ช่วยเหลือ, ช่วย; Tok Pisin: helpim; Turkish: yardım etmek; Turkmen: kömekleşmek, ýardam etmek; Ukrainian: допомагати, допомогти, помагати, помогти; Urdu: مدد کرنا; Uyghur: ياردەملەشمەك, ياردەم بەرمەك; Uzbek: qarashmoq, yordam bermoq, yordamlashmoq; Venetian: jutar, giutar, agiutar, aidar, daidar, alturiar; Vietnamese: giúp, giúp đỡ; Welsh: helpu, cynorthwyo; West Frisian: helpe; Western Bukidnon Manobo: tavang, uɣup; Yiddish: העלפֿן; Yucatec Maya: áant
aid
Armenian: օգնել; Belarusian: памагаць, памагчы; Bulgarian: помагам, подпомагам; Czech: pomáhat, asistovat, napomáhat; Danish: hjælpe, bistå; Dutch: helpen, bijstaan; Finnish: auttaa; French: aider; Friulian: judâ; Galician: axudar, acorrer; German: helfen; Greek: βοηθώ, βοηθάω; Ancient Greek: ἀλκάθω, ἀμυνάθω, ἀμύνω, ἀμφιπένομαι, ἀντεισάγω, ἀντιλαμβάνω, ἀοσσέω, ἀρήγω, ἀρκέω, ἀρωγέω, ἀτανύω, βοηδρομέω, βαθόημι, βοηθέω, βοηθῶ, ἐπαρήγω, ἐπαρκέω, ἐπιβοηθέω, ἐπικουρέω, ἐπικουρῶ, ἐπωφελέω, προσαρκέω, προσωφελέω, συμφέρω, χραισμέω, χραισμῶ, ὠφελέω, ὠφελῶ; Italian: aiutare; Japanese: 補助する, 援助する; Latin: iuvo, adiuvo, auxilior; Middle English: recoveren; Nahuatl: macoa; Polish: pomagać; Portuguese: ajudar, auxiliar; Romanian: ajuta; Russian: помогать; Spanish: ayudar; Swedish: bistå; Ukrainian: допомогати, підтримувати; Welsh: cymorthwyo