μισθός: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῑς" to "οῖς"
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μιστός]], ο (ΑΜ [[μισθός]], Μ και [[μιστός]])<br />η [[αντιπαροχή]], [[κατά]] κανόνα χρηματική, η οποία καταβάλλεται στον εργαζόμενο για ορισμένη [[εργασία]] από το [[πρόσωπο]] ή τον οργανισμό που ωφελείται από αυτήν, καθορισμένη [[αμοιβή]] εργασίας, αποδοχές, απολαβές (α. «[[μηνιαίος]] [[μισθός]]» β. «ὅτ' ἀγήνορι Λαομέδοντι πάρ' Διὸς ἐλθόντες θητεύσαμεν εἰς ἐνιαυτὸν μισθῷ ἔπι ῥητῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(οικον.)</b> η καταβαλλόμενη [[τιμή]] για την [[αγορά]] τών υπηρεσιών του παραγωγικού συντελεστή<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κάνω]] [[μισθό]]» — [[εισπράττω]] την [[αμοιβή]] μου<br />β) «[[άξιος]] ο [[μισθός]] σου»<br /><b>εκκλ.</b> i) [[μακάρι]] να [[είναι]] αντάξια [[προς]] την αγαθή σου [[πράξη]] η [[ανταμοιβή]] σου από τον θεό<br />ii) (ειρωνικά) λέγεται σε ανθρώπους που προσέφεραν ασήμαντες εκδουλεύσεις ή και έβλαψαν άλλους<br />γ) «[[μισθός]] [[κοινωνικός]]» — οι δαπάνες του δημοσίου για κοινωνική [[πρόνοια]], κοινωνική [[ασφάλιση]], [[υγεία]] και [[παιδεία]], που αποτελούν έμμεσες παροχές [[προς]] τους εργαζομένους και βελτιώνουν το βιοτικό τους επίπεδο<br />δ) «[[διολίσθηση]] μισθών»<br /><b>(οικον.)</b> η [[μετατόπιση]] [[προς]] τα άνω του επιπέδου τών μισθών ή ημερομισθίων, το οποίο έχει καθοριστεί [[μετά]] από διαπραγματεύσεις τών ενδιαφερόμενων [[μερών]]<br />ε) «[[θεωρία]] μισθών»<br /><b>(οικον.)</b> το [[τμήμα]] της οικονομικής θεωρίας που επιχειρεί να εξηγήσει τον προσδιορισμό της αμοιβής της εργασίας<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> θεϊκή [[ανταμοιβή]] στη μέλλουσα ζωή για ενάρετες πράξεις<br /><b>2.</b> [[αγαθοεργία]], [[ευεργεσία]], [[ελεημοσύνη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αμοιβή]], [[πληρωμή]] στρατιωτών ή ναυτών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αμοιβή]] που παρέχονταν για [[δημόσια]] [[υπηρεσία]] («πρυτανείας [[μισθός]]» — [[αμοιβή]] την οποία έπαιρναν οι πρυτάνεις [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της θητείας τους, δηλ. για [[πέντε]] εβδομάδες<br /><b>2.</b> [[αμοιβή]] γιατρού<br /><b>3.</b> έμμισθη [[υπηρεσία]]<br /><b>4.</b> [[μίσθωμα]], [[εκμίσθωση]]<br /><b>5.</b> [[ενοίκιο]]<br /><b>6.</b> (γενικά) [[ανταμοιβή]], [[ανταπόδοση]] («ὅτι ὁ [[μισθός]] ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῑς», ΚΔ)<br /><b>7.</b> [[ποινή]], [[τιμωρία]], [[ανταπόδοση]] κακού («μισθὸς γὰρ [[οὗτος]] ἐστιν ἀνδρὶ δυσσεβεῑ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «μισθὸς ἀδικίας» — παράνομο [[κέρδος]]<br />β) «μισθὸν πράττομαι» ή «μισθὸν φέρομαι» ή «μισθὸν αἰτῶ» — [[λαμβάνω]] [[αμοιβή]]<br />γ) «μισθοῦ [[ἕνεκα]]» ή [[απλώς]] «μισθοῦ» (ως γεν. της αιτίας) [[χάριν]] αμοιβής, [[χάριν]] μισθού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>mizdho</i>- «[[μισθός]], [[αμοιβή]]» και συνδέεται με λ. της Ινδοϊρανικής ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ī</i><i>dha</i>- «[[βραβείο]] ενός αγώνα», αβεστ. <i>mižda</i> «[[βραβείο]], [[ανταμοιβή]]»), της Γερμανικής ([[πρβλ]]. γοτθ. <i>mizdo</i> «[[μισθός]]», αρχ. άνω γερμ. <i>m</i><i>ē</i><i>ta</i>, γερμ. <i>Μiete</i> «[[ενοίκιο]]») και της Σλαβικής ([[πρβλ]]. αρχ. σλαβ. <i>mĭzda</i> «[[ανταμοιβή]], [[μισθός]]»). Η αρχική σημ. της λ. [[είναι]] «έπαθλο για ένα λαμπρό [[κατόρθωμα]]», [[πρβλ]]. [[μισθαρνώ]]. Η λ. με τη σημ. «[[μισθός]]», [[ιδίως]] για στρατιώτες έχει αντικατασταθεί, από τους ελληνιστικούς χρόνους, από τη λ. <i>οψώνιον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μισθάριον]], [[μίσθιος]], [[μισθώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μίσθαρνος]], [[μισθαρνώ]], [[μισθοδότης]], [[μισθοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μισθαποληψία]], [[μισθαποχή]], [[μισθαρχίδης]], [[μισθόδουλος]], [[μισθόδωρος]], [[μισθοκαρπία]], <i>μισθολόγια</i>, [[μισθομολογία]], [[μισθοπιπράσκω]], [[μισθουργός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μισθαποδότης]], [[μισθοποιούμαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μισθαγώγημαν]], [[μισθαγωγός]], [[μισθάργος]], [[μισθοκομίζομαι]], [[μισθοπάροχος]], [[μισθοπορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μισθολόγιο]]. (Β συνθετικό) [[αδρόμισθος]], [[άμισθος]], [[έμμισθος]], [[μεγαλόμισθος]], [[υπόμισθος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντίμισθος]], [[απόμισθος]], [[βαρύμισθος]], [[έκμισθος]], [[εντελόμισθος]], <i>επίμισθος</i>, [[κακόμισθος]], [[ληψολιγόμισθος]], [[μακρόμισθος]], [[μικρόμισθος]], [[ολιγόμισθος]], [[πολύμισθος]], [[πρωτόμισθος]], [[τακτόμισθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αργόμισθος]]].
|mltxt=και [[μιστός]], ο (ΑΜ [[μισθός]], Μ και [[μιστός]])<br />η [[αντιπαροχή]], [[κατά]] κανόνα χρηματική, η οποία καταβάλλεται στον εργαζόμενο για ορισμένη [[εργασία]] από το [[πρόσωπο]] ή τον οργανισμό που ωφελείται από αυτήν, καθορισμένη [[αμοιβή]] εργασίας, αποδοχές, απολαβές (α. «[[μηνιαίος]] [[μισθός]]» β. «ὅτ' ἀγήνορι Λαομέδοντι πάρ' Διὸς ἐλθόντες θητεύσαμεν εἰς ἐνιαυτὸν μισθῷ ἔπι ῥητῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(οικον.)</b> η καταβαλλόμενη [[τιμή]] για την [[αγορά]] τών υπηρεσιών του παραγωγικού συντελεστή<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κάνω]] [[μισθό]]» — [[εισπράττω]] την [[αμοιβή]] μου<br />β) «[[άξιος]] ο [[μισθός]] σου»<br /><b>εκκλ.</b> i) [[μακάρι]] να [[είναι]] αντάξια [[προς]] την αγαθή σου [[πράξη]] η [[ανταμοιβή]] σου από τον θεό<br />ii) (ειρωνικά) λέγεται σε ανθρώπους που προσέφεραν ασήμαντες εκδουλεύσεις ή και έβλαψαν άλλους<br />γ) «[[μισθός]] [[κοινωνικός]]» — οι δαπάνες του δημοσίου για κοινωνική [[πρόνοια]], κοινωνική [[ασφάλιση]], [[υγεία]] και [[παιδεία]], που αποτελούν έμμεσες παροχές [[προς]] τους εργαζομένους και βελτιώνουν το βιοτικό τους επίπεδο<br />δ) «[[διολίσθηση]] μισθών»<br /><b>(οικον.)</b> η [[μετατόπιση]] [[προς]] τα άνω του επιπέδου τών μισθών ή ημερομισθίων, το οποίο έχει καθοριστεί [[μετά]] από διαπραγματεύσεις τών ενδιαφερόμενων [[μερών]]<br />ε) «[[θεωρία]] μισθών»<br /><b>(οικον.)</b> το [[τμήμα]] της οικονομικής θεωρίας που επιχειρεί να εξηγήσει τον προσδιορισμό της αμοιβής της εργασίας<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> θεϊκή [[ανταμοιβή]] στη μέλλουσα ζωή για ενάρετες πράξεις<br /><b>2.</b> [[αγαθοεργία]], [[ευεργεσία]], [[ελεημοσύνη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αμοιβή]], [[πληρωμή]] στρατιωτών ή ναυτών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αμοιβή]] που παρέχονταν για [[δημόσια]] [[υπηρεσία]] («πρυτανείας [[μισθός]]» — [[αμοιβή]] την οποία έπαιρναν οι πρυτάνεις [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της θητείας τους, δηλ. για [[πέντε]] εβδομάδες<br /><b>2.</b> [[αμοιβή]] γιατρού<br /><b>3.</b> έμμισθη [[υπηρεσία]]<br /><b>4.</b> [[μίσθωμα]], [[εκμίσθωση]]<br /><b>5.</b> [[ενοίκιο]]<br /><b>6.</b> (γενικά) [[ανταμοιβή]], [[ανταπόδοση]] («ὅτι ὁ [[μισθός]] ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς», ΚΔ)<br /><b>7.</b> [[ποινή]], [[τιμωρία]], [[ανταπόδοση]] κακού («μισθὸς γὰρ [[οὗτος]] ἐστιν ἀνδρὶ δυσσεβεῑ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «μισθὸς ἀδικίας» — παράνομο [[κέρδος]]<br />β) «μισθὸν πράττομαι» ή «μισθὸν φέρομαι» ή «μισθὸν αἰτῶ» — [[λαμβάνω]] [[αμοιβή]]<br />γ) «μισθοῦ [[ἕνεκα]]» ή [[απλώς]] «μισθοῦ» (ως γεν. της αιτίας) [[χάριν]] αμοιβής, [[χάριν]] μισθού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>mizdho</i>- «[[μισθός]], [[αμοιβή]]» και συνδέεται με λ. της Ινδοϊρανικής ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ī</i><i>dha</i>- «[[βραβείο]] ενός αγώνα», αβεστ. <i>mižda</i> «[[βραβείο]], [[ανταμοιβή]]»), της Γερμανικής ([[πρβλ]]. γοτθ. <i>mizdo</i> «[[μισθός]]», αρχ. άνω γερμ. <i>m</i><i>ē</i><i>ta</i>, γερμ. <i>Μiete</i> «[[ενοίκιο]]») και της Σλαβικής ([[πρβλ]]. αρχ. σλαβ. <i>mĭzda</i> «[[ανταμοιβή]], [[μισθός]]»). Η αρχική σημ. της λ. [[είναι]] «έπαθλο για ένα λαμπρό [[κατόρθωμα]]», [[πρβλ]]. [[μισθαρνώ]]. Η λ. με τη σημ. «[[μισθός]]», [[ιδίως]] για στρατιώτες έχει αντικατασταθεί, από τους ελληνιστικούς χρόνους, από τη λ. <i>οψώνιον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μισθάριον]], [[μίσθιος]], [[μισθώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μίσθαρνος]], [[μισθαρνώ]], [[μισθοδότης]], [[μισθοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μισθαποληψία]], [[μισθαποχή]], [[μισθαρχίδης]], [[μισθόδουλος]], [[μισθόδωρος]], [[μισθοκαρπία]], <i>μισθολόγια</i>, [[μισθομολογία]], [[μισθοπιπράσκω]], [[μισθουργός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μισθαποδότης]], [[μισθοποιούμαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μισθαγώγημαν]], [[μισθαγωγός]], [[μισθάργος]], [[μισθοκομίζομαι]], [[μισθοπάροχος]], [[μισθοπορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μισθολόγιο]]. (Β συνθετικό) [[αδρόμισθος]], [[άμισθος]], [[έμμισθος]], [[μεγαλόμισθος]], [[υπόμισθος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντίμισθος]], [[απόμισθος]], [[βαρύμισθος]], [[έκμισθος]], [[εντελόμισθος]], <i>επίμισθος</i>, [[κακόμισθος]], [[ληψολιγόμισθος]], [[μακρόμισθος]], [[μικρόμισθος]], [[ολιγόμισθος]], [[πολύμισθος]], [[πρωτόμισθος]], [[τακτόμισθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αργόμισθος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm