μισθός
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
ὁ,
A hire, μισθῷ ἔπι ῥητῷ for fixed wages, Il.21.445; μισθοῖο τέλος the end of our hired service, ib.450; μισθὸς… εἰρημένος ἄρκιος ἔστω Hes.Op.370; θητεύειν ἐπὶ μισθῷ παρά τινι Hdt.8.137, cf. 5.65; πείθειν ἐπὶ μισθόν Id.8.4; μισθοῦ ἕνεκα ὑπηρετεῖν X.An.2.5.14: gen. μισθοῦ for hire, S.Tr.560, Th.4.124, 7.25, D.19.94; μ. στρατεύεσθαι Plb.3.109.6; μισθὸν δοῦναι, μισθὸν διδόναι, μισθὸν πορίζειν, E.Andr.609, HF19, Ar.Eq. 1019; ὡς ἐς ἑξήκοντα ναῦς μηνὸς μισθόν as a month's pay, Th.6.8; μισθοὺς μεγάλους ἔφερον Thgn.434, cf. Ar.Ach.66; μισθὸν λαβεῖν Hdt. 8.117, E.IT593, Th.8.83; δέχεσθαι X.Ap.16; φέρεσθαι Id.Oec.1.4; μισθὸν πράττεσθαι exact it, Pi.O.10(11).29, Pl.Prt. 325b; μισθὸν αἰτεῖν Id.R.345e; hire, μισθὸς ὄνων, μισθὸς πλοίου, PAmh.2.126.11,37.
b esp. at Athens, pay, allowance for public service, μ. δικαστικός Sch.Ar.V. 299; μισθὸς ἐκκλησιαστικός Luc.Dem.Enc.25; ὁ τῆς πρυτανείας μισθός pay received during the prytany, Aeschin.1.123.
2 physician's fee, μισθὸν ἄρνυσθαι Arist.Pol.1287a36.
II generally, recompense, reward, Il.10.304, etc.; ἀρετῆς μισθός Pl.R. 363d, cf. Ev.Matt.5.12, etc.
2 in bad sense, requital, A.Ag.1261, S.Ant.221; μ. ἀνδρὶ δυσσεβεῖ E. Hipp.1050. (Cf. Avest. mīˇžda-, Goth. mizdō, OSlav. mǐzda 'pay', OE. meord, méd 'meed'.)
German (Pape)
[Seite 190] ὁ, Lohn, Sold; μισθὸς ῥητός, verabredeter Lohn, Il. 21, 445; εἰρημένος, Hes. O. 372; μισθὸς ἄλλοις ἄλλος ἐφ' ἕργμασιν γλυκύς, Pind. I. 1, 47; ἀρέομαι Ἀθαναίων χάριν μισθόν, P. 1, 77; κἀμοῦ μισθὸν ἐνθήσειν κότῳ ἐπεύχεται, euphemism für Strafe, Aesch. Ag. 1234; παρηγμένους μισθοῖσιν εἰργάσθαι τάδε, Soph. Ant. 294; Trach. 557; κακῆς γυναικὸς μισθὸν ἀποτῖσαι, Eur. I. A. 1169; ἄξιον μισθὸν φέρεσθαι, Rhes. 162; φέρειν, Bacch. 257, Sold erhalten, wie Ar. Ach. 66. 137; μισθὸν πορίζειν, Eqq. 1014; ἐθήτευον ἐπὶ μισθῷ, sie dienten um Lohn, Her. 8, 137; Thuc. 8, 29 u. öfter; ἀξίως τοῦ μισθοῦ ὃν πράττομαι, den ich fordere, Plat. Prot. 328 b; ἀργύριον τελῶν ἐκείνῳ μισθὸν ὑπὲρ σεαυτοῦ, ibd. 311 b; ἄρνυσθαι, 349 a; αἰτεῖν, Rep. I, 345 e; λαμβάνειν τινός, VIII, 568 c, wie Xen. An. 5, 6, 31; bes. von Soldaten, Söldnern; μισθοῦ, für Sold, οἳ ἔτυχον τῷ Περδίκκᾳ μισθοῦ μέλλοντες ἥξειν, Thuc. 4, 124; so τοὺς μισθοῦ τι πράττοντας, Dem. 18, 51, τίς μισθοῦ λέγει, 10, 75; vgl. Din. 1, 111; μισθοῦ στρατεύεσθαι, Pol. 3, 109, 6, der auch vrbdt τὸν μισθὸν ἐπιτιθέναι τινί, 5, 15, 8. – Auch im allgemeinen Sinne, Belohnung, Bestrafung, wie Plat. τῷ δικαίῳ παρὰ θεῶν ἆθλά τε καὶ μισθοὶ καὶ δῶρα γίγνεται, Rep. X, 614 a u. ἄνευ μισθοῦ ζημιώδους, Legg. I, 650 a, u. öfter bei Sp., wie Plut. u. Luc.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
salaire, particul.
1 gages, paye, honoraires : ἐπὶ μισθῷ HDT ou simpl. μισθοῦ SOPH moyennant salaire ; μισθὸν λαμβάνειν ou δέχεσθαι, recevoir un salaire ; φέρειν ou φέρεσθαι, gagner un salaire ; τελεῖν, donner ou payer un salaire;
2 solde militaire;
3 loyer : ἐν μισθῷ οἰκεῖν XÉN habiter à loyer;
4 récompense, rémunération en gén. ; en mauv. part peine, châtiment.
Étymologie: DELG skr. midhá « prix d'un combat », avest. mizda « prix, récompense », all. Miete.
Russian (Dvoretsky)
μισθός: ὁ
1 заработная плата, жалованье, мзда (μισθὸν διδόναι Eur., τελεῖν или πορίζειν Arph.; μισθὸν λαμβάνειν Her., Eur., φέρεσθαι Xen. и φέρειν Arph. или δέχεσθαι Xen.; μισθὸν πράττεσθαι или αἰτεῖν Plat.): μισθῷ ἐπὶ ῥητῷ Hom. за условленную плату; μ. εἰρημένος Hes. плата по договору; θητεύειν ἐπὶ μισθῷ παρά τινι Her. служить у кого-л. за плату; μισθοῦ τὰ ἐπιτήδεια ἐργάζεσθαι Xen. работой (по найму) добывать средства к жизни; μισθοῦ στρατεύεσθαι Polyb. служить в войске наемником;
2 вознаграждение, награда (τῷ δικαίῳ, τῆς ἀρετῆς Plat.);
3 возмездие, кара (ἀνδρὶ δυσσεβεῖ Eur.; ἀδικίας NT).
Greek (Liddell-Scott)
μισθός: -οῦ, ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.) ὡς καὶ νῦν, Ὅμ., κλ., μισθῷ ἐπὶ ῥητῷ, ἐπὶ ὡρισμένῳ μισθῷ, Ἰλ. Φ. 445· μισθοῖο τέλος, τὸ τέλος τῆς ἐπὶ μισθῷ ὑπηρεσίας ἡμῶν, αὐτόθι 450· μισθός... εἰρημένος ἄρκιος ἔστω Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμέρ. 368· θητεύειν ἐπὶ μισθῷ Ἡρόδ. 8. 137, πρβλ. 5. 65· πείθειν ἐπὶ μ. ὁ αὐτ. 8.4· μισθοῦ ἕνεκα, χάριν μισθοῦ, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 14· οὕτω κατὰ γεν., μισθοῦ Σοφ. Τρ. 560, Ξεν. Ἀπομν. 2, 8, 2, Δημ. 371. 6· ― μισθὸν διδόναι, τελεῖν, πορίζειν, Εὐρ. Ἀνδρ. 609, Ἡρ. Μαιν. 19, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1019· διδόναι ἑξήκοντα τάλαντα μηνὸς μισθόν, ὡς πληρωμὴν διὰ τὸν μῆνα, Θουκ. 6. 8· ― ἐναντία τούτοις εἶναι τὰ μισθὸν φέρειν Θέογν. 434, Ἀριστοφ. Ἀχ. 66· λαμβάνειν Ἡρόδ. 8. 116, Εὐριπ. Ι. Τ. 593· ἄρνυσθαι Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 7 δέχεσθαι Ξεν. Ἀπολ. 16· φέρεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 1. 4· μισθ. πράττεσθαι, δηλ. ἀπαιτεῖν καὶ λαμβάνειν, εἰσπράττειν, Πινδ. Ο. 10 (11). 35, Πλάτ.· μισθ. αἰτεῖν Πλάτ. Πολ. 345Ε. 2) ἐν Ἀθήναις ὁ μισθὸς τῶν στρατιωτῶν καὶ ναυτῶν, Θουκ. 6. 8, κτλ.· διαφέρων κατὰ τὴν ποσότητα, Böckh. P. E. 1. 363 κἑξ., Ἑρμάνν. Pol. Ant. § 152. 16· ― ὡσαύτως, μ. βουλευτικός, ἡ πληρωμὴ τῆς βουλῆς τῶν 500, μία δραχμὴ δι’ ἕκαστον ἄνδρα κατὰ πᾶσαν ἡμέραν συνεδρίας, μ. δικαστικὸς ἢ ἡλιαστικός, ἡ ἀμοιβὴ τοῦ δικαστοῦ (κατὰ πρῶτον εἷς ὀβολός, ἀλλ’ ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Κλέωνος τρεῖς) δι’ ἑκάστην ἡμέραν καθ’ ἣν παρευρίσκετο εἰς τὸ δικαστήριον, μ. συνηγορικός, ἡ ἀμοιβὴ δημοσίου συνηγόρου, δραχμὴ μία δι’ ἑκάστην ἡμέραν, καθ’ ἣν τὸ δικαστήριον συνήρχετο, μισθ. ἐκκλησιαστικός, ἡ ἀμοιβὴ τῆς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ δήμου παρουσίας· περὶ ὧν πάντων ὅρα Böckh. P. E. 1. 228, 232, τῆς Ἀγγλικῆς μεταφρ., Ἑρμάνν. Προλεγ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ.· ὡσαύτως, ὁ τῆς πρυτανείας μ., ὁ μισθὸς ὃν ἐλάμβανον οἱ πρυτάνεις κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς πρυτανείας, δηλ. πέντε ἑβδομάδων μισθός, Αἰσχίν. 14. 45. 3) ἀμοιβὴ τοῦ ἰατροῦ, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 17. 4) = ἐνοίκιον, Ἡρώνδ. ΙΙ, 64. ΙΙ. καθόλου, ἀμοιβή, ἀνταμοιβή, Ὅμηρ. κλ.· ἀρετῆς μ. Πλάτ. Πολ. 363D. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, πληρωμή, ἀνταπόδοσις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1261, Σοφ. Ἀντ. 221· μ. ἀνδρὶ δυσσεβεῖ Εὐρ. Ἱππ. 1050. (Πρβλ. Ζενδ. mizhd-a (πληρωμή)· Γοτθ. mizd-ô· Σλαυ. mizd-a (μισθός)· ― ὁ Fest. ὡσαύτως ἑρμηνεύει τὸ Λατ. metelli διὰ τοῦ mercenarii).
English (Autenrieth)
English (Slater)
μισθός (-ός, -οῖο, -ῷ, -όν.) fee, reward ὡς Αὐγέαν λάτριον ἀέκονθ' ἑκὼν μισθὸν ὑπέρβιον πράσσοιτο (O. 10.29) ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν μισθόν (P. 1.77) ἔτραπεν καὶ κεῖνον ἀγάνορι μισθῷ χρυσὸς ἐν χερσὶν φανεὶς (P. 3.55) εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον (Christ: μισθῷ codd.) (P. 11.41) ποτίφορος δ' ἀγαθοῖσι μισθὸς οὗτος (N. 7.63) μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς (I. 1.47)
English (Strong)
apparently a primary word; pay for service (literally or figuratively), good or bad: hire, reward, wages.
English (Thayer)
μισθοῦ, ὁ (from Homer down), the Sept. for שָׂכָר, also for מַשְׂכֹּרֶת, etc.;
1. dues paid for work; wages, hire: κατά ὀφείλημα); in a Proverbs, ἐκχέω, at the end); μισθός ἀδικίας, wages obtained by iniquity, Winer's Grammar, § 30,1a.).
2. reward: used — of the fruit naturally resulting from toils and endeavors, divine recompense:
a. in both senses, rewards and punishments: Herzog xx, pp. 4-14)): ἔχειν μισθόν, to have a reward, is used of those for whom a reward is reserved by God, whom a divine reward awaits, παρά τῷ πατρί ὑμῶν τῷ ἐν τοῖς οὐρανοῖς added, μισθός ἀδικίας, τῆς δυσσεβείας, 2 Maccabees 8:33.
Greek Monolingual
και μιστός, ο (ΑΜ μισθός, Μ και μιστός)
η αντιπαροχή, κατά κανόνα χρηματική, η οποία καταβάλλεται στον εργαζόμενο για ορισμένη εργασία από το πρόσωπο ή τον οργανισμό που ωφελείται από αυτήν, καθορισμένη αμοιβή εργασίας, αποδοχές, απολαβές (α. «μηνιαίος μισθός» β. «ὅτ' ἀγήνορι Λαομέδοντι πάρ' Διὸς ἐλθόντες θητεύσαμεν εἰς ἐνιαυτὸν μισθῷ ἔπι ῥητῷ», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. (οικον.) η καταβαλλόμενη τιμή για την αγορά τών υπηρεσιών του παραγωγικού συντελεστή
2. φρ. α) «κάνω μισθό» — εισπράττω την αμοιβή μου
β) «άξιος ο μισθός σου»
εκκλ. i) μακάρι να είναι αντάξια προς την αγαθή σου πράξη η ανταμοιβή σου από τον θεό
ii) (ειρωνικά) λέγεται σε ανθρώπους που προσέφεραν ασήμαντες εκδουλεύσεις ή και έβλαψαν άλλους
γ) «μισθός κοινωνικός» — οι δαπάνες του δημοσίου για κοινωνική πρόνοια, κοινωνική ασφάλιση, υγεία και παιδεία, που αποτελούν έμμεσες παροχές προς τους εργαζομένους και βελτιώνουν το βιοτικό τους επίπεδο
δ) «διολίσθηση μισθών»
(οικον.) η μετατόπιση προς τα άνω του επιπέδου τών μισθών ή ημερομισθίων, το οποίο έχει καθοριστεί μετά από διαπραγματεύσεις τών ενδιαφερόμενων μερών
ε) «θεωρία μισθών»
(οικον.) το τμήμα της οικονομικής θεωρίας που επιχειρεί να εξηγήσει τον προσδιορισμό της αμοιβής της εργασίας
μσν.
1. θεϊκή ανταμοιβή στη μέλλουσα ζωή για ενάρετες πράξεις
2. αγαθοεργία, ευεργεσία, ελεημοσύνη
μσν.-αρχ.
αμοιβή, πληρωμή στρατιωτών ή ναυτών
αρχ.
1. αμοιβή που παρέχονταν για δημόσια υπηρεσία («πρυτανείας μισθός» — αμοιβή την οποία έπαιρναν οι πρυτάνεις κατά τη διάρκεια της θητείας τους, δηλ. για πέντε εβδομάδες
2. αμοιβή γιατρού
3. έμμισθη υπηρεσία
4. μίσθωμα, εκμίσθωση
5. ενοίκιο
6. (γενικά) ανταμοιβή, ανταπόδοση («ὅτι ὁ μισθός ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς», ΚΔ)
7. ποινή, τιμωρία, ανταπόδοση κακού («μισθὸς γὰρ οὗτος ἐστιν ἀνδρὶ δυσσεβεῖ», Ευρ.)
8. φρ. α) «μισθὸς ἀδικίας» — παράνομο κέρδος
β) «μισθὸν πράττομαι» ή «μισθὸν φέρομαι» ή «μισθὸν αἰτῶ» — λαμβάνω αμοιβή
γ) «μισθοῦ ἕνεκα» ή απλώς «μισθοῦ» (ως γεν. της αιτίας) χάριν αμοιβής, χάριν μισθού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα mizdho- «μισθός, αμοιβή» και συνδέεται με λ. της Ινδοϊρανικής (πρβλ. αρχ. ινδ. mīdha- «βραβείο ενός αγώνα», αβεστ. mižda «βραβείο, ανταμοιβή»), της Γερμανικής (πρβλ. γοτθ. mizdo «μισθός», αρχ. άνω γερμ. mēta, γερμ. Μiete «ενοίκιο») και της Σλαβικής (πρβλ. αρχ. σλαβ. mĭzda «ανταμοιβή, μισθός»). Η αρχική σημ. της λ. είναι «έπαθλο για ένα λαμπρό κατόρθωμα», πρβλ. μισθαρνώ. Η λ. με τη σημ. «μισθός», ιδίως για στρατιώτες έχει αντικατασταθεί, από τους ελληνιστικούς χρόνους, από τη λ. οψώνιον.
ΠΑΡ. μισθάριον, μίσθιος, μισθώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μίσθαρνος, μισθαρνώ, μισθοδότης, μισθοφόρος
αρχ.
μισθαποληψία, μισθαποχή, μισθαρχίδης, μισθόδουλος, μισθόδωρος, μισθοκαρπία, μισθολόγια, μισθομολογία, μισθοπιπράσκω, μισθουργός
αρχ.-μσν.
μισθαποδότης, μισθοποιούμαι
μσν.
μισθαγώγημαν, μισθαγωγός, μισθάργος, μισθοκομίζομαι, μισθοπάροχος, μισθοπορία
νεοελλ.
μισθολόγιο. (Β συνθετικό) αδρόμισθος, άμισθος, έμμισθος, μεγαλόμισθος, υπόμισθος
αρχ.
αντίμισθος, απόμισθος, βαρύμισθος, έκμισθος, εντελόμισθος, επίμισθος, κακόμισθος, ληψολιγόμισθος, μακρόμισθος, μικρόμισθος, ολιγόμισθος, πολύμισθος, πρωτόμισθος, τακτόμισθος
νεοελλ.
αργόμισθος].
Greek Monotonic
μισθός: -οῦ, ὁ,
I. 1. αμοιβή, πληρωμή, μισθός, σε Όμηρ. κ.λπ.· μισθῷ ἐπὶ ῥητῷ, λέγεται για προσυμφωνημένες αμοιβές, σε Ομήρ. Ιλ.· μισθοῖο τέλος, τέλος μισθωτής μας υπηρεσίας, στο ίδ.· θητεύειν ἐπὶμισθῷ, σε Ηρόδ.· μισθοῦ ἕνεκα, λέγεται για πληρωμή ή μισθοδοσία, σε Ξεν.· ομοίως στη γεν., μισθοῦ, σε Σοφ., Ξεν.· μηνὸς μισθόν, ως μηνιαίος μισθός, σε Θουκ.
2. στην Αθήνα, η πληρωμή των στρατιωτών και των ναυτών, στον ίδ. κ.λπ.· επίσης, μισθὸς βουλευτικός, η πληρωμή της Βουλής των Πεντακοσίων, μία δραχμή στον καθένα για κάθε ημέρα που βρισκόταν σε συνεδρία· μισθὸς δικαστικός ή ἡλιαστικός, αμοιβή ενός δικαστή (αρχικά ένας οβολός, αλλά από τον καιρό του Κλέωνα τρεις) για κάθε μέρα που παρευρέθηκε στο δικαστήριο· μισθὸς συνηγορικός, αμοιβή δημόσιου συνήγορου, μία δραχμή για κάθε μέρα συνεδρίασης του δικαστηρίου· μισθὸς ἐκκλησιαστικός, αμοιβή για την παρουσία στην εκκλησία του δήμου.
3. αμοιβή γιατρού, σε Αριστ.
II. 1. γενικά, αποζημίωση, ανταμοιβή, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. με αρνητική σημασία, πληρωμή, ανταπόδοση (εκδίκηση), στους Τραγ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: hire, pay, wages, reward, daily wages (Il.).
Compounds: Several compp., e.g. μισθο-δό-της m.. who pays wages, -τέω, -σία (Att.), comp. of μισθὸν δοῦναι with τη-suffix, μισθο-φορέω get wages with -φόρος who served for hire, -φορά wages; ἔμ-μισθος being paid (Att.).
Derivatives: Diminut. μισθάριον (Hp., com., pap.), adj. μίσθιος hired (hell.) and the verb μισθόομαι, -όω hire for oneself, act. hire (IA.) with several derivv.: μίσθωμα rent, rent agreed (Att.), -ωμάτιον (Alciphr.), μίσθωσις hiring (Att.), -ώσιμος which can be hired (Lex. ap. D.; Arbenz 66), -ωσιμαῖος (gloss.); μισθωτός (direct from μισθός?) with hire, hired, hireling, mercenary (IA.), -ωτής m. tenant (Att.), f. -ώτρια (Phryn. Com.), -ωτικός belonging to rent (Pl., pap.), -ωτήριον meetingplace of the μισθωτοί (Ephesos IIp, H. s. ὄψ' ἦλθες).
Origin: IE [Indo-European] [746] *misdʰo- salary
Etymology: Old name for an old idea, preserved also in Indo-Iranian, Germanic and Slavic: Skt. mīḍhám n. price in a match, match, Iran., e.g. Av. mižda- n. wages, Germ., e.g. Goth. mizdo f. wages, NHG Miete, Slav., e.g. OCS mьzda, Russ. mzdá f. wages, hire, reward, IE *misdʰó-. Undemonstrable further analysis by Specht Ursprung 249 f. Because of the fem. gender of the Germ. and Slav. words Meillet MSL 21, 111 considers *mizdhó- as old fem.; but then the change of gender in μισθός is remarkable; cf. Kretschmer Glotta 12, 210, Schwyzer-Debrunner 34 n. 2. -- In the sense of salary μισθός was since hellenism replaced by ὀψώνιον (Chantraine Études 25 f.).
Middle Liddell
μισθός, οῦ, ὁ,
I. wages, pay, hire, Hom., etc.; μισθῷ ἐπὶ ῥητῷ for fixed wages, Il.; μισθοῖο τέλος the end of our hired service, Il.; θητεύειν ἐπὶ μισθῷ Hdt.; μισθοῦ ἕνεκα for pay or wages, Xen.; so in gen., μισθοῦ Soph., Xen.; μηνὸς μισθόν as a month's pay, Thuc.
2. at Athens, the pay of the soldiers and sailors, Thuc., etc.:—also, μ. βουλευτικός the pay of the council of 500, a drachma to each for each day of sitting; μ. δικαστικός or ἡλιαστικός the pay of a dicast (at first one obol, but from the time of Cleon three) for each day he sat on a jury; μ. συνηγορικός the fee of a public advocate, one drachma for each court-day; μ. ἐκκλησιαστικός the fee for attending the popular assembly.
3. a physician's fee, Arist.
II. generally, recompense, reward, Hom., etc.
2. in bad sense, payment, requital, Trag.
Frisk Etymology German
μισθός: {misthós}
Grammar: m.
Meaning: Lohn, Sold, Miete, Belohnung, Tagelohn (seit Il.).
Composita: Zahlreiche Kompp., z.B. μισθοδότης m.. Soldgeber, -τέω, -σία (att.), Zusammenbildung von μισθὸν δοῦναι mit τη-Suffix, μισθοφορέω Sold erhalten mit -φόρος Söldner, -φορά ‘Be- soldung’; ἔμμισθος in Lohn stehend (att.).
Derivative: Davon das Deminutivum μισθάριον (Hp., Kom., Pap.), das Adj. μίσθιος besoldet, gemietet (hell. u. sp.) und das Verb μισθόομαι, -όω für sich mieten, in Sold nehmen, Akt. vermieten (ion. att.) mit zahlreichen Ablegern: μίσθωμα Pachtgeld, Pachtvertrag (att.), -ωμάτιον (Alkiphr.), μίσθωσις Vermietung, Verdingung (att.), -ώσιμος vermietbar (Lex. ap. D. u.a.; Arbenz 66), -ωσιμαῖος (Gloss.); μισθωτός (direkt von μισθός?) mit Sold versehen, gemietet, Mietling, Tagelöhner (ion. att.), -ωτής m. Pächter (att. usw.), f. -ώτρια (Phryn. Kom.), -ωτικός zur Pachtung gehörig (Pl., Pap.), -ωτήριον ‘Versammlung(splatz) der μισθωτοί’ (Ephesos IIp, H. s. ὄψ’ ἦλθες).
Etymology: Alte Benennung eines alten Begriffs, die auch im Indoiranischen, Germanischen und Slavischen erhalten ist: aind. mīḍhám n. Kampfpreis, Wettkampf, iran., z.B. aw. mižda- n. Lohn, germ., z.B. got. mizdo f. Lohn, nhd. Miete, slav., z.B. aksl. mьzda, russ. mzdá f. Lohn, Entgelt, Belohnung, idg. *mizdhó-. Unbeweisbare weitere Zerlegung von Specht Ursprung 249 f. Wegen des fem. Genus der germ. und slav. Wörter betrachtet Meillet MSL 21, 111 *mizdhó- als altes Fem.; auffallend ist aber dann der anzunehmende Genuswechsel bei μισθός; vgl. Kretschmer Glotta 12, 210, Schwyzer-Debrunner 34 A. 2. —Im Sinn von Lohn wurde μισθός seit dem Hellenismus durch ὀψώνιον ersetzt (Chantraine Études 25 f.).
Page 2,244
Chinese
原文音譯:misqÒj 米士拖士
詞類次數:名詞(29)
原文字根:雇用 相當於: (מַשְׂכֹּרֶת) (שָׂכָר)
字義溯源:工資*,工錢,工價,報賞,賞賜,賞罰。根據神的聖潔和公義,對良善的,他要賞賜生命;對邪惡的,他要報於滅亡。比較: (ὀψώνιον)=士兵的糧食,工價
同源字:1) (ἀντιμισθία)酬報 2) (μισθαποδοσία)酬勞 3) (μισθαποδότης)賞賜者 4) (μίσθιος)工資賺取者 5) (μισθός)工資 6) (μισθόω)雇用 7) (μίσθωμα)租的房屋 8) (μισθωτός)賺工資的工人
出現次數:總共(29);太(10);可(1);路(3);約(1);徒(1);羅(1);林前(4);提前(1);雅(1);彼後(2);約貳(1);猶(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 賞賜(18) 太5:12; 太5:46; 太6:1; 太6:2; 太6:5; 太6:16; 太10:41; 太10:41; 太10:42; 可9:41; 路6:23; 路6:35; 林前3:8; 林前3:14; 林前9:17; 林前9:18; 約貳1:8; 啓11:18;
2) 工價(7) 路10:7; 約4:36; 徒1:18; 羅4:4; 提前5:18; 彼後2:13; 彼後2:15;
3) 工錢(2) 太20:8; 雅5:4;
4) 報賞(1) 啓22:12;
5) 為工價(1) 猶1:11
English (Woodhouse)
bribe, pay, recompense, reward
Lexicon Thucydideum
merces, stipendium, pay, tribute, 1.31.1,
similiter similarly 1.60.1. 1.121.3,
similiter similarly 1.143.1. 1.31.2, 2.96.2, 3.17.3, 4.80.5, 4.124.4, 5.6.2, 6.8.1, 6.22.1, 6.31.3, 6.31.5, [vulgo commonly τοῦ om. omit] 7.13.2, 7.25.7, 7.57.9, 7.57.98.29.2. 8.36.1, 8.45.2. 8.45.6, 8.46.1, 8.48.3, 8.69.4, 8.83.3, 8.84.2, 8.85.3, 8.97.1.
Translations
pay
Arabic: معاش, أجر; Bulgarian: плащане, заплата; Chinese Danish: betaling; Finnish: kuukausipalkka, vuosipalkka, kiinteä palkka, palkka, liksa; French: paye, paie; German: Gehalt; Greek: μισθός; Ancient Greek: μισθός, ὀψώνιον; Hungarian: fizetés, zsold, bér, fizetség, díjazás, járandóság; Irish: pá, tuarastal; Italian: paga; Khmer: ប្រាក់ខែ; Latin: merces, manupretium; Neapolitan: pava; Northern Mansi: ойтыл; Old English: ġield; Ossetian: мызд; Persian: مزد; Polish: płaca, pensja; Portuguese: pagamento; Romanian: plată; Russian: зарплата; Scottish Gaelic: pàigh, cosnadh, tuarasdal; Serbo-Croatian Cyrillic: плата; Roman: pláta, pláća; Slovene: plača; Spanish: pago, paga; Vietnamese: lương, tiền công; Walloon: paymint, traitmint
salary
Afrikaans: loon; Albanian: rrogë, pagë; Amharic: ደሞዝ; Arabic: رَاتِب, أَجْر; Egyptian Arabic: مُرَتَّب; Moroccan Arabic: كنزة, اجرة; North Levantine Arabic: مَعَاش; South Levantine Arabic: رَاتِب, مَعَاش; Armenian: աշխատավարձ, վաստակ; Aromanian: arugã, lufe, platã; Assamese: বেতন; Azerbaijani: aylıq, maaş, donluq, əmək haqqı; Belarusian: заработная плата, зарплата, аклад; Bengali: বেতন, উজরত; Bulgarian: заплата, надница; Burmese: လုပ်ခ; Catalan: salari, sou; Chinese Cantonese: 人工, 薪水; Dungan: гунчян; Mandarin: 薪金, 薪水, 工資/工资, 工錢/工钱; Czech: plat, mzda; Danish: løn, månedsløn, årsløn, årslønning; Dutch: salaris, loon; Esperanto: salajro; Estonian: palk; Finnish: kuukausipalkka, vuosipalkka, kiinteä palkka, palkka, liksa; French: salaire; Galician: salario, paga; Georgian: ხელფასი; German: Gehalt, Lohn; Greek: μισθός; Ancient Greek: ἁλατικόν, μισθός, ὀψώνιον, σαλάριον; Hebrew: משכורת \ מַשְׂכֹּרֶת, שָׂכָר; Higaonon: soholan; Hindi: वेतन, तनख़्वाह, मासिक वेतन; Hungarian: fizetés, bér; Icelandic: laun, föst laun, kaup; Indonesian: gaji; Interlingua: salario; Irish: tuarastal; Italian: stipendio, salario; Japanese: サラリー, 給料; Kazakh: жалақы, айлық, еңбекақы; Khmer: ប្រាក់ខែ, បរិលាភ, ទិនិកា; Korean: 급료(給料), 봉급(俸給), 임금(賃金), 봉급(俸給), 샐러리; Kurdish Central Kurdish: مەعاش; Northern Kurdish: meaş, miz, muçe, mehane; Kyrgyz: айлык; Lao: ຄ່າຈ້າງ; Latin: salarium, manupretium; Latvian: alga; Lithuanian: užmokestis, alga; Macedonian: плата; Malay: gaji, ujrah; Jawi: ݢاجي, اجره; Manchu: ᡶᡠᠩᠯᡠ; Maori: utu-ā-tau, utu ā-marama; Meru: muchaara; Mongolian Cyrillic: цалин; Norwegian Bokmål: lønn; Oromo: mindaa; Ottoman Turkish: معاش; Pashto: معاش, تنخا, مهينه; Persian: حُقوق, مَعاش, دَسْتْمُزْد, پاداش, کارْمُزْد; Plautdietsch: Jehault; Polish: pensja, płaca, wynagrodzenie; Portuguese: salário; Romanian: salariu, leafă, plată; Russian: заработная плата, зарплата, жалование, оклад; Scottish Gaelic: tuarasdal, tuarastal; Serbo-Croatian Cyrillic: плата, плаћа; Roman: pláta, pláća; Slovak: plat, mzda; Slovene: plača; Spanish: salario, sueldo; Swahili: mshahara; Swedish: lön; Tagalog: suweldo, pasahod, sahod; Tajik: маош, моҳона, дастмузд; Tamil: சம்பளம்; Tatar: хезмәт хакы, айлык; Telugu: జీతం; Tetum: saláriu; Thai: เงินเดือน, ค่าจ้าง; Turkish: aylık, maaş; Turkmen: aýlyk, iş haky; Ukrainian: заробі́тна плата, зарплата, заплата, жалування; Urdu: ویتَن, اَجْرَت, تَنْخواہ; Uyghur: ئىش ھەققى, مائاش, ئايلىق; Uzbek: maosh, oylik, moyana, ish haqi; Vietnamese: lương; Walloon: traitmint, salåre; Welsh: cyflog; Yiddish: שׂכירות