επεισηγούμαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.
(13) |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=ἐπεισηγοῦμαι, -έομαι (Α) [[εισηγούμαι]]<br />[[εισηγούμαι]], [[διδάσκω]] κάποιον [[κάτι]] («τὴν τῶν ἱστίων χρείαν τοῖς ναυτικοῖς ἐπεισηγήσασθαι», <b>Διόδ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:02, 18 June 2022
Greek Monolingual
ἐπεισηγοῦμαι, -έομαι (Α) εισηγούμαι
εισηγούμαι, διδάσκω κάποιον κάτι («τὴν τῶν ἱστίων χρείαν τοῖς ναυτικοῖς ἐπεισηγήσασθαι», Διόδ.).