επεισηγούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.

Menander, Fragmenta, 499
(13)
 
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐπεισηγοῡμαι, -έομαι (Α) [[εισηγούμαι]]<br />[[εισηγούμαι]], [[διδάσκω]] κάποιον [[κάτι]] («τὴν τῶν ἱστίων χρείαν τοῑς ναυτικοῑς ἐπεισηγήσασθαι», <b>Διόδ.</b>).
|mltxt=ἐπεισηγοῦμαι, -έομαι (Α) [[εισηγούμαι]]<br />[[εισηγούμαι]], [[διδάσκω]] κάποιον [[κάτι]] («τὴν τῶν ἱστίων χρείαν τοῖς ναυτικοῖς ἐπεισηγήσασθαι», <b>Διόδ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 15:02, 18 June 2022

Greek Monolingual

ἐπεισηγοῦμαι, -έομαι (Α) εισηγούμαι
εισηγούμαι, διδάσκω κάποιον κάτι («τὴν τῶν ἱστίων χρείαν τοῖς ναυτικοῖς ἐπεισηγήσασθαι», Διόδ.).