3,273,006
edits
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[σκοτεινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο [[σκοτάδι]] ή που έχει [[σκοτάδι]] (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα [[σκοτεινά]] τα [[βάθη]]», Παλαμ.<br />β. «νυκτὸς ἅρμ' ἐπείγεται σκοτεινόν», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «σκοτειναὶ ὁδοί», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που χαρακτηρίζεται από [[έλλειψη]] λάμψης, [[αμαυρός]], [[σκούρος]], [[βαθύχρωμος]] (α. «σκοτεινό [[νεφέλωμα]]» β. «ο [[ουρανός]] πήρε [[χρώμα]] σκοτεινό»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[δύσκολος]] ως [[προς]] τη [[διερεύνηση]] [[κατανόηση]] και διαλεύκανσή του, [[περίπλοκος]], [[δυσερεύνητος]] (α. «σκοτεινή [[υπόθεση]]» β. «σκοτεινό [[έγκλημα]]» γ. «ἔστι γοῦν σκοτεινὸς καὶ [[δυσδιερεύνητος]] [ὁ [[τόπος]]]», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) αυτός που κρύβει κάποιο [[μυστήριο]], [[μυστηριώδης]], [[απόκρυφος]] (α. «σκοτεινές ενέργειες» β. «σκοτεινὰ μηχανήματα», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) (για συγγραφείς, διανοητές και για [[κείμενα]] ή λόγους) [[δυσνόητος]], [[στρυφνός]], [[ασαφής]] (α. «ο Μαλλαρμέ υπήρξε ο σκοτεινότερος τών συμβολιστών ποιητών» β. «σκοτεινό [[χωρίο]] του Θουκυδίδη» γ. «Ἡράκλειτος ὁ [[σκοτεινός]]», <b>Αριστοτ.</b><br />δ. «ἁπάντων διακειμένων πρὸς τὴν ἀκρόασιν φθέγγεται τὸ [[θηρίον]] τοῦτο προίμιον σκοτεινόν», Αισχίν.)<br />δ) [[δόλιος]], [[κακός]], [[κακούργος]], [[εγκληματικός]] (α. «σκοτεινή [[ψυχή]]» β. «σκοτεινοί διαλογισμοί» γ. «τη σκοτεινή [[συνωμοσία]] ξεχνούσα», Σαίξπηρ μετφρ. Θεοτόκ.<br />δ. «ἔργοις | |mltxt=-ή, -ό / [[σκοτεινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο [[σκοτάδι]] ή που έχει [[σκοτάδι]] (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα [[σκοτεινά]] τα [[βάθη]]», Παλαμ.<br />β. «νυκτὸς ἅρμ' ἐπείγεται σκοτεινόν», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «σκοτειναὶ ὁδοί», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που χαρακτηρίζεται από [[έλλειψη]] λάμψης, [[αμαυρός]], [[σκούρος]], [[βαθύχρωμος]] (α. «σκοτεινό [[νεφέλωμα]]» β. «ο [[ουρανός]] πήρε [[χρώμα]] σκοτεινό»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[δύσκολος]] ως [[προς]] τη [[διερεύνηση]] [[κατανόηση]] και διαλεύκανσή του, [[περίπλοκος]], [[δυσερεύνητος]] (α. «σκοτεινή [[υπόθεση]]» β. «σκοτεινό [[έγκλημα]]» γ. «ἔστι γοῦν σκοτεινὸς καὶ [[δυσδιερεύνητος]] [ὁ [[τόπος]]]», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) αυτός που κρύβει κάποιο [[μυστήριο]], [[μυστηριώδης]], [[απόκρυφος]] (α. «σκοτεινές ενέργειες» β. «σκοτεινὰ μηχανήματα», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) (για συγγραφείς, διανοητές και για [[κείμενα]] ή λόγους) [[δυσνόητος]], [[στρυφνός]], [[ασαφής]] (α. «ο Μαλλαρμέ υπήρξε ο σκοτεινότερος τών συμβολιστών ποιητών» β. «σκοτεινό [[χωρίο]] του Θουκυδίδη» γ. «Ἡράκλειτος ὁ [[σκοτεινός]]», <b>Αριστοτ.</b><br />δ. «ἁπάντων διακειμένων πρὸς τὴν ἀκρόασιν φθέγγεται τὸ [[θηρίον]] τοῦτο προίμιον σκοτεινόν», Αισχίν.)<br />δ) [[δόλιος]], [[κακός]], [[κακούργος]], [[εγκληματικός]] (α. «σκοτεινή [[ψυχή]]» β. «σκοτεινοί διαλογισμοί» γ. «τη σκοτεινή [[συνωμοσία]] ξεχνούσα», Σαίξπηρ μετφρ. Θεοτόκ.<br />δ. «ἔργοις σκοτεινοῖς συνεπαχθείς», Μηναί.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν αφήνει ελπίδες, [[δυσοίωνος]], [[ζοφερός]] («το [[μέλλον]] διαγράφεται σκοτεινό»)<br /><b>2.</b> αυτός που πραγματεύεται θλιβερές ή λυπηρές καταστάσεις («κι εγώ [[σκυφτός]] στο σκοτεινό [[βιβλίο]]», Πορφύρ.)<br /><b>3.</b> [[άτυχος]], δυστυχισμένος, [[ταλαίπωρος]] («μαύρη και σκοτεινή ζωή περνούμε»)<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) ([[χωρίς]] αρθρ. ως επίρρ.) [[σκοτεινά]]<br />i) στο [[σκοτάδι]], [[αφού]] σκοτείνιασε («ήταν πολύ [[σκοτεινά]] όταν ήλθε»)<br />ii) [[πρωί]] [[πρωί]], [[προτού]] ξημερώσει («μά 'τον [[ακόμη]] [[σκοτεινά]] και δεν καλοξανοίγουν», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «στα [[σκοτεινά]]»<br />i) στο [[σκοτάδι]] (α. «πώς μπορείς να διαβάζεις στα [[σκοτεινά]];» β. «στα [[σκοτεινά]] τήν έλουζε στ' άφεγγα τή χτενίζει», Πολίτ.)<br />ii) [[χωρίς]] [[κατεύθυνση]], [[χωρίς]] [[πυξίδα]], στην [[αβεβαιότητα]] («βαδίζουμε στα [[σκοτεινά]]»)<br />β) «[[σκοτεινός]] [[θάλαμος]]»<br />(οπτικ.-φωτογρ.) <b>βλ.</b> [[θάλαμος]]<br />γ) «σκοτεινή [[σύνδεση]]»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> [[σύνδεση]] λαμπτήρων συγχρονισμού, τέτοια ώστε τη [[στιγμή]] του συγχρονισμού οι λαμπτήρες να [[είναι]] σβηστοί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[τυφλός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[άκαρδος]], [[άσπλαχνος]], [[ανελέητος]] («oἱ πολλοὶ τοὺς ἀνελεήμονας εἰώθασι καλεῖν σκοτεινούς», Ιωάνν. Χρυσ.)<br />β) [[κακός]], [[φθοροποιός]], [[επιβλαβής]] («σκοτεινὰ δόγματα», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ σκοτεινόν</i><br />[[τόπος]] που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο [[σκοτάδι]] («τῶν πολεμίων λαθόντες τοὺς [[φύλακας]] ἀνὰ τὸ σκοτεινόν μὲν οὐ προϊδόντων αὐτῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[σκοτεινά]]<br />(στη ζωγραφική) η [[σκιά]] τών εικόνων («[[ὥσπερ]] οἱ ζωγράφοι τὰ φωτεινὰ καὶ λαμπρὰ τοῖς σκιεροῖς καὶ σκοτεινοῖς ἐπιτείνουσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «σκοτειναὶ ἀκοαί» — ασαφείς φήμες, ψίθυροι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σκοτεινώς]] / <i>σκοτεινῶς</i> ΝΜΑ, και [[σκοτεινά]] Ν<br /><b>1.</b> [[κατά]] τρόπο σκοτεινό<br /><b>2.</b> στο [[σκοτάδι]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ασαφώς, [[κατά]] τρόπο δυσνόητο και όχι καθαρό (α. «μίλησε πολύ [[σκοτεινά]] και πολύ λίγοι τον κατάλαβαν» β. «ἵνα μὴ σκοτεινῶς διαλεγώμεθα», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκότος]], κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το [[φαεινός]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |