σκοτεινός

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοτεινός Medium diacritics: σκοτεινός Low diacritics: σκοτεινός Capitals: ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ
Transliteration A: skoteinós Transliteration B: skoteinos Transliteration C: skoteinos Beta Code: skoteino/s

English (LSJ)

σκοτεινή, σκοτεινόν, (σκότος)
A dark, νυκτὸς ἅρμ' ἐπείγεται σ. A.Ch.661; σ. τῶν ἐνερτέρων βέλος ib.285; σ. περιβολαί, of a scabbard, E.Ph.276; (ὁδοί) X.Cyn.6.5; τὰ σ. θεάσασθαι Pl.R. 520c; ἀνὰ τὸ σ. προϊδεῖν in the darkness, Th.3.22; of a person, blind, καίπερ σ. S.OT1326; σ. ὄμμα E.Alc.385; τὰ σκοτεινά the dark shadows in a picture, X.Mem.3.10.1, Plu.2.57c: neut. as adverb, σκοτεινὸν ζῆν to live in privacy, Pl.Lg. 781c.
II metaph., dark, obscure, opp. ἐλλόγιμος καὶ φανός, Id.Smp.197a; τόπος σ. καὶ δυσδιερεύνητος Id.R.432c; Heraclitus was called ὁ σκοτεινός, Arist.Mu.396b20, Cic.Fin.2.5.15; σ. προοίμιον Aeschin.2.34; σ. ἀκοαί obscure reports, Pl.Criti.109e; σ. μηχανήματα dark, secret, E.Fr.288; ὁρκάναι Id.Ba.611; σκοτεινὸς ὀργήν Trag.Adesp.345, cf. Procop.Arc.1. Adv., σκοτεινῶς διαλέγεσθαι Pl.R. 558d, cf. D.H.Th.32.
III prob. f.l. for κοτεινός in Pi.N.7.61.

German (Pape)

[Seite 905] 1) finster, dunkel; τὸ γὰρ σκοτεινὸν τῶν ἐνερτέρων βέλος, Aesch. Ch. 284; νυκτος ἅρμα, 650; νὺξ διὰ τὸ σκοτεινὴ εἶναι ἀσαφεστέρα ἐστίν, Xen. Mem. 4, 3, 4; – auch blind, Soph. O. R. 1326; σκοτεινὸν ὄμμα, Eur. Alc. 386, vgl. Herc. Fur. 641; – σκοτεινὰ πράττειν, Geheimes, Eur. Suppl. 324. Bei Pind. N. 7, 61, σκοτεινὸν ἀπέχων ψόγον, was »heimlicher Tadel« sein müßte, vermuthet Böckh κοτεινόν. – 2) übertr., unverständlich, von dunkeln Schriftstellern u. ihren Werken; im Gegensatz von ἐλλόγιμος καὶ φανός, Plat. Conv. 197 a; καὶ δυσδιερεύνητος, Rep. IV, 432 c; ἵνα μὴ σκοτεινῶς διαλεγώμεθα, VIII, 588 d.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 ténébreux, obscur ; τὸ σκοτεινόν, τὰ σκοτεινά les ténèbres ou les ombres en peinture ; fig. obscur;
2 qui est dans les ténèbres ; aveugle.
Étymologie: σκότος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκοτεινός -ή -όν [σκότος] comp. -ότερος donker:; νυκτὸς ἅρμα σκοτεινόν de donkere wagen van de nacht Aeschl. Ch. 661; ἀνὰ τὸ σκοτεινόν in het donker Thuc. 3.22.1; subst..; τὰ σκοτεινά donkere gedeelten, schaduwen (op een schildering) Xen. Mem. 3.10.1; n. als adv.. σκοτεινὸν ζῆν in de schaduw leven (d.w.z. een teruggetrokken leven leiden) Plat. Lg. 781c. in het donker levend (van een blinde):. καίπερ σκοτεινός hoewel ik in duisternis leef Soph. OT 1326. overdr. duister, geheim, obscuur, onbekend:; οὗ … ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται σκοτεινός degene die Eros niet heeft beroerd blijft obscuur (i.t.t. beroemd) Plat. Smp. 197a; σ. ἀκοαί vage geruchten Plat. Criti. 109e; adv.. σκοτεινῶς διαλέγεσθαι duister spreken Plat. Resp. 558d.

Russian (Dvoretsky)

σκοτεινός:
1 темный (νύξ Xen.; τόπος Plat.);
2 перен. черный, т. е. жестокий (βέλος Aesch.);
3 незрячий, слепой (sc. Οἰδίπους Soph.; ὄμμα Eur.);
4 перен. темный, малопонятный, неясный, смутный (ἀκοαί Plat.): ὁ σ. λεγόμενος Ἡράκλειτος Arst. Гераклит, прозванный «темным»;
5 тайный (μηχανήματα Eur.). - см. тж. σκοτεινά и σκοτεινόν.

English (Slater)

σκοτεινός gloomy ξεῖνός εἰμᾰ· σκοτεινὸν ἀπέχων ψόγον, ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω (N. 7.60)

English (Strong)

from σκότος; opaque, i.e. (figuratively) benighted: dark, full of darkness.

English (Thayer)

(WH σκοτινος; see Iota), σκοτεινή, σκοτεινόν (σκότος), full of darkness, covered with darkness (from Aeschylus down): opposed to φωτεινός, τά σκοτεινά καί τά φωτεινα, Xenophon, mem. 3,10, 1; (cf. 4,3, 4)).

Greek Monolingual

-ή, -ό / σκοτεινός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι ή που έχει σκοτάδι (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη», Παλαμ.
β. «νυκτὸς ἅρμ' ἐπείγεται σκοτεινόν», Αισχύλ.
γ. «σκοτειναὶ ὁδοί», Ξεν.)
2. αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη λάμψης, αμαυρός, σκούρος, βαθύχρωμος (α. «σκοτεινό νεφέλωμα» β. «ο ουρανός πήρε χρώμα σκοτεινό»)
3. μτφ. α) δύσκολος ως προς τη διερεύνηση κατανόηση και διαλεύκανσή του, περίπλοκος, δυσερεύνητος (α. «σκοτεινή υπόθεση» β. «σκοτεινό έγκλημα» γ. «ἔστι γοῦν σκοτεινὸς καὶ δυσδιερεύνητος [ὁ τόπος]», Πλάτ.)
β) αυτός που κρύβει κάποιο μυστήριο, μυστηριώδης, απόκρυφος (α. «σκοτεινές ενέργειες» β. «σκοτεινὰ μηχανήματα», Ευρ.)
γ) (για συγγραφείς, διανοητές και για κείμενα ή λόγους) δυσνόητος, στρυφνός, ασαφής (α. «ο Μαλλαρμέ υπήρξε ο σκοτεινότερος τών συμβολιστών ποιητών» β. «σκοτεινό χωρίο του Θουκυδίδη» γ. «Ἡράκλειτος ὁ σκοτεινός», Αριστοτ.
δ. «ἁπάντων διακειμένων πρὸς τὴν ἀκρόασιν φθέγγεται τὸ θηρίον τοῦτο προίμιον σκοτεινόν», Αισχίν.)
δ) δόλιος, κακός, κακούργος, εγκληματικός (α. «σκοτεινή ψυχή» β. «σκοτεινοί διαλογισμοί» γ. «τη σκοτεινή συνωμοσία ξεχνούσα», Σαίξπηρ μετφρ. Θεοτόκ.
δ. «ἔργοις σκοτεινοῖς συνεπαχθείς», Μηναί.)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν αφήνει ελπίδες, δυσοίωνος, ζοφερός («το μέλλον διαγράφεται σκοτεινό»)
2. αυτός που πραγματεύεται θλιβερές ή λυπηρές καταστάσεις («κι εγώ σκυφτός στο σκοτεινό βιβλίο», Πορφύρ.)
3. άτυχος, δυστυχισμένος, ταλαίπωρος («μαύρη και σκοτεινή ζωή περνούμε»)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (χωρίς αρθρ. ως επίρρ.) σκοτεινά
i) στο σκοτάδι, αφού σκοτείνιασε («ήταν πολύ σκοτεινά όταν ήλθε»)
ii) πρωί πρωί, προτού ξημερώσει («μά 'τον ακόμη σκοτεινά και δεν καλοξανοίγουν», Ερωτόκρ.)
5. φρ. α) «στα σκοτεινά»
i) στο σκοτάδι (α. «πώς μπορείς να διαβάζεις στα σκοτεινά;» β. «στα σκοτεινά τήν έλουζε στ' άφεγγα τή χτενίζει», Πολίτ.)
ii) χωρίς κατεύθυνση, χωρίς πυξίδα, στην αβεβαιότητα («βαδίζουμε στα σκοτεινά»)
β) «σκοτεινός θάλαμος»
(οπτικ.-φωτογρ.) βλ. θάλαμος
γ) «σκοτεινή σύνδεση»
(ηλεκτρολ.) σύνδεση λαμπτήρων συγχρονισμού, τέτοια ώστε τη στιγμή του συγχρονισμού οι λαμπτήρες να είναι σβηστοί
αρχ.
1. (για πρόσ.) τυφλός
2. μτφ. α) άκαρδος, άσπλαχνος, ανελέητος («oἱ πολλοὶ τοὺς ἀνελεήμονας εἰώθασι καλεῖν σκοτεινούς», Ιωάνν. Χρυσ.)
β) κακός, φθοροποιός, επιβλαβής («σκοτεινὰ δόγματα», Κλήμ. Αλ.)
3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ σκοτεινόν
τόπος που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι («τῶν πολεμίων λαθόντες τοὺς φύλακας ἀνὰ τὸ σκοτεινόν μὲν οὐ προϊδόντων αὐτῶν», Θουκ.)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκοτεινά
(στη ζωγραφική) η σκιά τών εικόνων («ὥσπερ οἱ ζωγράφοι τὰ φωτεινὰ καὶ λαμπρὰ τοῖς σκιεροῖς καὶ σκοτεινοῖς ἐπιτείνουσιν», Πλούτ.)
5. φρ. «σκοτειναὶ ἀκοαί» — ασαφείς φήμες, ψίθυροι.
επίρρ...
σκοτεινώς / σκοτεινῶς ΝΜΑ, και σκοτεινά Ν
1. κατά τρόπο σκοτεινό
2. στο σκοτάδι
3. μτφ. ασαφώς, κατά τρόπο δυσνόητο και όχι καθαρό (α. «μίλησε πολύ σκοτεινά και πολύ λίγοι τον κατάλαβαν» β. «ἵνα μὴ σκοτεινῶς διαλεγώμεθα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος, κατ' αναλογία προς το φαεινός].

Greek Monotonic

σκοτεινός: -ή, -όν (σκότος),
I. 1. σκοτεινός, ανήλιαγος, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· ἀνὰ τὸ σκοτεινόν, στο σκοτάδι, στα σκοτεινά, σε Θουκ.
2. λέγεται για πρόσωπο, αυτός που βρίσκεται στα σκοτάδια, δηλ. βυθισμένος στο σκοτάδι, τυφλός, σε Σοφ., Ευρ.
II. μεταφ., σκοτεινός, ασαφής, δυσδιάκριτος, ακαταλαβίστικος, δυσνόητος, σε Ευρ., Πλάτ.· ομοίως, επίρρ. -νῶς, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτεινός: -ή, -όν, (σκότος) ὡς τὸ σκότιος· νυκτὸς ἄρμ’ ἐπείγεται σκ. Αἰσχύλ. Χο. 661· σκ. τῶν ἐνερτέρων βέλος αὐτόθι 286· σκ. περιβολαί, ἐπὶ τῆς θήκης ξίφους, Εὐρ. Φοίν. 276· τόπος Πλάτ. Πολ. 432C· ὁδοὶ Ξεν. Κυν. 6, 5· τὰ σκ. θεάσασθαι Πλάτ. Πολ. 520C· τὰ σκ. καὶ τὰ φανὰ Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 1· ἀνὰ τὰ σκ. προϊδεῖν, ἐν τῷ σκότει, Θουκ. 3. 22· - ἐπὶ προσώπων, τυφλός, καίπερ σκ. Σοφ. Ο. Τ. 1326· σκ. ὄμμα Εὐρ. Ἄλκ. 385· - τὰ σκοτεινά, αἱ σκοτειναὶ σκιαὶ ἐν εἰκόνι, Πλούτ. 2. 57C· σκοτεινὸν ζῆν, ζῆν ἐν τῷ σκότει, Πλάτ. Νόμ. 781C. ΙΙ. μεταφορ., ὡς τὸ σκότιος, σκοτεινός, ἀσαφής, ἀντίθετον τῷ ἐλλόγιμος καὶ φανὸς (καλῶς γινωσκόμενος), ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197Α· σκ. καὶ δυσδιερεύνητος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 432C, οὕτως ὁ Ἡράκλειτος ἐκαλεῖτο ὁ σκοτεινός, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 5, Κικ. Fin. 2. 5, 15· σκ. προοίμιον Αἰσχίν. 32. 41· σκοτ. ἀκοαί, ἀσαφεῖς φῆμαι Πλάτ. Κριτί. 109Ε· σκ. μηχανήματα, μυστικά, ἀπόκρυφα, Εὐρ. Ἀποσπ. 290· ὁρκάναι ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 611. - Ἐπίρρ., σκοτεινῶς διαλέγεσθαι Πλάτ. Πολ. 558D, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 32. 1· περὶ τοῦ παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 7. 90, ἴδε σκοτεινός.

Middle Liddell

σκοτεινός, ή, όν σκότος
I. dark, Aesch., Eur., etc.; ἀνὰ τὸ σκοτεινόν in the darkness, Thuc.
2. of a person, darkling, blind, Soph., Eur.
II. metaph. dark, obscure, Eur., Plat.:—so adv. -νῶς, Plat.

Chinese

原文音譯:skoteinÒj 士可帖挪士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:黑暗的 相當於: (חָשַׁךְ‎ / חָשְׁכָה‎) (חֹשֶׁךְ‎) (מַחְשָׁךְ‎)
字義溯源:不透明,昏暗的,黑暗;源自(σκότος)=蔭蔽),而 (σκότος)出自(σκιά)*=蔭)。參讀 (σκοτόω)同源字比較: (αὐχμηρός)=不鮮明
出現次數:總共(3);太(1);路(2)
譯字彙編
1) 黑暗(3) 太6:23; 路11:34; 路11:36

English (Woodhouse)

dark, of the eyes in death, without light

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό σκότος (=σκοτάδι), ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: σκοτάζω (=σκοτεινιάζω), σκοταῖος, σκοτείασκοτία, σκοτασμός, συσκοτασμός, σκοτίζω, σκότιος, σκοτισμός, σκοτέω, σκοτόεις, σκοτόω (=τυφλώνω), σκοτώδης, σκότωμα, σκότωσις καί τά σύνθ.: σκοτοδινιῶ (=ζαλίζομαι), σκοτοδινία (=ζάλη), σκοτοδινίασις, σκοτομήνη (=νύχτα χωρίς φεγγάρι).

Lexicon Thucydideum

obscurus, obscure, uncertain, 3.22.5,
tenebrae, darkness, gloom, 3.22.1.

Translations

dark

Afrikaans: donker; Arabic: مُظْلِم‎, دَاكِن‎; Armenian: մութ, խավար; Assamese: এন্ধাৰ, আন্ধাৰ; Asturian: escuru; Azerbaijani: qaranlıq, qara; Balinese: peteng; Bashkir: ҡараңғы; Basque: ilun; Belarusian: цёмны; Bengali: আঁধার, অন্ধকার; Bikol Central: madiklom; Breton: teñval; Brunei Malay: galap, patang; Bulgarian: тъ́мен; Burmese: နက်, မည်း; Catalan: fosc, obscur; Cebuano: dulom; Chamicuro: chpolyaye; Chechen: ӏаьржа; Chinese Cantonese: 黑, 黑暗; Literary Chinese: 黲; Mandarin: 黑暗, 黲/黪; Czech: tmavý, temný; Dalmatian: sčor; Danish: mørk; Dolgan: караӈа; Dutch: donker, duister; Esperanto: malluma, malhela; Faroese: myrkur, dimmur, døkkur; Finnish: pimeä; French: obscur, sombre; Galician: escuro, fusco; Georgian: ბნელი, შავბნელი, უკუნი, წყვდიადი; German: dunkel, finster; Gilbertese: ro; Gothic: 𐍂𐌹𐌵𐌹𐌶𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: σκοτεινός; Ancient Greek: ἀμαυρός, ἀναύγητος, ἀνήλιος, ἀφεγγής, δνοφώδης, κνεφαῖος, λυγαῖος, ὀρφναῖος, σκοτεινός, σκοτώδης; Gujarati: અંધારું; Haitian Creole: nwa; Hawaiian: ʻeleʻele, pōʻeleʻele, pōʻele, uli, uliuli; Hebrew: חָשׁוּךְ‎, אָפֵל‎; Hiligaynon: dulum; Hindi: अंधेरा; Hungarian: sötét; Icelandic: dökkur, dimmur; Ido: tenebroza, obskura; Ilocano: nasipnget; Indonesian: gelap; Interlingua: obscur; Irish: dorcha; Italian: buio, oscuro, fosco, tetro; Japanese: 暗い; Javanese: peteng; Kapampangan: madalumdum; Karachay-Balkar: къарангы; Karaim: karanhy; Kazakh: қараңғы; Komi-Permyak: пемыд; Komi-Zyrian: пемыд; Korean: 어둡다; Kumyk: къарангы; Kurdish Central Kurdish: تاریک‎; Northern Kurdish: tarî; Kyrgyz: караңгы; Ladino: aleskuro, eskuro; Lao: ມືດ; Latgalian: tymss; Latin: obscurus, creper, fuscus; Latvian: tumšs; Lithuanian: tamsus; Lombard: scur; Low German: düster, duster; Lubuagan Kalinga: manggikbot; Luxembourgish: däischter, donkel; Macedonian: темен; Malay: gelap, kelam; Malayalam: ഇരുട്ട്, അന്ധകാരം; Maori: pokere, pōkerekere, uri, uriuri, wheuri, whēuriuri; Marathi: अंधारमय; Mbyá Guaraní: pytũ; Mingrelian: ურწკუმი; Mongolian Cyrillic: харанхуй; Nogai: каранъа; Norman: sombre; Northern Sami: seavdnjat; Norwegian Bokmål: mørk; Nynorsk: mørk, døkk; Occitan: escur, fosc; Odia: ଅନ୍ଧାର; Ojibwe: dibiki-; Old Church Slavonic Cyrillic: тьмьнъ; Old English: þīestre; Old Javanese: hirĕng, pĕtĕng; Old Norse: myrkr, ámr; Ossetian: тар; Persian: تاریک‎, تار‎, تیره‎; Plautdietsch: dunkel; Polish: ciemny; Portuguese: escuro; Quechua: laqha; Romanian: murg, închis, întunecat; Romansch: stgir, stgeir, s-chür; Russian: тёмный; Sanskrit: श्याम; Scots: mirk; Scottish Gaelic: dorcha; Serbo-Croatian Cyrillic: тама̄н, мрачан; Roman: támān, mráčan; Slovak: tmavý, temný; Slovene: temen; Sorbian Lower Sorbian: śamny; Southern Altai: караҥу, караҥуй; Spanish: oscuro; Swedish: mörk; Sylheti: ꠀꠘ꠆ꠗꠣꠁꠞ; Tagalog: madilim; Tahitian: ʻārehurehu, ʻereʻere; Tajik: торик; Tamil: இருள்; Tatar: караңгы; Telugu: చీకటి, గాఢాంధకారము; Thai: มืด; Tocharian B: orkamo, orkmo; Tofa: ӄараӈғы; Turkish: karanlık; Turkmen: garaňky; Tuvan: караңгы; Tuwali Ifugao: ngitit; Udmurt: пеймыт; Ukrainian: темний; Urdu: اندھیرا‎; Urum: харанғы; Uyghur: قاراڭغۇ‎; Uzbek: qorongʻilik, qorongʻu; Venetian: scùro; Vietnamese: tối; Waray-Waray: masirum, dulum; Welsh: tywyll; West Frisian: tsjuster, donker; Yagnobi: тора; Yakut: хараҥа; Yiddish: פֿינצטער‎, טונקל‎; Zazaki: tarı; ǃXóõ: dtʻkxʻái

incomprehensible

Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: onbegrijpelijk; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: incompréhensible; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: unverständlich, unbegreiflich, unfassbar; Greek: ακατανόητος; Ancient Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, ἀκράτητος, ἀκριτόφωνος, ἄληπτος, ἀμήχανος, ἀνεξερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερμήνευτος, ἀξύνετος, ἀπαρακολούθητος, ἀπερίβλεπτος, ἀπερίδρακτος, ἀπερίληπτος, ἀπερινόητος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσύνετος, ἄσχετος, ἄφραστος, ἄφωνος, ἀχώρητος, βαθύγλωσσος, βαθύχειλος, δύσγνωστος, δυσδιανόητος, δυσεπινόητος, δυσκατανόητος, δυσλόγιστος, δυσξύμβλητος, δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: incomprensibile; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: incompreensível; Russian: непонятный, непостижимый, невразумительный; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: incomprensible; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий

blind

'Are'are: 'uru; Albanian: i verbër; Arabic: أَعْمَى‎, عَمْيَاء‎, كَفِيف‎; Egyptian Arabic: أعمى‎; Archi: бецду; Armenian: կույր; Aromanian: orbu; Asturian: ciegu; Avar: бецав; Azerbaijani: kor; Baluchi: کور‎; Bashkir: һуҡыр; Basque: itsu; Belarusian: сляпы; Bengali: অন্ধ; Bikol Central: buta; Breton: dall; Buginese: wuta; Bulgarian: сляп; Burmese: ကန်း; Buryat: һохор; Catalan: cec, orb; Cebuano: buta; Chamicuro: manatsa; Chavacano: ciego; Chechen: бӏаьрзе; Cherokee: ᏗᎨᏫ; Chinese Cantonese: 盲, 失明; Dungan: ха, хазы; Hakka: 瞎目; Mandarin: 盲, 盲目, 失明, 瞎, 瞽; Min Nan: 青盲, 失明; Chuvash: суккӑр, куҫсӑр; Cornish: dall; Crimean Tatar: soqur, kör; Czech: slepý; Dalmatian: vuarb, uarb; Danish: blind; Dutch: blind; Elfdalian: blind; Esperanto: blinda; Estonian: pime; Faroese: blindur; Finnish: sokea; Franco-Provençal: avoglo; French: aveugle, mal-voyant, mal-voyante; Friulian: vuarb; Gagauz: köör, görmäz, gözsüz; Galician: cego, invidente; Georgian: ბრმა, უსინათლო; German: blind; Gothic: 𐌱𐌻𐌹𐌽𐌳𐍃; Greek: τυφλός, αόμματος; Ancient Greek: ἄβλεπτος, ἄγληνος, ἄδερκτος, ἀθέατος, ἀθήητος, ἀλαός, ἀλαωπός, ἀλαώψ, ἀμαυρός, ἀνόμματος, ἀπόμματος, ἀφανής, ἀφώτιστος, διεφθαρμένος τὰ ὄμματα, λιπαυγής, λιποβλέφαρος, λιπόγληνος, λιποφεγγής, ὀμματοστερής, παραβλώψ, παρός, πηρός, πολυβλέπων, σκοτεινός, σκότον δεδορκώς, τυφλίνης, τυφλῖνος, τυφλός, τυφλώψ; Greenlandic: tappiitsoq; Hebrew: עיוור / עִוֵּר‎; Higaonon: buta; Hiligaynon: buta; Hindi: अंधा; Hungarian: vak; Icelandic: blindur; Ido: blinda; Ilocano: bulsek; Indonesian: buta; Interlingua: cec; Irish: dall; Istriot: uorbo; Italian: cieco, orbo; Ivatan: mavota; Japanese: 失明した, 目の見えない, 盲目の, 盲; Javanese: picek; Kalmyk: сохр; Karachay-Balkar: сокъур; Karakalpak: гөр, соқыр; Kazakh: соқыр; Khakas: харах чох; Khmer: ខ្វាក់; Komi-Permyak: синтӧм; Komi-Zyrian: синтӧм; Korean: 눈이 먼, 장님의; Kurdish Central Kurdish: کوێر‎; Northern Kurdish: kor; Kyrgyz: сокур, көр; Lao: ບອດ; Latgalian: oklys; Latin: caecus; Latvian: akls, neredzīgs; Limburgish: blindj; Lithuanian: ãklas; Low German: blind; Luxembourgish: blann; Macedonian: слеп; Makasar: buta; Malay: buta, tunanetra; Maltese: agħma, agħmi; Manchu: ᠪᠠᠯᡠ; Mansaka: pisuk; Maori: pura; Maranao: pisek, bota; Mari Eastern Mari: сокыр, уждымо; Western Mari: слӧпӧй, сльӧпӧй; Mongolian Cyrillic: сохор; Mongolian: ᠰᠣᠬᠤᠷ; Nanai: бали; Norman: aveugl'ye; Northern Sami: čalmmeheapme; Norwegian Bokmål: blind; Nynorsk: blind; Occitan: òrb, cèc; Odia: ଅନ୍ଧ; Old Church Slavonic Cyrillic: слѣпъ; Old East Slavic: слѣпъ; Old English: blind; Old Javanese: wuta; Oromo: jaamaa; Ossetian: куырм; Ottoman Turkish: اعمی‎; Pashto: ړوند‎, نابينا‎, نګوری‎; Persian: کور‎, نابینا‎; Piedmontese: orbo; Plautdietsch: blint; Polish: ślepy, niewidomy; Portuguese: cego; Punjabi: اَنّھا‎; Quechua: ñawsa; Canka Quechua: ñausa; Wanka Quechua: gapla; Waiwaş Quechua: gapra; Romagnol: cig; Romanian: orb, chior; Romansch: tschorv, orv, orb; Russian: слепой, незрячий; Sanskrit: अन्ध; Sardinian: tzecu, cegu, tzegu; Scottish Gaelic: dall; Serbo-Croatian Cyrillic: слеп, слијеп; Roman: slep, slijep; Sicilian: orvu, orbu; Sindhi: انڌو‎; Slovak: slepý; Slovene: slep; Sorbian Lower Sorbian: slěpy; Upper Sorbian: slepy; Southern Altai: сокор, кöзи кöрбöс, кöс јок; Spanish: ciego, invidente; Swahili: kipofu; Swedish: blind, synskadad; Tagalog: bulag; Tajik: кӯр, нобино; Tamil: குருடு; Tausug: buta; Telugu: గుడ్డి; Thai: ตาบอด, บอด; Tlingit: lkhooshtéeni; Tocharian B: tärrek; Turkish: kör, görme engelli, görmez, âmâ, gözsüz; Turkmen: kör; Tuvan: согур; Udmurt: сукыр, синтэм; Ukrainian: сліпий; Urdu: اندھا‎; Uyghur: كور‎; Uzbek: koʻr; Venetian: orbo, cioro, ciore; Vietnamese: mù, đui mù, đui; Volapük: bleinik; Waray-Waray: butá; Warlpiri: pampa; Welsh: dall; West Frisian: blyn; White Hmong: dig muag; Yiddish: בלינד‎; Yoruba: afọju; Zazaki: kor; Zhuang: mengz, fangz