3,277,218
edits
m (Text replacement - " usu. " to " usually ") |
m (Text replacement - "πρᾱγμ" to "πρᾶγμ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[μεταχειρίζομαι]], Α σπαν. και ενεργ<br />[[μεταχειρίζω]], Μ και [[μεταχειρίζω]] και μεταχερίζομαι και ματαχερίζομαι)<br /><b>1.</b> [[χρησιμοποιώ]], [[κάνω]] [[χρήση]], [[χειρίζομαι]] («μεταχειρίστηκα το [[φτυάρι]] για να σκαλίσω τη γη»)<br /><b>2.</b> (συν. με επίρρ.) φέρομαι σε κάποιον με τον έναν ή τον [[άλλο]] τρόπο, [[συμπεριφέρομαι]] σε κάποιον [[κατά]] ορισμένο τρόπο («μεταχειρίζεται καλά τους υπαλλήλους του»)<br /><b>3.</b> (για γιατρούς) [[υποβάλλω]] κάποιον σε [[θεραπεία]], [[εφαρμόζω]] θεραπευτική μέθοδο ή [[φάρμακο]] για να θεραπεύσω κάποιον («μεταχειρίζεται πολύ [[συχνά]] την ομοιοπαθητική»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[μεταχειρισμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που δεν [[είναι]] [[καινούργιος]], [[επειδή]] έχει ξαναχρησιμοποιηθεί («[[είναι]] τόσο [[φτωχός]], που φοράει [[πάντοτε]] μεταχειρισμένα παπούτσια»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] ή κάποιον [[προς]] όφελός μου ή για [[ευκολία]] μου ή [[χρησιμοποιώ]] διάφορους τρόπους ή [[μέσα]] επιδιώκοντας κάποιο σκοπό («αυτός [[είναι]] τόσο [[αδίστακτος]] ώστε μπορεί να μεταχειριστεί [[κάθε]] [[μέσο]], θεμιτό ή αθέμιτο, προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό που επιδιώκει»<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επιχειρώ]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με πόλεμο) [[διεξάγω]] || (μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[χειρίζομαι]] [[υπόθεση]], [[αντιμετωπίζω]]<br /><b>2.</b> (ο παρακμ.) <i>μετακεχείρισμαι</i><br />(σχετικά με [[αξίωμα]], [[εξουσία]] ή χρήματα) έχω λάβει, έχω καταλάβει και έχω διαχειριστεί («τὰς μεγίστας μὲν ἀρχάς τε καὶ τιμὰς τῶν ἐν τῇ πόλει μετακεχείρισται»<br /><b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] στο [[χέρι]] μου και το [[διευθύνω]], το [[διοικώ]] [[κατά]] την προσωπική μου [[βούληση]] ή [[κρίση]] («Πηνελόπης τινὰ ἐναντίως ἱστὸν μεταχειριζομένης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διευθετώ]], [[τακτοποιώ]] («[[καλῶς]] γ' ἄν σὺ οὐ | |mltxt=(ΑΜ [[μεταχειρίζομαι]], Α σπαν. και ενεργ<br />[[μεταχειρίζω]], Μ και [[μεταχειρίζω]] και μεταχερίζομαι και ματαχερίζομαι)<br /><b>1.</b> [[χρησιμοποιώ]], [[κάνω]] [[χρήση]], [[χειρίζομαι]] («μεταχειρίστηκα το [[φτυάρι]] για να σκαλίσω τη γη»)<br /><b>2.</b> (συν. με επίρρ.) φέρομαι σε κάποιον με τον έναν ή τον [[άλλο]] τρόπο, [[συμπεριφέρομαι]] σε κάποιον [[κατά]] ορισμένο τρόπο («μεταχειρίζεται καλά τους υπαλλήλους του»)<br /><b>3.</b> (για γιατρούς) [[υποβάλλω]] κάποιον σε [[θεραπεία]], [[εφαρμόζω]] θεραπευτική μέθοδο ή [[φάρμακο]] για να θεραπεύσω κάποιον («μεταχειρίζεται πολύ [[συχνά]] την ομοιοπαθητική»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[μεταχειρισμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που δεν [[είναι]] [[καινούργιος]], [[επειδή]] έχει ξαναχρησιμοποιηθεί («[[είναι]] τόσο [[φτωχός]], που φοράει [[πάντοτε]] μεταχειρισμένα παπούτσια»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] ή κάποιον [[προς]] όφελός μου ή για [[ευκολία]] μου ή [[χρησιμοποιώ]] διάφορους τρόπους ή [[μέσα]] επιδιώκοντας κάποιο σκοπό («αυτός [[είναι]] τόσο [[αδίστακτος]] ώστε μπορεί να μεταχειριστεί [[κάθε]] [[μέσο]], θεμιτό ή αθέμιτο, προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό που επιδιώκει»<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επιχειρώ]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με πόλεμο) [[διεξάγω]] || (μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[χειρίζομαι]] [[υπόθεση]], [[αντιμετωπίζω]]<br /><b>2.</b> (ο παρακμ.) <i>μετακεχείρισμαι</i><br />(σχετικά με [[αξίωμα]], [[εξουσία]] ή χρήματα) έχω λάβει, έχω καταλάβει και έχω διαχειριστεί («τὰς μεγίστας μὲν ἀρχάς τε καὶ τιμὰς τῶν ἐν τῇ πόλει μετακεχείρισται»<br /><b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] στο [[χέρι]] μου και το [[διευθύνω]], το [[διοικώ]] [[κατά]] την προσωπική μου [[βούληση]] ή [[κρίση]] («Πηνελόπης τινὰ ἐναντίως ἱστὸν μεταχειριζομένης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διευθετώ]], [[τακτοποιώ]] («[[καλῶς]] γ' ἄν σὺ οὐ πρᾶγμα προσπεσόν σοι... μεταχειρίσαιο χρηστῶς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καθοδηγώ]] («ὁ σὸς νοῦς ἐνὼν τὸ σὸν [[σῶμα]] [[ὅπως]] βούλεται μεταχειρίζεται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[ασκώ]] μια [[επιστήμη]] ή [[τέχνη]], επιδίδομαι σε [[κάτι]] ή [[καταγίνομαι]] με [[κάτι]]<br /><b>5.</b> (με απρμφ.) [[προσπαθώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]], ασκούμαι στην [[εκτέλεση]] μιας πράξης<br /><b>6.</b> [[σκοτώνω]]<br /><b>7.</b> [[ετοιμάζω]] [[κατάπλασμα]]<br /><b>8.</b> (το ενεργ.) [[μεταβάλλω]] τη [[χρήση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χειρίζω]] / [[χειρίζομαι]] «[[μεταχειρίζομαι]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |