μεταχειρίζω

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταχειρίζω Medium diacritics: μεταχειρίζω Low diacritics: μεταχειρίζω Capitals: ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΖΩ
Transliteration A: metacheirízō Transliteration B: metacheirizō Transliteration C: metacheirizo Beta Code: metaxeiri/zw

English (LSJ)

aor. μετεχείρισα Hdt.3.142, etc.: but more freq. in Med. μεταχειρίζομαι: Att. fut. μεταχειριοῦμαι Lys.24.10, Pl.R. 410b: aor. μετεχειρισάμην Ar.Eq. 345, etc., rarely μετεχειρίσθην Pl.Phdr.277c: pf. μετακεχείρισμαι (v. infr. 6):—
A take in hand, handle, σκῆπτρον E.Fr.912.7 (anap.), cf. Phld. Rh.1.225 S.:—Med., Hdt.2.121.ά, Pl.Phdr.240e: always c. acc. (the gen. in Id.R.417a belongs only to ἅπτεσθαι, and in Id.Prm. 130d ὧν should be read).
2 have in hand, administer, (χρήματα) Hdt.3.142:—Med., Πηνελόπης ἱστὸν μεταχειριζομένης Pl.Phd. 84a, cf. Luc.Ind.29; τὰς μεγίστας ἀρχὰς μ. Pl.Ti.20a.
3 manage, conduct, τὰ περὶ τὰς ναῦς, τὸν πόλεμον, τὰ δημόσια, Th.1.13, 4.18, 6.16; πρᾶγμα ὀξέως μ. ib.12:—Med., μεταχειρίσασθαι πρᾶγμα Ar.Eq. 345; ῥώμης ἕνεκα σιτία καὶ πόνους Pl.R. 410b; ὁ νοῦς τὸ σῶμα μεταχειρίζεται the mind governs the body, X.Mem.1.4.17.
4 practise, pursue an art, study, etc., μεταχειρίζεσθαι μουσικήν, μεταχειρίζεσθαι φιλοσοφίαν, μεταχειρίζεσθαι παιδείαν, Pl.Plt. 268b, R.497d, Lg.670e, cf. Men.81a, X.Vect.5.4, etc.
5 c. acc. pers., deal with, τὸν ἑαυτῶν φονέα μεταχειριζόμενοι Antipho 1.20: usually with Adv. added, handle, treat, χαλεπῶς τινας μ. Th.7.87:—Med., τινὰς ὠμῶς μεταχειρίζεσθαι D.24.171 (so ὡς ἀλυπότατα μ. πάθος Lys.24.10); treat, of physicians, Pl.R. 408d.
b dispatch, kill, Hadr.Rh.p.45 H.
6 prepare a poultice, Lycusap.Orib.9.42.1 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 156] handhaben, unter die Hände nehmen u. behandeln, betreiben; χρήματα, Her. 3, 142; πρῶτοι οἱ Κορίνθιοι λέγονται ἐγγύτατα τοῦ νῦν τρόπου μεταχειρίσαι τὰ περὶ τὰς ναῦς, Thuc. 1, 13, wo der Schol. unnöthig ἐναλλάξαι erklärt, sie sollen zuerst die Schiffsangelegenheiten, Schiffsbau und Lenkung beinahe so gehandhabt haben, wie es jetzt üblich ist; τὰ δημόσια, 6, 16; οἱ Συρακούσιοι χαλεπῶς αὐτοὺς μετεχείρισαν, sie behandelten sie hart, 7, 87; einzeln bei Sp. – Gew. im med., in die Hand nehmen, anfassen; τινός, Plat. Parm. 130 d; καὶ ἅπτεσθαι χρυσοῦ, Phaedr. 240 d; φονέα, ihm die Hand reichen, Antiph. 1, 20: handhaben, ὁ σὸς νοῦς τὸ σῶμα μεταχειρίζεται ὅπ ως βούλεται, Xen. Mem. 1, 4, 17; τόξον, Plut.; bes. eine Sache, ein Geschäft besorgen, behandeln, καλῶς γ' ἂν οὖν τι πρᾶγμα – μεταχειρίσαιο χρηστῶς, Ar. Equ. 344; τέχνην, ἀστρονομίαν u. ä., Plat. Prot. 316 d Rep. VII, 529 a u. öfter; πόσιν, Antiph. 1, 20; τὰς μεγίστας τιμὰς καὶ ἀρχὰς ἐν τῇ πόλει μετακεχείρισται, Plat. Tim. 20 a; auch pass., μεταχειρισθῆναι τὸ λόγων γένος πέφυκε, Phaedr. 277 c; Sp., auch = verwalten, Pol. ὁ τὰ τῆς βασιλείας πράγματα μεταχειριζόμενος, 16, 21, 1; τὰ κοινά, Luc. Gymnas. 21. – Auch Menschen, ὅτανπόλις μεταχειρίζηται ὡς ἀδικοῦντα, wie einen Uebelthäter behandeln, Plat. Gorg. 519 b; τοὺς συγγενεῖς, Dem. Lpt. 109, von einer schlechten Behandlung; – auch ὅπως ὡς ἀλυπότατα μεταχειριοῦνται τὸ πάθος, Lys. 24, 10, behandeln; u. so von Aerzten, Plat. Rep. III, 408 d u. Sp.

French (Bailly abrégé)

f. μεταχειριῶ, ao. μετεχείρισα, pf. inus.
avoir en main, manier, administrer : χρήματα HDT des biens ; χαλεπῶς τινα THC traiter qqn durement;
Moy. μεταχειρίζομαι (f. μεταχειριοῦμαι) prendre en main, manier : τι qch ; fig. diriger, administrer : πόλεμον THC diriger une guerre ; τὰ δημόσια THC diriger les affaires publiques.
Étymologie: μετά, χειρίζω.

Russian (Dvoretsky)

μεταχειρίζω: (атт. 3 л. pl. fut. μεταχειριοῦνται) преимущ. med.
1 держать в своих руках, владеть, пользоваться (σκῆπτρον Eur.; χρήματα Her.; χρυσοῦ Plat.; τόξον Plut.);
2 управлять, руководить (τὰ δημόσια Thuc.): τὸν πόλεμον μ. Thuc. вести войну, руководить военными действиями; μεταχειρίζεσθαι μεγίστας ἀρχάς Plat. занимать крупнейшие посты; χρηστῶς μεταχειρίζεσθαι πρᾶγμά τι Arph. отлично справиться с каким-л. делом;
3 (с кем-л.) обращаться, поступать (χαλεπῶς τινα Thuc.; τινα ὡς ἀδικοῦντα Plat.);
4 заниматься, изучать, развивать (φιλοσοφίαν, ἀστρονομίαν, μουσικήν Plat.): μεταχειρίσαι τὰ περὶ τὰς ναῦς Thuc. организовать судостроение; παιδείαν μετακεχειρισμένοι Plat. получившие образование;
5 med. досл. облегчать, перен. лечить (τοὺς νοσώδεις Plat.): ὡς ἀλυπότατα μ. τὸ πάθος Lys. как можно больше облегчить страдание.

Greek (Liddell-Scott)

μεταχειρίζω: ἀόρ. -εχείρισα· - ἀλλὰ συνηθέστερον ὡς ἀποθ. μεταχειρίζομαι· μέλλ. Ἀττ. - ιοῦμαι Λυσ. 169. 10, Πλάτ.· ἀόρ. -εχειρισάμην Ἀριστοφ. Ἱππ. 345, Πλάτ., κτλ., σπανίως -εχειρίσθην Πλάτ. Φαῖδρ. 277C· πρκμ. -κεχείρισμαι (κατωτέρω 6) . - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 471, 476. Ἔχω ἢ λαμβάνω ἀνὰ χεῖρας, χειρίζομαι σκῆπτρον μεταχειρίζων Εὐρ. Ἀποσπ. 904. 7· οὕτως ἐν τῷ μέσ., Ἡρόδ. 2. 121, 1, Πλάτ. Φαῖδρ. 240Ε· ἀείποτε μετ’ αἰτ. (διότι ἡ γεν. ἐν Πολ. 417Α ἀνήκει εἰς τὸ ἅπτεσθαι, καὶ τὸ ἐν Παρμεν. 130D ὦν ἐτέθη καθ’ ἕλξιν πρὸς τὴν πτῶσιν τοῦ προηγ.). 2) ἔχω ἐν τῇ χειρί, χειρίζομαι, διευθύνω, διοικῶ, ὡς τὸ Γαλλ. manier, χρήματα Ἡρόδ. 3. 142· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πηνελόπης ἱστὸν μεταχειρίζεσθαι Πλάτ. Φαίδ. 84Α, πρβλ. Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 29. 3) διευθύνω, τακτοποιῶ, διευθετῶ, ὁδηγῶ, Λατ. administrare, τὰ περὶ τὰς ναῦς, τὸν πόλεμον, τὰ δημόσια Θουκ. 1. 13., 4. 18., 6. 16· πρᾶγμα ὀξέως μετ. ὁ αὐτ. 6. 12· - οὕτως ὡς ἀποθ., μεταχειρίζεσθαι πρᾶγμα Ἀριστοφ. Ἱππ. 345· ὁ νοῦς τὸ σῶμα μ., διευθύνει, κυβερνᾷ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 17. 4) ἐξασκῶ, καταγίνομαι εἴς τι, εἰς ἐπιστήμην ἢ τέχνην κτλ., Λατ. tractare, exercere, μεταχειρίζεσθαι μουσικήν, φιλοσοφίαν, κτλ., Πλάτ. Πολιτικ. 268Β, Πολ. 497D, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., ἐπιμελοῦμαι νὰ πράξω τι, σπουδάζω, ἀσκοῦμαι, ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 81Α. 5) μετ’ αἰτ. προσ., προστιθεμένου κοινῶς ἐπιρρήμ., χειρίζομαι, μεταχειρίζομαι κατά τινα τρόπον, φέρομαι..., χαλεπῶς τινα μεταχειρίζειν Θουκ. 7. 87· ὠμῶς τινα μεταχειρίζεσθαι Δημ. 753. 13, πρβλ. Ἀντιφῶντα 113. 29· (οὕτως, ὡς ἀλυπότατα μ. πάθος Λυσ. 166. 9)· ἀπολ., ἐφαρμόζω θεραπείαν, θεραπεύω, ἐπὶ ἰατρῶν, Πλάτ. Πολ. 408C. 6) πρκμ., μετακεχείρισμαι, ἔχω διαχειρισθῆ, τὰς μεγίστας μὲν ἀρχάς τε καὶ τιμὰς τῶν ἐν τῇ πόλει μετακεχείρισται Πλάτ. Τίμ. 20Α· παιδείαν... μετακεχειρισμένοι, λαβόντες ἐκπαίδευσιν, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 670Ε.

Greek Monolingual

(ΑΜ μεταχειρίζομαι, Α σπαν. και ενεργ
μεταχειρίζω, Μ και μεταχειρίζω και μεταχερίζομαι και ματαχερίζομαι)
1. χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, χειρίζομαι («μεταχειρίστηκα το φτυάρι για να σκαλίσω τη γη»)
2. (συν. με επίρρ.) φέρομαι σε κάποιον με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, συμπεριφέρομαι σε κάποιον κατά ορισμένο τρόπο («μεταχειρίζεται καλά τους υπαλλήλους του»)
3. (για γιατρούς) υποβάλλω κάποιον σε θεραπεία, εφαρμόζω θεραπευτική μέθοδο ή φάρμακο για να θεραπεύσω κάποιον («μεταχειρίζεται πολύ συχνά την ομοιοπαθητική»)
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μεταχειρισμένος, -η, -ο
αυτός που δεν είναι καινούργιος, επειδή έχει ξαναχρησιμοποιηθεί («είναι τόσο φτωχός, που φοράει πάντοτε μεταχειρισμένα παπούτσια»)
νεοελλ.-μσν.
χρησιμοποιώ κάτι ή κάποιον προς όφελός μου ή για ευκολία μου ή χρησιμοποιώ διάφορους τρόπους ή μέσα επιδιώκοντας κάποιο σκοπό («αυτός είναι τόσο αδίστακτος ώστε μπορεί να μεταχειριστεί κάθε μέσο, θεμιτό ή αθέμιτο, προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό που επιδιώκει»
μσν.
1. επιχειρώ
2. (σχετικά με πόλεμο) διεξάγω

Greek Monotonic

μεταχειρίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, αόρ. αʹ -εχείρισα, κοινώς ως αποθ., Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, αόρ. αʹ -εχειρισάμην και -εχειρίσθην, παρακ. -κεχείρισμαι·
1. έχω ή παίρνω στο χέρι μου, χειρίζομαι, διοικώ, διευθύνω, σε Ηρόδ.
2. χειρίζομαι, διευθετώ, καθοδηγώ, σε Θουκ.· ομοίως, ως αποθ., σε Αριστοφ., Ξεν.
3. εξασκώ, επιδιώκω μια τέχνη ή σπουδή, σε Πλάτ.· με απαρ., μελετώ να κάνω, στον ίδ.
4. με αιτ. προσ., χειρίζομαι, μεταχειρίζομαι ή αντιμετωπίζω με συγκεκριμένο τρόπο, χαλεπῶς τινα μεταχειρίζειν, σε Θουκ.· λέγεται για γιατρό, σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ aor1 -εχείρισα sometimes active, but more commonly as Dep.] fut. Attic -ιοῦμαι aor1 -εχειρισάμην and -εχειρίσθην perf. -κεχείρισμαι
1. to have or take in hand, handle, administer, manage, Hdt.
2. to manage, arrange, conduct, Thuc.:—so as Dep., Ar., Xen.
3. to practise, pursue an art or study, Plat.; c. inf. to study to do, Plat.
4. c. acc. pers. to handle, treat, or deal with in a certain way, χαλεπῶς τινὰ μεταχειρίζειν Thuc.:—of a physician, Plat.

Lexicon Thucydideum

tractare, to handle, discuss, 1.13.2, 4.18.4, 6.12.2, 6.16.6, 7.87.1.