μήποτε: Difference between revisions

m
Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς"
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μήποτε]], Α και μή ποτε και ιων. τ. [[μήκοτε]], Μ και μήποτες)<br /><b>1.</b> (ως επίρρ. με απαγορευτική σημ.) με κανέναν τρόπο, για κανέναν λόγο («ὡς [[Ζεὺς]] μήποτ' ἄρξειεν θεῶν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως σύνδ. με ερωτηματική σημ.) [[μήπως]] («αἰσχυνόμενοι φάτιν ἀνδρῶν... μήποτέ τις εἴπῃσι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>) ίσως («τὰ γὰρ τοῦ θανάτου [[μήποτε]] καὶ [[λίαν]] ἡμῖν [[ὄντα]] συνήθη καὶ συμφυᾱ», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μή</i> <span style="color: red;">+</span> [[ποτέ]] ([[πρβλ]]. [[ουδέποτε]])].
|mltxt=(ΑΜ [[μήποτε]], Α και μή ποτε και ιων. τ. [[μήκοτε]], Μ και μήποτες)<br /><b>1.</b> (ως επίρρ. με απαγορευτική σημ.) με κανέναν τρόπο, για κανέναν λόγο («ὡς [[Ζεύς|Ζεὺς]] μήποτ' ἄρξειεν θεῶν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως σύνδ. με ερωτηματική σημ.) [[μήπως]] («αἰσχυνόμενοι φάτιν ἀνδρῶν... μήποτέ τις εἴπῃσι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>) ίσως («τὰ γὰρ τοῦ θανάτου [[μήποτε]] καὶ [[λίαν]] ἡμῖν [[ὄντα]] συνήθη καὶ συμφυᾱ», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μή</i> <span style="color: red;">+</span> [[ποτέ]] ([[πρβλ]]. [[ουδέποτε]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm