Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πενθώ: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(31)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=πενθῶ, -έω, ΝΜΑ [[πένθος]]<br /><b>1.</b> κατέχομαι από [[βαθιά]] ψυχική [[οδύνη]] και [[θρηνώ]] για μια [[μεγάλη]] [[συμφορά]] και, [[κυρίως]], για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου («νέκυν πενθῆσαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω [[πένθος]], [[είμαι]] σε [[πένθος]]<br /><b>3.</b> [[φέρω]] τα εξωτερικά σημάδια του πένθους τηρώντας το [[τυπικό]], δηλ. τα μαύρα ρούχα ή τη μαύρη [[ταινία]] στον βραχίονα, [[πενθηφορώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>πενθοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[είμαι]] [[αντικείμενο]] πένθους, μέ θρηνούν.
|mltxt=[[πενθῶ]], [[πενθέω]], ΝΜΑ [[πένθος]]<br /><b>1.</b> κατέχομαι από [[βαθιά]] ψυχική [[οδύνη]] και [[θρηνώ]] για μια [[μεγάλη]] [[συμφορά]] και, [[κυρίως]], για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου («νέκυν πενθῆσαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω [[πένθος]], [[είμαι]] σε [[πένθος]]<br /><b>3.</b> [[φέρω]] τα εξωτερικά σημάδια του πένθους τηρώντας το [[τυπικό]], δηλ. τα μαύρα ρούχα ή τη μαύρη [[ταινία]] στον βραχίονα, [[πενθηφορώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>[[πενθοῦμαι]]</i>, [[πενθέομαι]]<br />[[είμαι]] [[αντικείμενο]] πένθους, μέ θρηνούν.
}}
}}

Latest revision as of 19:53, 31 July 2022

Greek Monolingual

πενθῶ, πενθέω, ΝΜΑ πένθος
1. κατέχομαι από βαθιά ψυχική οδύνη και θρηνώ για μια μεγάλη συμφορά και, κυρίως, για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου («νέκυν πενθῆσαι», Ομ. Ιλ.)
2. έχω πένθος, είμαι σε πένθος
3. φέρω τα εξωτερικά σημάδια του πένθους τηρώντας το τυπικό, δηλ. τα μαύρα ρούχα ή τη μαύρη ταινία στον βραχίονα, πενθηφορώ
αρχ.
παθ. πενθοῦμαι, πενθέομαι
είμαι αντικείμενο πένθους, μέ θρηνούν.