ναυστολέω
Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
English (LSJ)
fut.
A ναυστολήσω. E.Supp.474: pf. νεναυστόληκα (συν-) S.Ph. 550:
I trans., carry by sea or convey by sea, δάμαρτα E.Or.741 (troch.): metaph., ἴδια ναυστολέοντες ἐπικώμια = providing matter for their own praise, Pi. N.6.32, cf. Luc.Lex.2:—Pass., with fut. Med. ναυστολήσομαι, go by sea, E. Tr.1048; τὰ ναυστολούμενα Id.Fr.492.6; τηλικοῦτον πέλαγος ναυστοληθείς D.S.4.13.
2 guide, steer, metaph., κυμάτων ἄτερ πόλιν σὴν ναυστολήσεις E.Supp.l.c.; τὼ πτέρυγε ποῖ ναυστολεῖς; whither pliest thou thy wings? Ar.Av.1229; ὁ ναυστολῶν… εἰμ' ἐγὼ τὰς συμφοράς the enterprise is mine, E.IT599.
II intr., go by ship, sail, ἐξ Ἰλίου S. Ph.245; πρὸς οἴκους ἀπ' Ἰλίου E.Tr.77: metaph., διὰ πόνων ἐναυστόλουν Id.Fr.821.2.
III c. acc. loci, approach by sea, ἵπποισιν ἢ κύμβαισι ναυστολεῖς χθόνα; S.Fr.127 (by zeugma), cf. E.Med.682, Hipp.36, Cyc.106.—Poet. and later Prose.
German (Pape)
[Seite 233] ein Schiff senden, zu Schiffe fahren; Soph. Phil. 245 u. öfter; allgemeiner, ἵπποισιν ἢ κύμβαισι ναυστολεῖς χθόνα, fr. 129; ὅταν πρὸς οἴκους ναυστολῶσ' ἀπ' Ἰλίου, Eur. Troad. 77, öfter; u. übertr., κυμάτων ἄτερ πόλιν σὴν ναυστολήσεις, Suppl. 490; δάμαρτα, im Schiffe fahren, bringen, Eur. Or. 379; Pind. sagt von den Schifffahrt treibenden Aegineten ἴδια ναυστολέοντες ἐπικώμια, N. 6, 33, die ihren eigenen Ruhm gleichsam auf der See erfahren, sich durch Seefahrt Ruhm erwerben; ὁ ναυστολῶν γάρ εἰμ' ἐγὼ τὰς συμφοράς, ich bringe das Unglück mit, Eur. I. T. 549; wonach Luc. Lex. 2 στλεγγίδα ν. εἰς βαλανεῖον sagt; aber τὼ πτέρυγε ποῖ ναυστολεῖς ist = wohin lenkst du die Flügel? Ar. Av. 1229; – pass., zu Schiffe fahren, Eur. Tr. 1048.
French (Bailly abrégé)
ναυστολῶ :
faire un trajet par mer ; avec un acc. gagner par mer ; fig. ν. τὰς συμφοράς EUR être le maître du vaisseau chargé de malheurs ; aller, avec ἐς et l'acc..
Étymologie: ναύστολος.
Russian (Dvoretsky)
ναυστολέω:
1 перевозить на корабле, везти с собою (δάμαρτα, τὰς ξυμφοράς Eur.; ἴδια ἐπικώμια Pind.);
2 править, управлять, направлять (τὴν πόλιν Eur.): τὼ πτέρυγε ποῖ ναυστολεῖς; Arph. куда направляешь ты крылья, т. е. свой полет?;
3 плыть на корабле, ехать морем (ἐξ Ἰλίου Soph.; πρὸς οἴκους ἀπ᾽ Ἰλίου Eur.);
4 проезжать (ἵπποισιν χθόνα Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ναυστολέω: μέλλ. -ήσω Εὐρ. Ἱκέτ. 474: πρκμ. νεναυστόληκα (συν-) Σοφ. Φιλ. 550. Εἶμαι ναύστολος, ἐνεργῶ ὡς τοιοῦτος: Ι. μεταβ., μεταφέρω διὰ θαλάσσης, δάμαρτα Εὐρ. Ὀρ. 741· ἴδια ναυστολέοντες ἐπικώμια, φέροντες μεθ’ ἑαυτῶν τοὺς ἰδίους ἐπαίνους, Πινδ. Ν. 6. 55· ν. τὰς ξυμφορὰς Εὐρ. Ι. Τ. 590, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 2. ― Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ. -ήσομαι (Εὐρ. Ἑκάβ. 1260, Τρῳ. 1048), ὑπάγω διὰ θαλάσσης, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὰ ναυστολούμενα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 495· ναυστοληθεὶς Διόδ. 4. 13. 2) ὁδηγῶ, διευθύνω, κυβερνῶ, τύχη δέ... ναυστολοῦσ’ ἐφέζετο (οὕτως ὁ Casaub. ἀντὶ ναῦν θέλουσ’) Αἰσχύλ. Ἀγ. 664· κυμάτων ἄτερ πόλιν σὴν ναυστολήσεις Εὐρ. Ἱκέτ. 474· μεταφορ., τὼ πτέρυγε ποῖ ναυστολεῖς; πρὸς ποῖον μέρος διευθύνεις τὰς πτέρυγάς σου; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1229, πρβλ. 279, 349. ΙΙ. ἀμεταβ. ὡς τὸ παθ., πορεύομαι ἐπὶ πλοίου, πλέω, ἐξ Ἰλίου... ναυστολῶ Σοφ. Φιλ. 245· πρὸς ἀπ’ Ἰλίου Εὐρ. Τρῳ. 77. 2) καθόλου μετ’ αἰτ. τόπου, ταξειδεύω ἀνά..., ταξειδεύων διέρχομαι..., ἵπποισιν ἢ κύμβαισι ν. χθόνα Σοφ, Ἀποσπ. 129, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 682, Ἱππ. 36, Κύκλ. 106· μεταφορ., διὰ πόνων ἐναυστόλουν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 818 3. ― Ρῆμα ποιητ., ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις.
English (Slater)
ναυστολέω carry cargoes of c. acc., met. παλαίφατος γενεά, ἴδια ναυστολέοντες ἐπικώμια (the Bassidai) (N. 6.32)
Greek Monotonic
ναυστολέω: (ναύστολος), μέλ. -ήσω·
I. 1. μτβ., μεταφέρω, κομίζω μέσω θαλάσσης, σε Ευρ. — Παθ., με Μέσ. μέλ. -ήσομαι, πορεύομαι διά θαλάσσης, στον ίδ.
2. οδηγώ, κυβερνώ πλοίο, σε Αισχύλ., Ευρ.· μεταφ., τὼ πτέρυγε ποῖ ναυστολεῖς;, προς τα πού στρέφεις τα φτερά σου;, σε Αριστοφ.
II. 1. αμτβ. όπως το Παθ., πορεύομαι επιβαίνοντας σε πλοίο, πλέω, σε Σοφ., Ευρ.
2. γενικά, με αιτ. του τόπου, ταξιδεύω σε..., σε Ευρ.
Middle Liddell
ναυστολέω, fut. -ήσω ναύστολος
I. trans. to carry or convey by sea, Eur.:—Pass., with fut. mid. -ήσομαι, to go by sea, Eur.
2. to guide, steer, Aesch., Eur.: metaph., τὼ πτέρυγε ποῖ ναυστολεῖς; whither pliest thou thy wings? Ar.
II. intr. like Pass. to go by ship, sail, Soph., Eur.
2. generally, c. acc. loci, to travel over, Eur.