ματαιόομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
(6_20)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰταιόομαι''': Παθ., ἀπατῶμαι, Μελέτ. ἐν. Ἀνεκ. Ὀξων. τ. 3. σ. 5· μεματαίωταί σοι, ἔχεις πράξει ἀνοήτως, Ἑβδ. (Α΄ Σαμ. ΙΓ΄, 13)· ― οὐσιαστ. [[ματαίωσις]], εως, ἡ, Ἀθανάσ. τ. 1, σ. 1041Α.
|lstext='''μᾰταιόομαι''': Παθ., ἀπατῶμαι, Μελέτ. ἐν. Ἀνεκ. Ὀξων. τ. 3. σ. 5· μεματαίωταί σοι, ἔχεις πράξει ἀνοήτως, Ἑβδ. (Α΄ Σαμ. ΙΓ΄, 13)· ― οὐσιαστ. [[ματαίωσις]], εως, ἡ, Ἀθανάσ. τ. 1, σ. 1041Α.
}}
{{elru
|elrutext='''ματαιόομαι:''' [[становиться суетным]] (ἔν τινι NT).
}}
}}

Latest revision as of 13:19, 20 August 2022

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιόομαι: Παθ., ἀπατῶμαι, Μελέτ. ἐν. Ἀνεκ. Ὀξων. τ. 3. σ. 5· μεματαίωταί σοι, ἔχεις πράξει ἀνοήτως, Ἑβδ. (Α΄ Σαμ. ΙΓ΄, 13)· ― οὐσιαστ. ματαίωσις, εως, ἡ, Ἀθανάσ. τ. 1, σ. 1041Α.

Russian (Dvoretsky)

ματαιόομαι: становиться суетным (ἔν τινι NT).