ματαιόομαι
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek (Liddell-Scott)
μᾰταιόομαι: Παθ., ἀπατῶμαι, Μελέτ. ἐν. Ἀνεκ. Ὀξων. τ. 3. σ. 5· μεματαίωταί σοι, ἔχεις πράξει ἀνοήτως, Ἑβδ. (Α΄ Σαμ. ΙΓ΄, 13)· ― οὐσιαστ. ματαίωσις, εως, ἡ, Ἀθανάσ. τ. 1, σ. 1041Α.
Russian (Dvoretsky)
ματαιόομαι: становиться суетным (ἔν τινι NT).