ενθορυβώ: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "μῡς" to "μῦς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐνθορυβῶ, -έω (Μ)<br />[[θορυβώ]] πολύ κάποιον, [[καταταράζω]] («μῡς... τοῦτον ἤγειρεν ἐντεθορυβημένον» — [[ένας]] [[ποντικός]] τον ξεσήκωσε κατατρομαγμένον, Τζέτζ.).
|mltxt=ἐνθορυβῶ, -έω (Μ)<br />[[θορυβώ]] πολύ κάποιον, [[καταταράζω]] («μῦς... τοῦτον ἤγειρεν ἐντεθορυβημένον» — [[ένας]] [[ποντικός]] τον ξεσήκωσε κατατρομαγμένον, Τζέτζ.).
}}
}}

Latest revision as of 11:12, 24 August 2022

Greek Monolingual

ἐνθορυβῶ, -έω (Μ)
θορυβώ πολύ κάποιον, καταταράζω («μῦς... τοῦτον ἤγειρεν ἐντεθορυβημένον» — ένας ποντικός τον ξεσήκωσε κατατρομαγμένον, Τζέτζ.).